Translate

Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

Ο δρόμος από το δίκαιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τον 19ο αιώνα προς το δίκαιο της Τουρκίας τον 20ο αιώνα - Δυτικές και άλλες επιρροές

Μόλις έστειλα για ηλεκτρονική δημοσίευση το κείμενο της εισήγησής μου στο συνέδριο στο Πάντειο Πανεπιστήμιο (http://elinamoustaira.blogspot.com/2015/05/27-28-201527-28-may-2015-conference.html). Μπορείτε να το δείτε και εδώ.



Ο δρόμος από το δίκαιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τον 19ο αιώνα προς το δίκαιο της Τουρκίας τον 20ο αιώνα - Δυτικές και άλλες επιρροές

                       Ελίνα Ν. Μουσταΐρα
                    Καθηγήτρια Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ

            Η Οθωμανική αυτοκρατορία, μετά τον 18ο αιώνα άνοιξε εκούσια σε Δυτικές δικαιικές επιρροές. 3 Οκτωβρίου 1839, ο Αμπντουλμεσίντ ξεκίνησε τη διαδικασία νομικής μεταρρύθμισης[1], με τη θέση σε ισχύ του Gülhane Code και του εδίκτου Τανζιμάτ[2].
            Ξεκίνησε λοιπόν η προσπάθεια εκκοσμίκευσης και εκδυτικισμού του νομικού της συστήματος.
            Δύο σχολές σκέψης κυριαρχούσαν εκείνη την περίοδο στους ασχολούμενους με τη διαδικασία μεταρρύθμισης. Η μία εκπροσωπούνταν από τον Υπουργό Δικαιοσύνης Ahmet Cevdet Pasha, ο οποίος υποστήριζε ότι θα έπρεπε να συνεχίσει να εφαρμόζεται το Ισλαμικό δίκαιο αλλά και να θεσπίζεται δίκαιο σύμφωνα με τις απαιτήσεις της εποχής. Υπό την επιρροή εκείνης της σχολής σκέψης θεσπίστηκαν ο Οθωμανικός Κώδικας Γης του 1859 και η Mecelle-i AhkamAdliyye (ο κώδικας ενοχών και πολιτικής δικονομίας) του 1869.
            Η δεύτερη σχολή σκέψης υποστηριζόταν από τον βεζύρη Αλί Πασά, ο οποίος ήταν υπέρ ενός σύγχρονου νομικού συστήματος, απόλυτου αντιγράφου των Δυτικών. Οι οπαδοί της συνηγορούσαν υπέρ της σύνταξης ενός κώδικα ανάλογου του Γαλλικού Αστικού Κώδικα, συμφωνούσαν εν τούτοις με τη διατήρηση της ισχύος του Ισλαμικού δικαίου σε ορισμένους τομείς, όπως σε αυτόν του οικογενειακού δικαίου.
            Υπό την επιρροή του Αλί Πασά, μεταφράσθηκαν και εισήχθησαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία πολλοί Δυτικοί Κώδικες, κυρίως Γαλλικοί. Μεταξύ αυτών, ο Εμπορικός Κώδικας του 1850, ο Ποινικός Κώδικας του 1858, το Διάταγμα του Ναυτικού Εμπορίου του 1863 (που επηρεάστηκε και από τους Κώδικες Βελγίου και Πρωσσίας), ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας του 1879. Το πρώτο Οθωμανικό Σύνταγμα του 1876 εμπνεύσθηκε από το Βελγικό Σύνταγμα του 1831 και από το Πρωσσικό Σύνταγμα του 1850.
Το ισλαμικό δίκαιο παρέμεινε σε ισχύ στην επικράτεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο[3]. Το γεγονός αυτό της συνύπαρξης ισλαμικού δικαίου και δικαιικών ρυθμίσεων οι οποίες ήσαν προϊόντα αντιγραφής κανόνων Δυτικών νομικών συστημάτων, προκαλούσε αναπόφευκτα αρκετά προβλήματα, αφού συχνά οι ρυθμίσεις που προέρχονταν από τις δύο αυτές πηγές δικαίου ήσαν ασύμβατες μεταξύ τους. 
Στο πλαίσιο αυτό, η Χριστιανική κοινότητα και η Εβραϊκή κοινότητα είχαν το δικαίωμα να επιλύουν αυτόνομα τις διαφορές που ανέκυπταν στο πλαίσιο της καθεμιάς τους. Επίσης, ειδικά δικαστήρια λειτουργούσαν στα προξενεία, προκειμένου να δικάζουν διαφορές μεταξύ αλλοδαπών.
Μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ιδρύθηκε η Τουρκική Δημοκρατία το 1923 και πλέον άρχισε ένας καθολικός εκδυτικισμός, μια απόλυτη εκκοσμίκευση. Οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες βασίσθηκαν αποκλειστικά σε εισαγωγή Ευρωπαϊκών ηπειρωτικών δικαιικών ρυθμίσεων. Έτσι, αντέγραψαν τον Αστικό Κώδικα της Ελβετίας, τον Εμπορικό Κώδικα της Γερμανίας και τον Ποινικό Κώδικα της Ιταλίας. Ήδη από την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχε εισαχθεί Γαλλικό διοικητικό δίκαιο.
Το νομικό πλαίσιο που δημιουργήθηκε ήταν ένα σύνθετο κατασκεύασμα από εκούσιες και έξωθεν επιβεβλημένες υποδοχές (receptions), μιμήσεις (imitations), προσαρμογές (adaptations)[4]∙ ένα «εκλεκτικό» και «συνθετικό» νομικό σύστημα που αναπαρήγαγε σε μεγάλο βαθμό ξένα πρότυπα[5].
Αποφασίσθηκε το 1924 να απομακρυνθούν τελείως από το οικείο τους δικαιικό περιβάλλον, υιοθετώντας αλλοδαπές δικαιικέες ρυθμίσεις, απορρίπτοντας κάποια άλλη πορεία, όπως π.χ. το να ενσωματώσουν νέες ρυθμίσεις, εμπνεόμενες από τις Δυτικές, στο ήδη υπάρχον δικαιικό υπόστρωμα.
Προκειμένου να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός, επιλέχθηκε ειδικά για το ιδιωτικό δίκαιο να αντιγραφεί ο Ελβετικός Αστικός Κώδικας και όχι ο Γαλλικός ή ο Γερμανικός, όπως είχε προταθεί από κάποιους. Ορισμένοι από τους λόγους που αναφέρονται για την απόφαση αυτή είναι: το ότι είχε προσαρμοσθεί στην πληθώρα των εθίμων των καντονίων, το ότι δεν χρησιμοποιούσε τεχνική γλώσσα, άρα θα μεταφραζόταν ευκολότερα, το ότι ήταν ευσύνοπτες οι διατάξεις του, το ότι απέφευγε τη δικαστική εννοιοκρατία, το ότι ευνοούσε τη δημοκρατική ισότητα, επιτρέποντας την ελευθερία των συμβαλλομένων, την ελευθερία σύνταξης διαθήκης, καθώς και ίσα δικαιώματα των κληρονόμων και ισότητα φύλων. Θεωρήθηκε πως ο Ελβετικός Αστικός Κώδικας ήταν λιγότερο αμφίσημος και περισσότερο πρακτικός από άλλους.
Κατά τον Alan Watson, τρεις είναι οι πιο καίριες απαντήσεις στο γιατί επελέγη ο Ελβετικός Κώδικας:
Α) Οι Ελβετικοί κανόνες ήσαν τότε οι πιο πρόσφατοι, άρα κατά τεκμήριο οι περισσότερο ανταποκρινόμενοι στις ανάγκες της εποχής εκείνης.
Β) Η Ελβετία είχε κρατήσει ουδέτερη στάση κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, ενώ η Γαλλία ήταν πρώην εχθρικό κράτος και η Γερμανία ηττημένη σύμμαχος.
Γ) Κατά μια άποψη, ο κυριότερος λόγος ήταν πως κάποιες ηγετικές προσωπικότητες του νομικού κόσμου της Τουρκίας, όπως ο τότε Υπουργός Δικαιοσύνης, Mahmut Esad Bozkurt, είχαν σπουδάσει στην Ελβετία, άρα το Ελβετικό δίκαιο τους ήταν πιο οικείο από άλλα.
Ορίσθηκε επιτροπή 26 νομικών, η οποία επιφορτίσθηκε με τη μετάφραση του τρίγλωσσου Ελβετικού Αστικού Κώδικα (και του Κώδικα περί Ενοχών) του 1907[6], από τη Γαλλική εκδοχή. Στη συνέχεια, ειδικές επιτροπές μετέφρασαν στην Τουρκική γλώσσα τα περισσότερα Ελβετικά εγχειρίδια σχολιασμού των διαφόρων κλάδων δικαίου. Εντός του 1926, μεταφράσθηκαν και θεσπίσθηκαν τρεις εντελώς νέοι κώδικες – Αστικός, Ποινικός και Εμπορικός – και στη συνέχεια και άλλοι: το 1927 Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, το 1929 Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, επίσης το 1929 Πτωχευτικός Κώδικας και το 1930 Ναυτικός Κώδικας[7].
Ο βασικός στόχος ήταν να καταστραφούν τα θεμέλια του παλαιού νομικού συστήματος με τη θέσπιση παντελώς καινούριων νόμων. Συγχρόνως επεδίωκαν να «κατευθύνουν» τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, να δημιουργήσουν κατά κάποιον τρόπο νέα ήθη και έθιμα, να δημιουργήσουν μια νέα αίσθηση εθνικής ταυτότητας.
Καθιερώθηκαν, λοιπόν, κοσμική εκπαίδευση, πολιτικός γάμος, υιοθετήθηκαν το Λατινικό αλφάβητο και η διεθνής αρίθμηση, εισήχθη η μόδα του καπέλου, έκλεισαν τα μοναστήρια των Δερβίσηδων, καταργήθηκαν κάποιοι τίτλοι και απαγορεύθηκαν ορισμένα τμήματα της προγενέστερης ενδυμασίας.
Στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου για τον νέο ΑΚ, την οποία έκθεση υπέγραφε ο Υπουργός Δικαιοσύνης, δηλωνόταν πως «οι νόμοι που εμπνέονται από τις αμετακίνητες θέσεις της θρησκείας και που είναι σε διαρκή επαφή με το θεϊκό δίκαιο» αποτελούν τον μοναδικό «ισχυρότατο παράγοντα που δένει τη μοίρα του Τουρκικού έθνους με τους ορισμούς και τους κανόνες του Μεσαίωνα». Αναφερόταν, λοιπόν, στην έκθεση πως η θέση σε ισχύ του Τουρκικού ΑΚ θα επέτρεπε «στο Τουρκικό έθνος» να απαλλαγεί από την παθολογική του σύνδεση με «κανόνες τυχαίους και εξαρτώμενους από αλλαγές και που έρχονται σε αντίφαση μεταξύ τους», εξασφαλίζοντας έτσι τη θέση του στον «πολιτισμό του παρόντος αιώνα»[8].
Το πρόβλημα ακριβώς ήταν ότι η μετακίνηση δικαίου έγινε από κοινωνίες πολιτισμικά πολύ διαφορετικές από την υφιστάμενη εκεί μέχρι τότε[9]. Δηλαδή, το αρχικό Τουρκικό νομικό σύστημα βασίσθηκε αποκλειστικά σε μεταφράσεις αλλοδαπών δικαίων, συνθήκη απολύτως τεχνητή.
Ακόμα και τα Τουρκικά Συντάγματα, από την αρχή μέχρι πρόσφατα, επηρεάσθηκαν από αλλοδαπά πρότυπα, αν και δεν μπορεί να λεχθεί στις περιπτώσεις αυτές ότι επρόκειτο για μεταφράσεις. Το Σύνταγμα του 1924 εμπνεύσθηκε από το Σύνταγμα του 1875 της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας και από το Σύνταγμα του 1921 της Πολωνίας. Στη συνέχεια, το Σύνταγμα του 1961 υιοθέτησε πολλές διατάξεις των Συνταγμάτων της Ιταλίας και της Δυτικής Γερμανίας, αλλά και εμπνεύσθηκε για τις διατάξεις για την οικονομική ανάπτυξη από το Ινδικό Σύνταγμα του 1949. Το ισχύον Σύνταγμα του 1982 είχε ως πηγές έμπνευσης το Γαλλικό Σύνταγμα του 1958 και το Αμερικανικό Σύνταγμα.
Το γεγονός ότι οι Κώδικες που θεσπίσθηκαν ήσαν στην ουσία μεταφράσεις αλλοδαπών, είχε αναπόφευκτα ως αποτέλεσμα πολλά προβλήματα. Ειδικά στον Αστικό Κώδικα, με το να χρησιμοποιήσουν οι μεταφραστές τη Γαλλική επίσημη εκδοχή ως «πηγή δικαίου», δεν κατάφεραν να τηρήσουν τους εφαρμοστέους κανόνες στην ερμηνεία του Ελβετικού Αστικού Κώδικα ως τρίγλωσσου κειμένου. Στην Ελβετία όλες – και οι τρεις – οι εκδοχές έχουν ισότιμη αξία και οι δικαστές, σε περίπτωση αμφιβολίας, οφείλουν να προστρέχουν σε όλες τις εκδοχές, οι οποίες δεν συμφωνούν πάντα.
Π.χ. το άρθρο 1 εδ. 1 ορίζει ότι ο νόμος εφαρμόζεται σε όλα τα ζητήματα για τα οποία περιλαμβάνει διατάξεις “nach Wortlaut oder Auslegung”, “la letter ou lesprit”, “la lettera od il senso”.
Προκειμένου να γίνουν απολύτως σαφή τα προβλήματα που ανέκυψαν κατά την όλη αυτή διαδικασία, προβάλλονται τρεις παράγοντες.
Ο πρώτος είναι η ιδιαιτερότητα της Τουρκικής γλώσσας η οποία γλώσσα είναι απολύτως διαφορετική από τις γλώσσες των μεταφυτευθέντων δικαίων. Η Τουρκική γλώσσα ανήκει στη νοτιοδυτική ομάδα ή ομάδα Oghuz των Τουρκικών γλωσσών, η οποία ομάδα περιλαμβάνει επίσης: τις Τουρκικές διαλέκτους των Βαλκανίων, την Αζέρικη γλώσσα η οποία ομιλείται στο βορειοδυτικό Ιράν και στο Αζερμπαϊτζάν, την Qashqai του νότιου Ιράν, την Τουρκμέν του Τουρκμενιστάν.
Μετά τον 10ο αιώνα, οι Τούρκοι μεταστράφηκαν στο Ισλάμ και υιοθέτησαν το Αραβικό αλφάβητο. Τότε εισήχθησαν στην Τουρκική γλώσσα πολυάριθμοι Αραβικοί όροι σχετιζόμενοι με τη θεολογία, τη διανόηση, τον πολιτισμό. Τον 11ο αιώνα, όταν η δυναστεία των Σελτζούκων ανατράπηκε από τους Πέρσες, γλώσσα της Τουρκικής διοίκησης και της λογοτεχνίας έγινε η Περσική. Το λεξιλόγιο, λοιπόν, του καλλιεργημένου Τούρκου σχηματίσθηκε, όπως επισημαίνεται, από χιλιάδες Περσικές λέξεις που προστέθηκαν σε χιλιάδες Αραβικές λέξεις. Στο τέλος του 13ου αιώνα, η υβριδική αυτή γλώσσα έγινε η επίσημη γλώσσα της Οθωμανικής δυναστείας. Γλώσσα όμως των πολλών απλών Τούρκων ήταν η Τουρκική.
Το 1928, το Αραβο-Περσικό αλφάβητο αντικαταστάθηκε από το Λατινικό. Λόγω όμως του εθνικιστικού στοιχείου που κυριαρχούσε, τα νέα γράμματα που καθιερώθηκαν δεν ονομάζονταν Λατινικά, παρά Τουρκικά.
Οι Κώδικες είχαν μεταφρασθεί και τεθεί σε ισχύ το 1926 στα Οθωμανικά Τουρκικά, άρα με το προηγούμενο αλφάβητο. Έπρεπε, λοιπόν, να ξαναγραφούν όταν άλλαξε το αλφάβητο. Οι νέες εκδοχές δημοσιεύθηκαν το 1934. Τότε ξεκίνησε ένα μεταρρυθμιστικό της γλώσσας κίνημα, προκειμένου να εξαφανιστούν τα Οθωμανικά Τουρκικά και να αντικατασταθούν οι Περσικές και Αραβικές λέξεις από τις Τουρκικές. Όπου δεν ήταν δυνατή η ακριβής μετάφραση, αναζητούσαν λέξεις σε άλλες γλώσσες της ίδιας Τουρκικής οικογένειας και κάποιες φορές εφεύρισκαν καινούριες, με βάση είτε άλλες Τουρκικές είτε Δυτικές.
Όπως σημειώνεται (και είναι …εξωφρενικά σημαντικό), ναι μεν άλλαξε το αλφάβητο το 1928, όμως η ορολογία διατηρήθηκε, κάτι το οποίο σήμαινε πως οι φοιτητές της Νομικής Σχολής είχαν μεγάλο πρόβλημα όσο περνούσαν τα χρόνια, διότι τα κείμενα κατέστησαν ακατανόητα. Σε μεταγενέστερη έκδοση του Αστικού Κώδικα επιχειρήθηκε να ξεπερασθεί το πρόβλημα αυτό, με το να έχουν στην αριστερή σελίδα το κείμενο του 1934 και στη δεξιά σελίδα μια μετάφρασή του στα Τουρκικά της δεκαετίας του 1970. Όπως σημειώνεται, ο νέος Κώδικας του 2002 είναι περισσότερο προσιτός στους δικηγόρους, όχι όμως απαραίτητα και στους μη νομικούς[10].
Ο δεύτερος παράγων είναι το γεγονός ότι δεν διέφεραν μόνον οι γλώσσες, αλλά και το ότι οι περισσότεροι (με το Tanzimat είχαν αλλάξει αρκετές ρυθμίσεις, όπως αναφέρθηκε) υφιστάμενοι δικαιικοί θεσμοί και η δικαιική νοοτροπία της Οθωμανικής περιόδου είχαν την προέλευσή τους στο Ισλαμικό δίκαιο, ένα δίκαιο απολύτως διαφορετικό από το δίκαιο από το οποίο έγινε η μετάφραση.
Επίσης οι δυνητικοί χρήστες αυτών των μεταφράσεων, δηλαδή οι δικαστές και οι δικηγόροι δεν ήσαν εξοικειωμένοι ούτε με τις αλλοδαπές αυτές γλώσσες ούτε με τα δίκαια. Αυτό σήμαινε πως πολλοί όροι δεν είχαν εννοιολογικό αντίστοιχο στην Τουρκική γλώσσα, δεν υπήρχαν ως όροι – άρα ούτε ως θεσμοί. Δεν μπορούσαν να αναζητηθούν ισοδύναμοι (αν μπορεί κανείς να μιλήσει για τέτοιους) όροι, δεδομένων των διαφορετικών νομικών συστημάτων, κοινωνικο-πολιτισμικών υποβάθρων, λεξιλογίων. Και αν τυχόν υπήρχαν, ήσαν ελάχιστοι. Δεν ήταν δυνατή, λοιπόν, μια «λειτουργική ισοδυναμία» (functional equivalence) – κάτι που υποστηρίζεται πως δημιουργήθηκε αργότερα, τουλάχιστον μέχρι ένα βαθμό – και αυτό αποτέλεσε σημαντικότατο πρόβλημα.
Ο τρίτος παράγων – και πολύ ενδιαφέρων γλωσσολογικά, αλλά αρκετά περίπλοκος για να αναλυθεί εδώ – είναι πως η Τουρκική γλώσσα είναι φωνητική, δηλαδή στη γραφή και στην προφορά της υπάρχει άμεση αντιστοιχία μεταξύ συμβόλων και ήχων. Τα λεκτικά δάνεια, λοιπόν, πρέπει να μεταστραφούν σε τουρκικά σύμβολα προκειμένου να προφερθούν σωστά.
Ο Cevdet Mentes, ο Πρόεδρος του Yargιtai (του Τουρκικού Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου), το 1976, στην ομιλία του για την 50η επέτειο του Τουρκικού ΑΚ, επισήμανε ότι κατά τη σύνταξη του Κώδικα αυτού (δηλαδή τη μετάφρασή του) είχαν παρεισφρύσει εμφανή μεταφραστικά λάθη σε αρκετά άρθρα αλλά και γενικά υπήρχαν πολλές ανακρίβειες και εκφραστικές αστοχίες. Υπενθύμισε πως το 1950, το Ανώτατο Ακυρωτικό σε απόφασή του για την ενοποίηση των προηγουμένων, αποφάνθηκε ότι σε περιπτώσεις λαθών κατά τη μετάφραση, θα έπρεπε να χρησιμοποιείται ως βάση ο Ελβετικός ΑΚ και τα άρθρα να ερμηνεύονται αναλόγως του σκοπού τους στο δίκαιο από το οποίο ελήφθησαν, δηλαδή το Ελβετικό. Όμως, υποστήριξε πως θα ήταν ευκταίο να διορθώσει ο Τούρκος νομοθέτης τα λάθη αυτά.
Επίσης για τα 50 χρόνια του Τουρκικού ΑΚ εξέδωσε το Istanbul University έναν συλλογικό τόμο με συμβολές αποτίμησης του Κώδικα αυτού και των εξελίξεων στο δίκαιο της Τουρκίας. Στη δική του συμβολή, ο Ernest Hirsch, ο οποίος ήταν ένας από τους αλλοδαπούς καθηγητές που εργάσθηκαν στην Τουρκία κατά τα πρώτα έτη της διαμόρφωσης του Τουρκικού δικαίου, αναφέρθηκε στα έτη που δίδαξε εμπορικό δίκαιο. Δεν χρησιμοποιούσε τον Τουρκικό Εμπορικό Κώδικα, αφού δεν γνώριζε τη γλώσσα, παρά χρησιμοποιούσε δύο ανεπίσημες Γαλλικές μεταφράσεις αυτού του Κώδικα, οι οποίες επιπλέον δεν ήσαν ταυτόσημες μεταξύ τους!
Επισήμανε ότι κατά την προετοιμασία (δηλαδή τη μετάφραση…) του Εμπορικού Κώδικα (1926-1929), αρκετοί μεταφραστές χρησιμοποιούσαν διάφορους αλλοδαπούς κώδικες, όχι μόνο τον Γερμανικό. Οι όροι που χρησιμοποιούνται στον Τουρκικό Κώδικα ποικίλουν, ακριβώς λόγω των περισσότερων μεταφραστών. Οι Τούρκοι συνάδελφοί του, του έλεγαν αστειευόμενοι πως ο Κώδικας ήταν μια Ρώσικη σαλάτα που χρειαζόταν να της βάλει ο ίδιος τη μαγιονέζα! Και ο ίδιος όμως παραδεχόταν πως όλα τα σχετικά με τους μεταφρασμένους Κώδικες ήσαν εν μέρει αμφίσημα και εν μέρει ακατανόητα. Άλλωστε, όπως φημολογούνταν, οι περισσότεροι Τούρκοι Καθηγητές Νομικής, δικαστές και δικηγόροι δεν γνώριζαν ξένες γλώσσες και βασίζονταν στις κατά λέξεις μεταφράσεις των κωδίκων μάλλον, παρά στο πνεύμα των διατάξεών τους.
Το 2002 τροποποιήθηκε ο ΑΚ, το 2005 ο ΠΚ και το 2011 ο ΕμπΚ. Μπορεί τώρα να μην είναι μεταφράσεις, όμως συνεχίζουν να κουβαλούν τη σφραγίδα των μεταφρασμένων διατάξεων της δεκαετίας του 1920.
Η κατάργηση του Χαλιφάτου, το 1924, αποσταθεροποίησε κάποιες παγιωμένες διοικητικές δομές. Αντίστοιχα, η θέση σε ισχύ, το 1926, του Τουρκικού ΑΚ, άρα η κατάργηση του προηγούμενου νομικού συστήματος, είχε ως συνέπεια να προκληθούν συστημικές αναταραχές οι οποίες δεν εξαφανίσθηκαν για πολλές δεκαετίες – ίσως και ποτέ[11].
Κατά μια άποψη, η θέση σε ισχύ του Τουρκικού ΑΚ δεν σήμανε την εκρίζωση ούτε των νομικών κανόνων που αποτελούσαν τον άξονα της Mecelle ούτε του γενικότερου πνεύματος του Ισλαμικού δικαίου. Και η άποψη αυτή ενισχύει τα επιχειρήματα των αμφισβητιών της σκοπιμότητας των νομικών μεταφυτεύσεων[12].





[1] N. Atar, The Impossibility of a Grand Transplant Theory, Ankara Law Review 4 (2007) 177, 183.
[2] M. Sen, The Historical Development of Turkish Law, Hufs Global Law Review 6 (2014) 65, 68.
[3] A. Oguz, The Role of Comparative Law in the Development of Turkish Civil Law, 17 Pace International Law Review 373, 375 (2005).
[4] E. Örücü, A Legal System Based on Translation: The Turkish Experience, 6 Journal of Civil Law Studies 445 (2013) http://digitalcommons.law.lsu.edu/jcls/vol6/iss2/2
[5] E. Örücü, A Synthetic and Hyphenated Legal System: The Turkish Experience, Journal of Comparative Law 2006, 261.
[6] Ε.Ν. Μουσταΐρα, Συγκριτικό Δίκαιο και Πολιτιστικά Αγαθά, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2012, 74-75.
[7] E. Örücü, A Legal System Based on Translation: The Turkish Experience, 6 Journal of Civil Law Studies 446 (2013) http://digitalcommons.law.lsu.edu/jcls/vol6/iss2/2
[8] U. Özsu, ‘Receiving’ the Swiss Civil Code: translating authority in early republican Turkey, 6 International Journal of Law in Context 63, 64 (2010).
[9] N. Atar, The Impossibility of a Grand Transplant Theory, Ankara Law Review 4 (2007) 185.
[10] E. Örücü, A Legal System Based on Translation: The Turkish Experience, 6 Journal of Civil Law Studies 451 (2013) http://digitalcommons.law.lsu.edu/jcls/vol6/iss2/2

[11] E. Örüçü, Judicial Navigation as Official Law Meets Culture in Turkey, 4 International Journal of Law in Context 35 (2008).
[12] Ε.Ν. Μουσταΐρα, Δικαιικές επιρροές στο πλαίσιο του Συγκριτικού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2013, 55.





Στην πρώτη φωτογραφία βλέπετε τη γέφυρα Samuel Beckett, στο Δουβλίνο - τη φωτογράφισα μέσα από το πούλμαν που με πήγαινε από το αεροδρόμιο στο University of Limerick.

Στη δεύτερη φωτογραφία βλέπετε τη ...φυσική φθορά της ηλικίας! Λέω να μειώσω την εργασιακή μου ένταση...





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου