Σε έναν κόσμο συνεχώς
αυξανόμενων επαφών και αμοιβαίων επιρροών, είναι ανάγκη να κατανοήσουμε τον
«άλλον», όχι απλώς και μόνον να παραθέσουμε περιγραφές της λειτουργίας του
δικαίου ή της στάσης έναντι του δικαίου σε διάφορα κράτη. Προκειμένου, λοιπόν,
να επιτύχουμε την προσέγγιση ενός «νομικού πολιτισμού», μπορούμε να
χρησιμοποιήσουμε τη συγκριτική προοπτική.
Ο κάθε άνθρωπος έχει μια
προσωπική ταυτότητα, η οποία αποτελεί την ιστορικοβιοτική σύνδεση των εμπειριών
που έχει αποκτήσει, και μια κοινωνική ταυτότητα, η οποία αποτελεί τμήμα της
αυτοσυνειδησίας που δημιουργείται με την ιδιότητα του ανήκειν σε μια ή σε
περισσότερες κοινωνικές ομάδες, καθώς και με την αξία και τη συναισθηματική
σημασία που αυτή η ιδιότητα μέλους έχει για το άτομο.
Βασικό στοιχείο της ταυτότητας
του ανθρώπου, και της προσωπικής και της κοινωνικής, είναι η γλώσσα, αφού η
εμπειρία της ζωής του είναι γλωσσική σε κάθε στάδιο. Όπως έλεγε και ο Gadamer, κάθε πρόσωπο
«ζεί, εντός μιας γλώσσας», η οποία εμπεριέχει μια θεώρηση του κόσμου, αποτελεί
μαρτυρία της ανθρώπινης πνευματικής δύναμης. Αναπόφευκτο, λοιπόν, είναι ότι
αποτελεί η γλώσσα και «εργαλείο» του συγκριτικού δικαίου.
Εάν θεωρήσουμε ότι το δίκαιο
αποτελεί πολιτισμικό μόρφωμα, το συγκριτικό δίκαιο οφείλει να προβαίνει σε μια
ενιαία ανάλυση των εκάστοτε μελετώμενων νομικών συστημάτων, η οποία ανάλυση θα
περιλαμβάνει και τα άτομα και τον κοινωνικό τους περίγυρο και να μην αρκείται
στην στεγνή μελέτη των θετικών κανόνων. Κατ’αυτόν τον τρόπο, θα μπορεί ο συγκριτικολόγος
να εστιάζει στο ισχύον σε μια περιοχή/ένα κράτος δίκαιο, μελετώντας, όχι μόνον
συγκεκριμένους κανόνες, αλλά κυρίως τη σημασία τους, η οποία μόνη μπορεί να
αποκαλύψει, αφενός το γιατί αυτό το δίκαιο δημιουργήθηκε κατά τον τρόπο που
δημιουργήθηκε και όχι αλλιώς, αφετέρου τους σκοπούς που επιδιώκει μια κοινότητα
ανθρώπων, επενδύοντας στο δίκαιο που θεσπίζει.
Κάθε γλωσσική, κοινωνική και
πολιτισμική δραστηριότητα βασίζεται στο διαφορετικό τρόπο σκέψης των ανθρώπων.
Η διαφορά δε αυτή, δεν αποτελεί κάτι το οποίο θα πρέπει να προκαλεί φόβο,
αντίθετα, μπορεί να βιωθεί και ως κατάφαση* και ως μια επιβεβαίωση της ύπαρξης.
Οι νομικές παραδόσεις των
διαφόρων ομάδων ανθρώπων, είτε λαών ενός κράτους, είτε μικρότερων κοινοτήτων,
δεν είναι, όπως τονίζεται, κοινωνιολογικά ισοδύναμες, όμως είναι επιστημολογικά
συγκρίσιμες. Άνθρωποι, μέλη κοινοτήτων, που στο παρελθόν ήσαν «αδιάφοροι» για
τον συγκριτικολόγο, ίσως και λόγω της αδυναμίας πρόσβασης στις δικαιικές τους
ρυθμίσεις και τις πηγές τους, ελκύουν πλέον το ενδιαφέρον του. Παράδειγμα τρανό
αποτελούν οι αυτόχθονες λαοί, σε διάφορα μέρη του κόσμου, οι οποίοι
υπολογίζονται σε περίπου 300 εκατομμύρια και ζουν σε περίπου 70 κράτη, κυρίως
στα καλούμενα «αναπτυσσόμενα». Οι λαοί αυτοί έχουν διαφορετικούς πολιτισμούς,
διαφορετικές παραδόσεις και γλώσσες, και περιλαμβάνονται μεταξύ των φτωχότερων
και λιγότερο ευνοημένων, δεδομένου και ότι συχνά ζουν σε απομακρυσμένες,
απομονωμένες περιοχές. Συχνά επίσης είναι περιθωριοποιημένοι από τις
κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές διαδικασίες οι οποίες επηρεάζουν τις ζωές
τους και σπάνια έχουν δικαιώματα στη γη τους. Όμως, η κατάσταση αυτή φαίνεται
πως αλλάζει βαθμιαία, και οι άνθρωποι αυτοί, όπως και όλοι οι άνθρωποι, μέλη
λαών κρατών ή μικρότερων κοινοτήτων, καθίστανται υποκείμενα αλλά και
αντικείμενα μελέτης για τον σύγχρονο συγκριτικολόγο, ο οποίος δεν φοβάται και
δεν προσπαθεί να «απαλείψει» τις διαφορές στις μελετώμενες και συγκρινόμενες
δικαιικές ρυθμίσεις, αντίθετα προσπαθεί να τις εντοπίσει και κατανοήσει, ώστε
τα συμπεράσματα στα οποία θα καταλήξει να είναι όσο το δυνατόν πιο αξιόπιστα.
Εξέχουσας σημασίας, λοιπόν,
παρά τις προσπάθειες για το αντίθετο, η ανάδειξη της διαφορετικότητας των
ανθρώπινων κοινοτήτων. Είναι αυτή η ιδιαιτερότητα του κάθε πολιτισμού, άρα και
του δικαίου, ως μιας βασικής έκφανσης του πολιτισμού, που αναδεικνύει συγχρόνως
τον πλούτο που συνεπάγεται η συνύπαρξη αυτών των διαφορετικών πολιτισμών – και
δικαίων. Γιατί κανείς δεν είπε ότι η διαφορετικότητα εμποδίζει τη συνύπαρξη,
και μάλιστα την ομαλή συνύπαρξη. Αντίθετα, είναι αυτή η διαφορετικότητα που
γεννά την περιέργεια προς «ανακάλυψη» άλλων τρόπων ζωής, άλλων τρόπων ρύθμισης
της κοινωνικής διαβίωσης. Είναι αυτή η διαφορετικότητα που ωθεί στη σύγκριση
των δικαιικών ρυθμίσεων, και μέσω αυτής στην καλύτερη κατανόηση, και των
αλλοδαπών δικαίων και του δικού μας δικαίου, άρα και του δικαίου εν γένει.
Μιλώντας ο Malreaux
με ανάλογο τρόπο για την τέχνη, η σύνδεση της οποίας με το δίκαιο είναι
αδιαμφισβήτητη, αφού αποτελούν και τα δύο, βασικά στοιχεία έκφρασης του
ανθρώπου, μορφοποίησης της πραγματικότητας, έλεγε ότι δεν μπορούμε να
νοιώσουμε, κατανοήσουμε κάτι, παρά μόνο συγκρίνοντας. Έλεγε συγκεκριμένα, ότι
όποιος έχει ήδη διαβάσει την Ανδρομάχη και τη Φαίδρα του Ρακίνα,
θα νοιώσει καλύτερα τι σημαίνει γαλλική μεγαλοφυϊα αν διαβάσει και το Όνειρο
θερινής νυκτός, του Σαίξπηρ, παρά αν διαβάσει και όλες τις άλλες τραγωδίες
του Ρακίνα. Αντίστοιχα, θα κατανοήσει κάποιος καλύτερα την ελληνική μεγαλοφυϊα,
αντιπαραβάλλοντας σε ένα ελληνικό άγαλμα, ένα αιγυπτιακό ή ένα ασιατικό, παρά
μελετώντας εκατό ελληνικά αγάλματα. Όπως επισημαίνει εξάλλου ο Legrand, ο κάθε άνθρωπος είναι στο έλεος των άλλων ανθρώπων.
Η άποψη του καθενός για τον εαυτό του διαμορφώνεται από το βλέμμα του άλλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου