Translate

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

"Κύπρον, ου μ'εθέσπισεν οικείν Απόλλων" - Τα θεϊκά ίχνη διαφόρων εποχών λεηλατούνται...

 Γιώργου Σεφέρη:          Ελένη

ΤΕΥΚΡΟΣ: ...ες γην εναλίαν Κύπρον, ου μ'εθέσπισεν
οικείν Απόλλων, όνομα νησιωτικόν
Σαλαμίνα θέμενον της εκεί χάριν πάτρας
.............................................
Δακρυσμένο πουλί, στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,
άραξα μοναχός μ'αυτό το παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι δεν θα ξαναπιάσουν
τον παλιό δόλο των θεών
αν είναι αλήθεια
πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,
ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος, που ωστόσο
είδε έναν Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,
δεν τόχει μες στη μοίρα του ν'ακούσει
μαντατοφόρους που έρχονται να πούνε
πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μίαν Ελένη.

Δεν έχω πάει ποτέ στην Κύπρο. Δεν έχω πάει ακόμα. Πιθανότατα θα πάω μέσα στους επόμενους μήνες, για μια εκδήλωση παρουσίασης εκδόσεων (όπου υπάρχει και δική μου συμβολή). Αδημονώ. Αν και θα είναι για πολύ λίγο - 1 1/2 μέρα. Μακάρι στο μέλλον να μου δοθεί η ευκαιρία να ξαναπάω και για μεγαλύτερο διάστημα, να δω η ίδια τα υπέροχα μέρη (όπως όλοι συμφωνούν ότι είναι), να νοιώσω την οδύνη που προξενούν οι πληγές, πληγές που αφάνισαν την πανέμορφη Αμμόχωστο, να υποψιαστώ (το μόνο που μπορώ...) πώς είναι να πρόκειται να σε εκτελέσουν και να ζητάς να μη σου κλείσουν τα μάτια, πώς είναι να έχει τόσο μεγαλείο μια ψυχή και πώς είναι να έχει τόσο κυνισμό μια άλλη - αυτή των εκτελεστών, αλλά και των σημερινών αρπακτικών παντός είδους. Να δω πώς είναι να υπάρχουν από τη μια τα ψυχικά και υλικά αυτά κειμήλια και από την άλλη να γίνεται ο τόπος κέντρο εκμετάλλευσης, παράδεισος υπεράκτιων εταιριών. Να δω πώς είναι ένα τόσο μικρό κράτος να έχει τόσο πλούσια καλλιτεχνική δημιουργία - π.χ. θέατρο ή ομάδες χορού. Να δω πώς είναι να μένουν κουφάρια, αλλοτινά θρησκευτικά οικοδομήματα, από τις φυσικές καταστροφές και τις ανθρώπινες δηώσεις.

Νήσος τις εστι
(Σαλαμίνα της Κύπρος, Γ.Σεφέρη)

                                                     Άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης, 2013

Καθεδρικός Ναός του Burgos, ένα ακόμα υπέροχο έργο του Lalo. Μου το είχε στείλει το 2004
                                                                                    
                                                                                     Ναός στο Κυότο, 2005




Η πληγείσα λόγω της διαρπαγής πολιτιστικών αγαθών ταυτότητα της Κύπρου ζητά αποκατάσταση*

                                      Ελίνα Ν. Μουσταΐρα


            1. Πάντα υπήρχε, όπως επισημαίνεται, ένα αρχαιολογικό ενδιαφέρον  για την ιδέα της Κύπρου ως του τόπου όπου η Ανατολή συναντά τη Δύση. Ξεκινώντας από τον μύθο της απαγωγής της Ευρώπης από τον Δία ο οποίος είχε μεταμορφωθεί σε ταύρο, ενισχύεται και από το ίδιο το κράτος το γεγονός ότι η Κύπρος[1] δεν είναι μόνον το πιο μακρινό Ελληνικό νησί, αποικία των Μυκηναίων, αλλά και ο τόπος όπου συναντήθηκαν τρεις ήπειροι και οι πολιτισμοί τους[2].
            Κυπριακά αντικείμενα αρχαιολογικής, ιστορικής και θρησκευτικής σημασίας βρίσκονται σε μουσεία της Κύπρου αλλά και σε πολλά αλλοδαπά μουσεία, ως αποτέλεσμα «νόμιμης» μετακίνησής τους. Πολλά όμως τέτοια αντικείμενα κυκλοφορούν στον κόσμο απομακρυνθέντα βιαίως και λάθρα από τον χώρο προέλευσής τους. Άνθρωποι υποθετικά μεγάλης αισθητικής καλλιέργειας επιδιώκουν την απόκτησή τους, χωρίς να ενδιαφέρονται πάντα να ξεκαθαρίσουν τις συνθήκες υπό τις οποίες αυτά τα αντικείμενα απομακρύνθηκαν, ή, ακόμα χειρότερα, γνωρίζοντας και εθελοτυφλώντας. Χειρότερες φαντάζουν αυτές οι ενέργειες, όταν «εκμεταλλεύονται το χάος και την απελπισία του πολέμου»[3].
Το εμπόριο έργων τέχνης ανθεί – ή, τουλάχιστον, ανθούσε στο πρόσφατο παρελθόν – και τα διακυβευόμενα χρηματικά ποσά προκαλούν ίλιγγο. Αρχαιοπώλες και γκαλερίστες, συλλέκτες και μουσεία έρχονται σε επαφή με αλλήλους, προκειμένου να διακινηθούν τα έργα αυτά, τα οποία αποτελούν στοιχεία της ταυτότητας κοινοτήτων ανθρώπων, σύμβολα της ιστορικής τους πορείας, αδιάψευστα κύτταρα της συλλογικής τους μνήμης.
Υπολογίζεται πως, ειδικά όσον αφορά στις αρχαιότητες, το 80% των αντικειμένων που κυκλοφορούν στην αγορά, είναι προϊόντα λαθραίας ανασκαφής και διακίνησης. Η δραστηριότητα αυτή, μια από τις μεγαλύτερες παράνομες επιχειρήσεις παγκοσμίως, συνδέεται άμεσα με ξέπλυμα χρήματος, εμπόριο ναρκωτικών, ακόμα και με τρομοκρατικές οργανώσεις[4].
Συχνότατα η ίδρυση των μουσείων ενός κράτους[5], αλλά και η εξέλιξή τους, καταδεικνύει την ιστορική πορεία του κράτους αυτού και άρα και των συνθηκών της κάθε διανυθείσας εποχής. Έτσι, σημειώνεται πως η ίδρυση των μουσείων στην Κύπρο μπορεί να εντοπισθεί σε τρεις χρονικές φάσεις:
Η πρώτη φάση εκτείνεται από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα μέχρι το 1955. Χαρακτηρίζεται από το ενδιαφέρον των αποικιοκρατών για το Ελληνικό παρελθόν του νησιού, επικεντρώνεται στα αρχαιολογικά ευρήματα και κλείνει χρονικά με τον αγώνα κατά των Βρετανών αποικιοκρατών, που άρχισε το 1955. Το 1878 η Κύπρος κατέστη τμήμα της Βρετανικής αυτοκρατορίας – μια από τις συνέπειες της ήττας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στον πόλεμο με τη Ρωσία -, άρα και τόπος άσκησης της αποκιακής της πολιτικής[6].
Η δεύτερη φάση αρχίζει από τον ανωτέρω αναφερθέντα αγώνα (1955-1959) και λήγει με την Τουρκική εισβολή το 1974.
Η τρίτη φάση χαρακτηρίζεται, όπως επισημαίνεται, από «την ανάγκη διατήρησης και προώθησης ενός αυξανόμενου αισθήματος εθνικής ταυτότητας»[7].
Στο εθνικό πεδίο, η συντήρηση και η ερμηνεία της πολιτιστικής κληρονομιάς του νησιού είναι βασικά ευθύνη του Τμήματος Αρχαιοτήτων και προβλέπεται ότι αντικείμενα ή χώροι που χρονολογούνται μέχρι το 1850  - είτε και μεταγενέστερα, εφόσον κρίνονται ως εξαιρετικού ενδιαφέροντος – υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Τμήματος. Αυτό σημαίνει ότι καμία αρχαιολογική εργασία δεν μπορεί να γίνει σε σχέση με τα αντικείμενα ή τους χώρους αυτούς, χωρίς τη γραπτή έγκριση του Τμήματος Αρχαιοτήτων. Προβλέπεται επίσης η δυνατότητα κυριότητας πολιτιστικών αγαθών από ιδιώτες και αναφορικά με αυτά το Τμήμα Αρχαιοτήτων μπορεί να ενεργήσει με συμβουλευτική μόνον ιδιότητα, χωρίς όμως να έχει άμεσο ρόλο.

2. Η Τουρκική εισβολή το 1974 ανατάραξε το πολιτικό αλλά και το πολιτισμικό σκηνικό στην Κύπρο. Αρχαιολογικοί χώροι αλλά και ναοί, ακίνητα και κινητά αρχαιολογικής, ιστορικής και θρησκευτικής σημασίας, ευρισκόμενα στην κατεχόμενη περιοχή, έπαψαν να είναι προσιτά στους αρμόδιους ερευνητές, αρχαιολόγους, συντηρητές, διοικητικούς υπεύθυνους. Ο κατάλογος των αντικειμένων αυτών, τα οποία είτε αγνοούνται είτε έχουν προδήλως καταστραφεί, όλο και μεγαλώνει. Οι ανασκαφές και οι έρευνες έχουν περιορισθεί από τότε στο νότιο τμήμα, δηλαδή στο 63% του νησιού[8].
Μετά την Τουρκική εισβολή, το 1974, το παράνομο εμπόριο Κυπριακών αρχαιοτήτων είχε ως κέντρα του κάποιες Ευρωπαϊκές χώρες. Μεταξύ αυτών ήταν η Ελβετία, η οποία λόγω εθνικής της νομοθεσίας διευκολύνει και «νομιμοποιεί» ένα τέτοιο εμπόριο, αλλά και το Ηνωμένο Βασίλειο και συγκεκριμένα το Λονδίνο. Οι διακινητές τέτοιων αντικειμένων, που έχουν την έδρα τους στη Βρετανική πρωτεύουσα είχαν και έχουν εύκολη πρόσβαση στην κατεχόμενη περιοχή της Βόρειας Κύπρου αλλά και σε άλλες περιοχές της Κύπρου, στις οποίες δεν υπήρχε έλεγχος εκ μέρους των αρμόδιων αρχών του κράτους, όσον αφορά στην εξαγωγή των αρχαιοτήτων[9].
Κάποιοι που θα ήθελαν να αποκλείσουν τη σύνδεση της ταυτότητας των ανθρώπων μιας περιοχής με τα πολιτιστικά αγαθά αυτής, υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να μιλάμε για τα ζητήματα πολιτιστικής κληρονομιάς ανεπηρέαστοι από άλλους παράγοντες. Σημειώνουν με καλυμένη (αν και όχι και τόσο...) ειρωνεία ότι συχνά οι συζητήσεις για την πολιτιστική κληρονομιά «προσκρούουν σε βαθειές υδροφόρους ανεξέταστων συναισθημάτων», και ότι αυτά τα συναισθήματα μπορεί να αναβλύζουν οπουδήποτε και αν γίνεται αυτή η συζήτηση. Και φέρνουν και ως τέτοιο παράδειγμα το ότι στην υπόθεση Autocephalous Greek Orthodox Church of Cyprus v. Goldberg and Feldman Fine Arts Inc. and Peg Goldberg[10], ο δικαστής Bauer του Αμερικανικού 7ου Ομοσπονδιακού Εφετείου (Court of Appeals, Seventh Circuit) χρησιμοποίησε μια ασυνήθιστη ρητορική στρατηγική[11] προκειμένου να αποφανθεί[12], παραθέτοντας ένα μακροσκελές απόσπασμα από το ποίημα του Λόρδου Βύρωνα, «Η πολιορκία της Κορίνθου»[13]. Σημειώνουν επίσης, ότι οι συναισθηματικές και ψυχικές όψεις της [πολιτιστικής] κληρονομιάς θα πρέπει να μελετώνται και να αντιμετωπίζονται με περίσκεψη μέσω πολιτικών πολιτιστικής διαχείρισης[14]!
Αναλόγως εκφράζονται από ορισμένους και κάποιες αδιόρατα ειρωνικές σκέψεις σχετικά με τον «εθνικισμό» κρατών τα οποία είναι πλούσια σε αρχαιολογικά ίχνη και μνημεία. Σημειώνουν αυτοί ότι πρόσφατες κριτικές μελέτες αρχαιολογικών πρακτικών ρίχνουν νέο φως σε αυτόν τον αναπόφευκτο (όπως ομολογούν) εθνικισμό και αναγνωρίζουν ότι δεν πρόκειται για κάτι καινοφανές ούτε για κάτι ασυνήθιστο. Άλλωστε, από τη φύση της η αρχαιολογία έχει μια σαφή πολιτική διάσταση, λένε[15].
Όμως τα πολιτιστικά αγαθά συνδέουν τα μέλη μιας ομάδας ανθρώπων με τους προγόνους τους αλλά και με τους απογόνους τους, ικανοποιώντας μια βασική ανάγκη για ταυτότητα και συμβολίζοντας κοινές αξίες[16]. Αποτελούν στοιχεία υλικά και άυλα, τα οποία παράγονται στο πλαίσιο μιας κοινωνίας και των οποίων η σημασία και η κοινωνική αποτίμηση υπερβαίνουν τα ίδια τα στοιχεία, καθιστώντας τα αναπαράσταση της κοινωνίας που τα κατέχει και τα έχει «κληρονομήσει» και του παρελθόντος της κοινωνίας αυτής[17].

3. Η απόφαση στην υπόθεση Autocephalous Greek Orthodox Church of Cyprus v. Goldberg and Feldman Fine Arts Inc. and Peg Goldberg, όπως είχα σημειώσει 18 χρόνια πριν, «εντάσσεται στο πάνθεον των αποφάσεων εκείνων που αναγνωρίζουν και σέβονται τα θεμελιώδη συστατικά της εθνικής ταυτότητας κρατικών ή μη ομάδων ανθρώπων και τέτοια προφανώς είναι τα πολιτιστικά αγαθά»[18]. Δικαίωσε τους ενάγοντες, το κράτος της Κύπρου και την Αυτοκέφαλη Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου και διέταξε την απόδοση σε αυτούς τεσσάρων μωσαϊκών που είχαν κλαπεί από την κυπριακή εκκλησία της Παναγίας Κανακαριάς, στη Λυθρανκώμη, στο χρονικό διάστημα μεταξύ Αυγούστου 1976 και Οκτωβρίου 1979. Τα μωσαϊκά αυτά είναι του 6ου αιώνα και μεγάλης αξίας, διότι ανήκουν στα λίγα αυτού του είδους (έξι ή επτά) που δεν καταστράφηκαν στη διάρκεια της Εικονομαχίας, τον 8ο αιώνα[19]. Κατέληξαν στα χέρια του Dikman, αντικέρ Τουρκικής καταγωγής και Γερμανικής ιθαγένειας, ο οποίος τα πούλησε σε ιδιοκτήτη γκαλερί και έμπορο τέχνης στις ΗΠΑ, την Peg Goldberg, στο ελεύθερο δασμών τμήμα αεροδρομίου της Γενεύης.
Επιστρέφοντας η Goldberg στις ΗΠΑ, προσπάθησε να βρει αγοραστή για τα μωσαϊκά, με αποτέλεσμα να πληροφορηθεί η Κυπριακή κυβέρνηση το ότι τα μωσαϊκά αυτά ήσαν στα χέρια της Goldberg. Αρνούμενη η Goldberg να ικανοποιήσει το αίτημα της Κυπριακής κυβέρνησης περί επιστροφής των μωσαϊκών στην Κύπρο, η υπόθεση κατέληξε στο δικαστήριο, μετά από αγωγή της Κυπριακής κυβέρνησης και της Εκκλησίας της Κύπρου κατά της Goldberg και της εταιρίας της, Goldberg and Feldman Fine Arts Inc., ενώπιον του εδρεύοντος στην πολιτεία Ινδιάνα ομοσπονδιακού δικαστηρίου[20]. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (district court) εφάρμοσε το δίκαιο της Ινδιάνα και έκρινε πως η Goldberg δεν είχε αποκτήσει έγκυρο τίτλο κυριότητας ή οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα κατοχής επί των μωσαϊκών. Διέταξε, λοιπόν, την Goldberg να επιστρέψει τα μωσαϊκά στον νόμιμο κύριο, δηλαδή στην Εκκλησία της Κύπρου. Το έβδομο ομοσπονδιακό εφετείο (Court of Appeals for the Seventh Circuit) επικύρωσε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου[21].
Παρ’ό,τι σπουδαία ως αποτέλεσμα η απόφαση αυτή, δεν μπόρεσε να εγγυηθεί ότι δεν θα συνεχίζονταν να υφίστανται εμπόδια στη διεκδίκηση, πέρα από τα όρια ενός κράτους, παράνομα διακινηθέντων πολιτιστικών αγαθών[22]. Τα Αμερικανικά μουσεία έμειναν εν πολλοίς αλώβητα από την ανάκτηση εκ μέρους της Κύπρου των μωσαϊκών[23]. Η κατάσταση οπωσδήποτε έχει βελτιωθεί, αλλά υπάρχουν ακόμα πολλά που πρέπει να γίνουν.

4. Σε διεθνές επίπεδο, αρκετά ενεργητικός είναι ο ρόλος του ICOMOS στην προστασία και συντήρηση στοιχείων της Κυπριακής πολιτιστικής κληρονομιάς. Ίσως από τα πιο ενδιαφέροντα είναι το ότι συμπεριέλαβε την Αμμόχωστο στον κατάλογο των μνημείων και τοποθεσιών (World Report on Monuments and Sites) που είναι σε κίνδυνο (“Danger, Heritage at Risk”) του 2006/7. Επίσης το Παγκόσμιο Ταμείο Μνημείων (World Monuments Fund) συμπεριέλαβε την Αμμόχωστο στους σχετικούς καταλόγους (Watch Lists) του 2008 και του 2010[24].
Η Σύμβαση της Χάγης του 1954 για την προστασία της πολιτιστικής ιδιοκτησίας σε περίπτωση ένοπλης σύγκρουσης (Convention for the Protection of Cultural Property in the Event of Armed Conflict), είναι το πρώτο διεθνές συμβατικό κείμενο (της UNESCO) που αναφέρεται σε πολιτιστική ιδιοκτησία (cultural property) και την προσδιορίζει στο άρθρο 1, παραπέμποντας στην εθνική πολιτιστική κληρονομιά του κάθε κράτους, όπως την προσδιορίζει αυτό. Στην επεξεργασία και σύνταξη της Σύμβασης αυτής οδήγησαν εν πολλοίς, τόσο ο Ισπανικός εμφύλιος πόλεμος, όσο και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο Ισπανικός εμφύλιος πόλεμος[25] ήταν πίσω από την προετοιμασία ενός προσχεδίου διεθνούς Σύμβασης για την προστασία μνημείων και έργων τέχνης σε ένοπλες συγκρούσεις, προσχέδιο που δεν προχώρησε μεν, λόγω του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, που αποτέλεσε όμως τη βάση για τη Σύμβαση του 1954.Το προσχέδιο εκείνο είχε ετοιμασθεί από μια Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων, μέλη της οποίας ήσαν σπουδαίοι νομικοί, όπως ο Lapradelle, ο Sas, ο Joinville, ο Νικόλαος Πολίτης, και της οποίας προΐστατο ο Charles de Visscher[26]. Προέβλεπε, μεταξύ άλλων, τις ελάχιστες υποχρεώσεις προστασίας, τα όρια που θέτει η στρατιωτική αναγκαιότητα, τη σημασία της εκπαίδευσης των στρατευμάτων, τη δέσμευση δίωξης των ενεργειών λεηλασίας και καταστροφής, την έννοια της πολιτιστικής ιδιοκτησίας[27].
Η Σύμβαση του 1954 καθιερώνει δύο είδη προστασίας τη γενική και την ειδική και προβλέπει περιπτώσεις κατά τις οποίες μπορεί να ατονήσει αυτή η υποχρέωση προστασίας. Το (Πρώτο) Πρωτόκολο που υιοθετήθηκε από κοινού με τη Σύμβαση, αφορά στην ανάκτηση πολιτιστικών αγαθών μετά από ένοπλη σύγκρουση και καθιερώνει συγκεκριμένα καθήκοντα των Κρατών μελών, όπως για παράδειγμα το καθήκον παρεμπόδισης της απομάκρυνσης αυτών των αγαθών από το κατεχόμενο έδαφος, το καθήκον επιστασίας πολιτιστικών αγαθών εισαχθέντων από κατεχόμενο έδαφος, το καθήκον απόδοσης πολιτιστικών αγαθών, το καθήκον πληρωμής αποζημίωσης στον καλόπιστο κάτοχο πολιτιστικού αγαθού το οποίο πρέπει να επιστραφεί.
Ένοπλες συγκρούσεις που έλαβαν χώρα μετά την έναρξη ισχύος της Σύμβασης του 1954, όπως αυτές στην Καμπότζη, στη Μέση Ανατολή, στην πρώην Γιουγκοσλαβία, έδειξαν την ανεπάρκεια των ρυθμίσεων της Σύμβασης αυτής, μια σημαντική από τις οποίες ήταν το ότι οι διατάξεις της κάλυπταν περιπτώσεις κλασσικού πολέμου μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών, ενώ τα τελευταία χρόνια πολλές ένοπλες συγκρούσεις είναι μη διεθνείς. Η ανάπτυξη επίσης του διεθνούς δικαίου, μετά την .έναρξη ισχύος της Σύμβασης του 1954, ήταν ένας ακόμα λόγος που οδήγησε σε διαδικασία αναθεώρησής της, η οποία κατέληξε, το 1999, στην υιοθέτηση ενός Δεύτερου Πρωτοκόλου[28]. Είναι πολύ ενδιαφέρον το ότι, μεταξύ των ευεργετικών συνεπειών του Δεύτερου αυτού Πρωτοκόλου, είναι και το ότι δόθηκε μεγαλύτερη προσοχή στην ίδια τη Σύμβαση του 1954 και πολλά κράτη την επικύρωσαν, αφότου ξεκίνησε και ολοκληρώθηκε αυτή η διαδικασία αναθεώρησης.
Θα ήταν δυνατή γενικά αλλά και ειδικά στην περίπτωση της Κύπρου, η «συνεργασία» μεταξύ, αφενός της Σύμβασης UNESCO 1970 για τα ληπτέα μέτρα για την απαγόρευση και παρεμπόδιση της παράνομης εισαγωγής, εξαγωγής και μεταβίβασης ιδιοκτησίας πολιτιστικών αγαθών (Convention on the Means of Prohibiting and Preventing the Illicit Import, Export and Transfer of Ownership of Cultural Property) και της Σύμβασης UNIDROIT 1995 για τα κλαπέντα ή τα παράνομα εξαχθέντα πολιτιστικά αντικείμενα (Convention on Stolen or Illegally Exported Cultural Objects) και αφετέρου της Σύμβασης του 1954 και των δύο Πρωτοκόλων της; Στην υπόθεση Autocephalous Greek Orthodox Church of Cyprus v. Goldberg and Feldman Fine Arts Inc. and Peg Goldberg, ένας δικαστής, στη σύμφωνη με την απόφαση γνώμη του αλλά με διαφορετική αιτιολογία, αναφέρθηκε ρητά στη Σύμβαση του 1954 και στη Σύμβαση του 1970[29]
Όπως πολύ σωστά τονίζεται, τα 60.000 αρχαία αντικείμενα που παράνομα φυγαδεύτηκαν από την Κύπρο αποτελούν ένα σχετικά μικρό μέρος του όλου προβλήματος[30] της παράνομης κατοχής της περιοχής της Βόρειας Κύπρου και της από το 1983 «διεθνώς μη αναγνωρισμένης Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου»[31]. Η δίκαιη λύση του προβλήματος αυτού αποτελεί επιτακτικό αίτημα της εθνικής κοινωνίας της Κύπρου αλλά και της διεθνούς κοινωνίας των ανθρώπων.






* Συμβολή που περιλαμβάνεται στην υπό έκδοση σειρά Μελέτες Διεθνούς Δικαίου και Διεθνούς Πολιτικής.
[1] Κύπρος, το ευλογημένο νησί των θεών» (Chypre, l’île bénie des dieux), Connaissance des arts, Novembre 2012, 93-96.
[2] D. Stritch, Archaeological Tourism as a Signpost to National Identity. Raising Aphrodite in Cyprus, in: Images, Representations & Heritage. Moving beyond Modern Approaches to Archaeology (I. Russel, ed.), Springer US, 2006, 43, 53-55.
[3] Βλ. και M.E. O’Connell, Beyond Wealth: Stories of Art, War, and Greed, 59 Alabama Law Review 1075 (2008).
[4] V. Argyropoulos/K. Polikreti/S. Simon/D. Charalambous, Ethical issues in research and publication of illicit cultural property, Journal of Cultural Heritage 12 (2011) 214.
[5] Αλλά και της περιοχής του, πρίν την ανακήρυξή του σε εθνικό κράτος, μορφή – σύμβολο του 19ου κυρίως αιώνα.
[6] Δηλαδή, κυριαρχία επί του λαού και γενικότερα της επικράτειας, ούτως ώστε να εξασφαλίσει τις διαθέσιμες προς εκμετάλλευση πρώτες ύλες αλλά και νέες αγορές για προϊόντα κατασκευαζόμενα εντός της αυτοκρατορίας, βλ. και A.B. Knapp/S. Antoniadou, Archaeology, politics and the cultural heritage of Cyprus, στο: Archaeology Under Fire. Nationalism, politics and heritage in the Eastern Mediterranean and Middle East (L.Meskell, ed.), Routledge, ….., 13, 21.
[7] A. Bounia/T. Stylianou-Lambert, National museums in Cyprus: A Story of Heritage and Conflict, στο: Building National Museums in Europe 1750-2010, Conference proceedings from EuNaMus, European National Museums: Identity Politics, the Uses of the Past and the European Citizen, Bologna 28-30 April 2011. P. Aronsson & G. Elgenius (eds.) EuNaMus Report No 1. Published by Linköping University Electronic Press: http://www.ep.liu.se/ecp_home/index.en.aspx?issue=064
[8] A.B. Knapp/S. Antoniadou, Archaeology, politics and the cultural heritage of Cyprus, στο: Archaeology Under Fire. Nationalism, politics and heritage in the Eastern Mediterranean and Middle East (L.Meskell, ed.), Routledge, 1998, 13, 16.
[9] V. Karageorghis, The Trade in Cypriot Antiquities in London, International Journal of Cultural Property 1 (1992) 331.
[10] Πρωτόβαθμη απόφαση (3.8.1989), 717 F.Supp. 1374 (S.D.Ind.1989), η οποία επικυρώθηκε από το έβδομο ομοσπονδιακό εφετείο (Court of Appeals, Seventh Circuit), (24.2.1990), 917 F.2d 278 (7th Cir. 1990).
[11] A. Fricke, Forever Nearing the Finish Line: Heritage Policy and the Problem of Memory in Postwar Beirut, International Journal of Cultural Property 2005, 163, 165 και σημ. 1.
[12] Σημειώνοντας ότι οι ΗΠΑ έχουν «βραχεία πολιτισμική μνήμη» (short cultural memory). Βλ. και M. Phelan, A Synopsis of the Laws Protecting Our Cultural Heritage, 28 New England Law Review 63, 63 (1993), για το ότι οι ΗΠΑ ήσαν κάπως αργοπορημένες όσον αφορά στις προσπάθειές τους να συντηρήσουν και να προστατεύσουν αντικείμενα και μνημεία καλλιτεχνικού, ιστορικού, λογοτεχνικού και ανθρωπολογικού ενδιαφέροντος.
[13] «There is a temple in ruin stands,
Fashion’d by long forgotten hands;
Two or three columns, and many a stone,
Marble and granite, with grass o’ergrown!
Out upon Time! It will leave no more
Of the things to come than the things before!
Out upon Time! Who for ever leave
But enough of the past and the future to grieve
O’er that which hath been, and o’er that which must be:
What we have seen, ous sons will see;
Remnants of things that have pass’d away,
Fragments of stone, rear’d by creatures of clay!”
The Siege of Corinth
[14] Είναι γνωστό πως στις ΗΠΑ εδώ και πολλά χρόνια η οικονομική ανάλυση του δικαίου (law and economics) έχει διαποτίσει πολύ περισσότερους κλάδους του δικαίου από εκείνους που θα ανέμενε κανείς – δηλαδή τους έχοντες ένα σαφέστερο οικονομικό αντίκρυσμα.
[15] J. Cuno, Who Owns Antiquity? Museums and the Battle over our Ancient Heritage, Princeton University Press, Princeton and Oxford 2008, 83-84.
[16] Ε.Ν. Μουσταΐρα, Η Διεκδίκηση των Γλυπτών του Παρθενώνα. Ζητήματα Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου, στο: Ο Παρθενώνας. Η επιστροφή των γλυπτών. Ιστορική, Πολιτιστική, Νομική προσέγγιση (επιμ. Μ. Μαρούλη – Ζηλεμένου), Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2004, 282.
[17] Ε.Ν. Μουσταΐρα, Συγκριτικό Δίκαιο και Πολιτιστικά Αγαθά, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2012, 48.
[18] Ε.Ν. Μουσταΐρα, Διεθνής προστασία πολιτιστικών αγαθών. Απόφαση αμερικανικού δικαστηρίου για τα μωσαΐκά της Παναγίας Κανακαριάς, Δίκη 26 (1995) 1123, 1124.
[19] Ε.Ν. Μουσταΐρα, Διεθνής προστασία πολιτιστικών αγαθών. Απόφαση αμερικανικού δικαστηρίου για τα μωσαΐκά της Παναγίας Κανακαριάς, Δίκη 26 (1995) 1123, 1125.
[20] Στη δίκη, η Goldberg ισχυρίσθηκε ότι ερωτεύθηκε τα μωσαϊκά αμέσως μόλις τα είδε. Επισημαίνει όμως ο H.J. Knott, Der Anspruch auf Herausgabe gestohlener ind illegal exportierten Kulturguts. Internationalprivatrechtliche und rechtsvergleichende Aspekte zum Herausgabe des privaten Eigentümers und des Herkunftsstaates, Baden-Baden 1993, 172, ότι ο έρωτάς της για τα μωσαϊκά ήταν τόσο μεγάλος, ώστε, αφού τα είχε αποκτήσει για 1.080.000 δολλάρια, λίγο αργότερα τα πρότεινε προς πώληση στο μουσείο J.P. Getty, στο Μαλιμπού της Καλιφόρνια, για 20 εκατομμύρια δολλάρια!
[21] Βλ. και S.C. Symeonides, A Choice-of-Law Rule for Conflicts Involving Stolen Cultural Property, 38 Vanderbilt Journal of Transnational Law 1177.
[22] Ε.Ν. Μουσταΐρα, Διεθνής προστασία πολιτιστικών αγαθών. Απόφαση αμερικανικού δικαστηρίου για τα μωσαΐκά της Παναγίας Κανακαριάς, Δίκη 26 (1995) 1123, 1130.
[23] R. Hallman, Museums and Cultural Property: A Retreat from the Internationalist Approach, International Journal of Cultural Property 12 (2005) 201, 210 και σημ. 29, όπου αναφέρει πως υπήρξαν νύξεις από κάποιον που εμπλεκόταν στην όλη υπόθεση, πως συληθέντα Κυπριακά αντικείμενα βρίσκονταν σε πολλά μουσεία – μεταξύ αυτών, στο Βρετανικό Μουσείο, στο Metropolitan Museum of Art, στο Μουσείο Γκεττύ, στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Αμβέρσας και στο Dumbarton Oaks.
[24] D. Barthel-Bouchier, Communities of Conflict: intersection of the global and the local in Cyprus, Museum International 2010, 37, 38-39.
[25] Τον Νοέμβριο του 1936, πολυάριθμα έργα τέχνης μετακινούνται από τη Μαδρίτη στη Βαλένθια και αργότερα στη Βαρκελώνη, από τη δημοκρατική κυβέρνηση. Από εκεί, το 1939 φεύγουν από την Ισπανική επικράτεια με προορισμό τη Γαλλία και αργότερα την Ελβετία, όπου και παρέμειναν υπό τη φύλαξη της Κοινωνίας των Εθνών, χάρη στη «Συμφωνία της Φιγκέρας (Acuerdo de Figueras), που υπεγράφη την 3.2.1939. Εξασφάλισαν τη διάσωσή τους, οι συντονισμένες ενέργειες της Κεντρικής Ένωσης Καλλιτεχνικών Θησαυρών (Junta Central del Tesoro Artístico), καθώς και η στήριξη του Διεθνούς Γραφείου Μουσείων (Office international des musées, ιδρύθηκε το 1926 στη Γενεύη και είχε την έδρα του στο Παρίσι), της Διεθνούς Επιτροπής για τη Διάσωση των Ισπανικών Καλλιτεχνικών Θησαυρών (Comité Internacional para el Salvamento de los Tesoros de Arte Españoles, συγκροτήθηκε από εκπροσώπους εννέα μεγάλων Ευρωπαϊκών μουσείων) καθώς και της Κοινωνίας των Εθνών. Τα έργα θα επέστρεφαν στην Ισπανία «μετά την ειρήνη» (después de la paz). Όταν έληξε η εμφύλια σύγκρουση, η κυβέρνηση του Φράνκο ζήτησε την επιστροφή των έργων, τα οποία παρέμειναν για κάποιο διάστημα ακόμα στην Ελβετία. Στο Μουσείο Τέχνης και Ιστορίας, στη Γενεύη, οργανώθηκε μια έκθεση, μεταξύ Ιουνίου και Αυγούστου 1939, με τον τίτλο «Σπουδαία έργα του Μουσείου Πράδο», η οποία έκθεση είχε τρομερή επιτυχία, με περισσότερους από 300.000 επισκέπτες. Με το πέρας της έκθεσης, τα έργα τέχνης συσκευάσθηκαν για τη μεταφορά τους στην Ισπανία. Η διαδικασία επιταχύνθηκε, λόγω του επικείμενου κινδύνου διεθνούς σύρραξης. Τα έργα έφθασαν στη Μαδρίτη το Σεπτέμβριο του 1939. Κανένα έργο δεν είχε χαθεί και μόνο κάποια από αυτά είχαν υποστεί μικρές ζημίες, βλ. J.F. Pascual Molina, Κριτική στο βιβλίο του A. Colorado Castellary, Éxodo y exilio del arte. La odisea del Museo del Prado durante la Guerra Civil (Madrid 2008), Ogigia, revista electrónica de estudios hispánicos 4 (2008) 84-85.
[26] C.R. Fernández Liesa, Evolución jurídica de la protección internacional de los bienes culturales en los conflictos armados, Anuario Español del Derecho Internacional 25 (2009) 239, 241 και σημ. 9.
[27] Revue de droit international et de législation comparée 1939, 614 επ.
[28] E.N. Moustaira, International Protection of Cultural Property in the Event of Armed Conflict, in: International protection of cultural objects. A view to the future, Colloquium, Athens, 23 November 2001, Ant.N. Sakkoulas ed., Athens-Komotini 2003, 115, 120.
[29] K. Siehr, Völkerrecht und Internationaler Kulturgüterschutz vor Gericht, in: Recht und Kunst, Syzmposium aus Anlass des 80. Geburtstages vom W. Müller-Freienfels, Heidelberg 1996, 57, 70.
[30] Σ. Συμεωνίδη, Τα Ψηφιδωτά της Κανακαριάς – Δικαστική Διεκδίκηση και Δικαίωση, στο: Προστασία και Επιστροφή Πολιτιστικών Αγαθών (επιμ. Α. Σαμαρά – Κρίσπη), Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2011, 83.
[31] C.M. Constantinou/M. Hatay, Cyprus, ethnic conflict and conflicted heritage, Ethnic and Racial Studies 33 (2010) 1600, 1606.

                                                 Ναός του Ποσειδώνα, Σούνιο, 2004


'Οταν έγραφα το κείμενο αυτό, κατά τη συνήθειά μου, διάβαζα και άλλα κείμενα που μπορούσαν να μου δώσουν την ατμόσφαιρα, ιστορική, καθημερινή, πολιτισμική, της Κύπρου. Ανακάλυψα, λοιπόν, και μια "τριλογία", στην οποία ο συγγραφέας, Μ.Β. Χατζόπουλος, ξεκινά από την τρομερή για το νησί δεκαετία του '50 και φθάνει μέχρι την επίσης τρομερή δεκαετία του '70, περιγράφοντας τη ζωή του κεντρικού ήρωα και των γύρω προσώπων, συγχρόνως δε τη ζωή της ίδιας της Κύπρου. Γοητευτικά και πλούσια ως προς τα ιστορικοπολιτισμικά αποτυπώματα και τα τρία βιβλία: "Εν μέρει Ελληνίζων", "Ο περατικός", "Νόστου πάθη".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου