Translate

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2014

Comparative law - Interdisciplinarity

Χθεσινές φωτογραφίες, από μια τοποθεσία πλάι στον παραλιακό δρόμο Νέας Κίου - Μύλων Αργολίδας. Τα λατρεμένα μου χρώματα του φθινοπώρου!!


(Από το βιβλίο μου "Δικαιικές επιρροές στο πλαίσιο του Συγκριτικού Δικαίου", Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2013, σ. 13-16)|:

                  Εισαγωγικά σχόλια

Κατά το τέλος του 20ου αιώνα και στις αρχές του 21ου αιώνα, διαδόθηκαν οι σπουδές συγκριτικού δικαίου με ταχύτητα ιλιγγιώδη, όπως πολύ ορθά επισημαίνεται. Συγχρόνως όμως, ο αυτόνομος επιστημονικός κλάδος αυτός[1] εκτέθηκε σε κριτικές οι οποίες δεν είχαν προηγούμενο∙ κριτικές που αφορούσαν και αφορούν τη ρητορική του κλάδου αυτού, την «πολιτική» του, τα χρησιμοποιούμενα επιχειρήματα, ακόμα και το συνολικό επιστημονικό πρόγραμμά του[2].
            Η «συνάντηση» του συγκριτικού δικαίου με άλλους κλάδους νομικών μελετών, νομικών σπουδών αλλά και με την κριτική θεωρία είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη αναδόμηση του θεωρητικού του πεδίου αλλά και του τρόπου εκφοράς του, του χρησιμοποιούμενου μέχρι πρότινος[3] λεξιλογίου του.
            Όταν το συγκριτικό δίκαιο, ως κλάδος, ήταν στα σπάργανα, επικεντρώνονταν οι νομικοί στις διαφορές των δικαίων, με στόχο κυρίως την ανάδειξη της εθνικής ταυτότητας και ίσως και της υπεροχής του ενός δικαίου έναντι άλλου ή άλλων.
            Στη συνέχεια μετατοπίσθηκε το ενδιαφέρον προς τις ομοιότητες των δικαίων. Στόχος βασικός ήταν τότε η προσέγγιση των εννόμων τάξεων και (ίσως) η διευκόλυνση σύναψης διεθνών κειμένων που θα γίνονταν ευκολότερα αποδεκτά από τα θεωρούμενα ως πλησίστια δίκαια.
            Φαίνεται πως σήμερα οι διαφορές των δικαίων επανήλθαν στο προσκήνιο. Ή, τουλάχιστον, τονίζεται η σημασία τους από πολλούς συγκριτικολόγους οι οποίοι θεωρούν πως δεν πρέπει να αδιαφορούμε για τον πλούτο των ιδιαιτεροτήτων του κάθε δικαίου. Παρατηρείται, δηλαδή, κάποιου είδους συμφιλίωση μεταξύ των υπερασπιστών του ενός ή του άλλου άκρου, υπέρ μιας προσέγγισης που δεν θα ευνοεί κανένα από τα δύο, παρά θα επιχειρεί να αναζητήσει και τις διαφορές και τις ομοιότητες των δικαίων – στοιχείο του ορισμού του συγκριτικού δικαίου, άλλωστε[4]. Άλλωστε, κατά μια άποψη, θα μπορούσε να λεχθεί και ότι το ζήτημα της «ομοιότητας κατά της διαφοράς» είναι ψεύτικο, πλαστό, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν κάποιες φυσικές γραμμές διαφοροποίησης, όπως θα συνέβαινε σε κάποια έρευνα φυσικών επιστημών[5].
            Κανείς πάντως δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η σύγκριση είναι άμεσα συνδεδεμένη με την έρευνα. Και ειδικότερα στον χώρο των δικαίων, το συγκρίνειν αποτελεί θεμελιώδη αρχή της νομικής έρευνας. Παρέχει το «αναπόφευκτο και αναπόδραστο πλαίσιο αναφοράς για την επιστημονική δραστηριότητα»[6].
            Το συγκριτικό δίκαιο, τονίζεται από τον John Bell[7], από πολλές απόψεις εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο της νομικής έρευνας. Ο τρόπος με τον οποίο προσπαθεί να ανακατασκευάσει τα συγκρινόμενα δίκαια, τα νομικά συστήματα, δεν διαφέρει από τον τρόπο με τον οποίο γίνεται νομική έρευνα σε καθένα από αυτά τα νομικά συστήματα.
            Το τοπίο του συγκριτικού δικαίου έγινε πλουσιότερο και, αναπόφευκτα, περιπλοκότερο. Εντός του, δρουν πλέον εκπρόσωποι διαφόρων γενεών συγκριτικολόγων. Το «κλασσικό» συγκριτικό δίκαιο – αν υπάρχει τέτοιο – τίθεται υπό αμφισβήτηση, τουλάχιστον ως προς τις μεθόδους που ακολουθεί και προτείνονται νέα προγράμματα αυτού.
Μπορεί κανείς, σχεδόν ανενδοίαστα, να υποστηρίξει πως η διανοητική ιστορία του κλάδου αυτού δεν είχε ούτε έχει προοδευτική εξέλιξη∙ πρόκειται μάλλον για μια διαδοχή ρήξεων.
Πώς χαράσσουμε τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ του τι είναι εντός και τι είναι εκτός ενός νομικού συστήματος, ενός δικαίου; Τα όρια αμφισβητούνται. Όπως επισημαίνεται, η συζήτηση για την ίδια την έννοια του δικαίου δεν είναι μια απλή ακαδημαϊκή συζήτηση αναφορικά με τον ορισμό του δικαίου. Είναι μια συζήτηση αναφορικά με το πόσο ένα νομικό σύστημα θα πρέπει να είναι ανοιχτό σε πολιτικές, ηθικές, οικονομικές εκτιμήσεις και επιρροές. Είναι μια συζήτηση σχετικά με το κατά πόσον το δίκαιο μπορεί να θεωρηθεί ως αυτόνομο αλλά και με το κατά πόσον μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βασικό μέσον για πολιτικούς σκοπούς. Δηλαδή, τονίζεται, η συζήτηση για τα όρια είναι η ίδια μια κανονιστική συζήτηση[8].
            Μεγάλη η υφιστάμενη ένταση μεταξύ του δικαίου και της πολιτικής αλλά και στενή η «συγγένειά» τους[9]. Οι θεωρητικοί του δικαίου, τουλάχιστον εκείνοι που δεν αρκούνται σε επιφανειακές έρευνες ούτε σε θέσεις απόλυτες, σπανίως καταφάσκουν μια αντιπαράθεση μεταξύ των δύο αυτών χώρων. Αντιθέτως, αναγνωρίζουν κατά κανόνα ότι τα όρια μεταξύ δικαίου και πολιτικής είναι δύσκολο να χαραχθούν και ότι αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η πολιτική συχνά καταφέρνει να διεισδύσει στον χώρο του δικαίου[10].
            Για το Συγκριτικό Δίκαιο, η ανωτέρω στενή αλλά και δύσκολη σχέση δικαίου και πολιτικής είναι σχεδόν αυτονόητη. Μπορεί κάποιοι νομικοί να ανησυχούν για τις «επιθέσεις» που δέχεται το δίκαιο από την οικονομία, την κοινωνιολογία, την ψυχολογία[11], την πολιτική και να θεωρούν ότι αυτές οι επιθέσεις ενισχύουν την εγκατεστημένη στην καρδιά του δικαίου αμφιβολία[12], όμως το Συγκριτικό Δίκαιο κρατά ψύχραιμη στάση και αντί να τις θεωρεί ως επιθέσεις, τις αντιμετωπίζει ως αναπόφευκτες επιρροές στο πλαίσιο των διαφόρων εννόμων τάξεων.





[1] Το αν όντως πρόκειται για αυτόνομο επιστημονικό κλάδο, είχε προκαλέσει πολλές έντονες συζητήσεις και διαφωνίες στο παρελθόν. Κάποιοι συνεχίζουν να προβληματίζονται και στο παρόν. Όμως πλέον οι περισσότεροι υπερασπίζονται την επιστημονική αυτονομία του κλάδου του συγκριτικού δικαίου, έστω και αν υποστηρίζουν διαφορετικές προσεγγίσεις στο αντικείμενό τους, τη σύγκριση δικαίων. Βλ. και C. Valcke, Comparative Law As Comparative JurisprudenceThe Comparability of Legal Systems, 52 A.J.C.L. 713 (2004), η οποία έχει δηλώσει πως οι συγκριτικές νομικές σπουδές αποτελούν έναν αυτόνομο επιστημονικό κλάδο ο οποίος έχει ως αντικείμενο την καταλογογράφηση των δικαίων ως εκφράσεων δομών σκέψης.
[2] G. Marini, La costruzione delle tradizioni giuridiche nellepoca della globalizzazione, in: Nuovi Temi e Tecniche della Comparazione Giuridica (XX Colloquio Biennale dellAssociazione Italiana di Diritto Comparato, Urbino 18-20 giugno 2009), Ottobre 2010, www.comparazionedirittocivile.it
[3] Αλλά και που χρησιμοποιείται ακόμα από κάποιους.
[4] Dav. Kennedy, The Methods and the Politics, in: Comparative Legal Studies:Traditions and Transitions (P. Legrand & R. Munday, eds.), Cambridge University Press, 2003, 345, 355.
[5] L. Rosen, Beyond Compare, in: Comparative Legal Studies:Traditions and Transitions (P. Legrand & R. Munday, eds.), Cambridge University Press, 2003, 493, 505.
[6] M. Adams, Doing What Doesn’t Come Naturally. On the distinctiveness of Comparative Law, in: Methodologies of Legal Research. Which Kind of Method for What Kind of Discipline (M.Van Hoecke, ed.), Hart Publishing, Oxford and Portland, Oregon 2013 (2011), 229.
[7] J. Bell, Legal Research and the Distinctiveness of Comparative Law, in: Methodologies of Legal Research. Which Kind of Method for What Kind of Discipline (M.Van Hoecke, ed.), Hart Publishing, Oxford and Portland, Oregon 2013 (2011), 155.
[8] P.C. Westerman, Open or Autonomous? The Debate on Legal Methodology as a Reflection of the Debate on Law, in: Methodologies of Legal Research. Which Kind of Method for What Kind of Discipline (M.Van Hoecke, ed.), Hart Publishing, Oxford and Portland, Oregon 2013 (2011), 87, 95.
[9] Για να πληροφορηθούμε για την ειδική αυτή σχέση δικαίου και πολιτικής, θα πρέπει αναπόφευκτα να μελετήσουμε και πολιτική θεωρία, δηλαδή τα χαρακτηριστικά της πολιτικής, υποστηρίζει ο O.W. Lembcke, Law and Political Theory. The Other Side of the Story, in: Law and Method (B. Van Klink/S. Taekema, eds.), Mohr Siebeck, Tübingen 2011, 153. Επισημαίνει ότι, διαφορετικά από ό,τι στην πολιτική φιλοσοφία, η έμφαση στην πολιτική θεωρία είναι λιγότερο στην conditio humana και στη σημασία της για τον αυτοπροσδιορισμό του ανθρώπου και περισσότερο στις διαδικασίες πολιτικής αυτό-οργάνωσης μιας κοινωνίας, η οποία λαμβάνει χώρα σε τρία επίπεδα: στο επίπεδο δομών και θεσμών που από κοινού διαμορφώνουν τη σύσταση μιας πολιτικής τάξης (polity)∙ στο επίπεδο των πολιτικών πράξεων στο οποίο επιβάλλονται συμφέροντα, επιλύονται συγκρούσεις και επιτυγχάνονται συμβιβασμοί (politics)∙ και τέλος, στο επίπεδο των πολιτικών προγραμμάτων, των αρχών και των σκοπών τους (policy).
[10] G. Marini, Diritto e politica. La costruzione dell tradizioni giuridiche nell´epoca della globalizzazione, PÓLEMOS 1/2010, 31, 32.
[11] Αντίθετα, ο R. Posner, Frontiers of Legal Theory, Harvard University Press, Cambridge, Massachusetts and London, England 2001, 3, δηλώνει ότι οι μόνες προσεγγίσεις σε μια αυθεντικά επιστημονική σύλληψη του δικαίου είναι οι προερχόμενες από άλλους κλάδους, όπως οικονομικά, κοινωνιολογία και ψυχολογία.
[12] F. Rouvière, La vulnérabilité de la science du droit : histoire d’une science sans méthode, in : Le droit à l’épreuve de la vulnérabilité, Bruylant, F. Rouvière (Ed.), 2011, 537, 558.






                                                       Καλή εβδομάδα - Καλό μήνα!!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου