Translate

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2015

Μέθοδος - Μέθοδοι Συγκριτικού Δικαίου

Νομίζω ότι είχα ξεχάσει να σας πω ότι η Matera είναι στη Μεγάλη Ελλάδα - όπως μου τόνισαν ...μετ' επιτάσεως, οι Ιταλοί!!

Εντάξει, το παραδέχομαι, ήταν συγκινητικό...



(Από το βιβλίο μου "Δικαιικές επιρροές στο πλαίσιο του Συγκριτικού Δικαίου", Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2013, σ. 27-30):

Μέθοδος – Μέθοδοι Συγκριτικού Δικαίου

            Μια περιγραφική διδασκαλία του δικαίου, μια διδασκαλία δηλαδή που περιορίζεται στην αναφορά στους κανόνες του θετικού δικαίου δεν δίνει εναύσματα για ανάπτυξη μεθόδου ή μεθόδων έρευνας και μελέτης αυτού[1]. «Όμως το Συγκριτικό Δίκαιο είναι πολύ διαφορετικό». Κρίνεται απαραίτητη μια διεπιστημονική προσέγγιση στη μεθοδολογία, προκειμένου να αποφευχθεί οποιαδήποτε υπόνοια ερασιτεχνισμού[2].
            Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται ή που πρέπει να χρησιμοποιούνται είναι περίπλοκες διότι ενεργοποιούνται σε μια ποικιλία διαφόρων επιπέδων και όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο, τόσο πιο δύσκολο είναι το να διαχωρισθεί η μεθοδολογία από την επιστημολογία και τη θεωρία.
Στο δίκαιο γενικά, αυτό που επικρατεί είναι μια επιστημολογική προσέγγιση κύρους και όχι μια επιστημολογική προσέγγιση έρευνας, αναζήτησης. Ενώ όμως μια τέτοια προσέγγιση [κύρους] είναι ικανή και αναγκαία για τη μελέτη ενός δικαίου, δεν επαρκεί για τη σύγκριση περισσότερων δικαίων.
            Οι συγκριτικολόγοι που δίνουν έμφαση στη μέθοδο, διαφωνούν ως προς το αν θα πρέπει επικρατεί ένα μοναδικό μοντέλο ή όχι[3]. Από τους Zweigert και Kötz – και όχι μόνο – θεωρήθηκε για πολλά χρόνια ως βασική μεθοδολογική αρχή του συγκριτικού δικαίου εν γένει, η «αρχή της λειτουργικότητας» (Funktionalitätsprinzip)[4]. Η αρχή αυτή συζητήθηκε – και συζητείται – από πολλούς μελετητές του χώρου του συγκριτικού δικαίου[5]. Επισημαίνεται όμως συχνά, ακόμα και από τους θετικά διακείμενους απέναντί της, το ότι στην ουσία δεν υφίσταται ως θεωρία η λειτουργική μέθοδος[6]. Στην πράξη, λένε, αυτό που παρατηρούμε είναι ένα μεθοδολογικό ανακάτεμα (methodological mishmash)[7].
Άλλοι συγκριτικολόγοι προέκριναν άλλη ή άλλες μεθόδους. Άλλοι πάλι, όπως π.χ. ο Patrick Glenn, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του σύγχρονου συγκριτικού δικαίου, αρνούνται να προωθήσουν, να προβάλουν μια ειδική μέθοδο. Ο Glenn π.χ. πιστεύει ότι δεν υπάρχει μια αποκλειστική μέθοδος αλλά και ότι όλες οι προταθείσες ή προτεινόμενες μέθοδοι έχουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα.
Γεγονός είναι πως κανείς από αυτούς που στο παρελθόν υποστήριζαν ότι το συγκριτικό δίκαιο είναι απλώς μια μέθοδος, δεν μπορούσε να έχει προβλέψει την πολλαπλότητα των μεθόδων που εφαρμόζονται πλέον[8].
Ο συγκριτικολόγος προβληματίζεται συνέχεια για την «αρχιτεκτονική», την εσωτερική δυναμική της διανοητικής του δραστηριότητας καθώς και για τα αποτελέσματα αυτής[9]. Τα ερωτήματα που θέτει κατά τη σημερινή εποχή είναι διαφορετικά από εκείνα που έθετε στον εαυτό του ακόμα και πολύ πρόσφατα. Δεν αφορούν πλέον μόνο το κατά πόσον οι απόψεις του αντιστοιχούν στην πραγματικότητα ή το αν τα κριτήρια που χρησιμοποιεί είναι ακριβή ή το αν τα συμπεράσματά του έχουν κάποια χρησιμότητα.
Σήμερα ο συγκριτικολόγος προβληματίζεται σχετικά με το πώς οι θέσεις του συγκριτικού δικαίου, ως επιστημονικού κλάδου[10], συμβάλλουν στη διαμόρφωση της ίδιας της πραγματικότητας, ποιος προτείνει και ποιος ελέγχει τις θέσεις αυτές και για ποιους λόγους.
Ενώ, λοιπόν, προηγουμένως το αντικείμενο της ανάλυσης ήταν απολύτως εξωτερικό ως προς τη διανοητική δραστηριότητα του υποκειμένου – ερμηνευτή, πλέον το αντικείμενο έχει καταστεί αρκετά προβληματικό, όπως τονίζεται: η κριτική του επιστημονισμού, δηλαδή η καθοδηγούμενη θεωρητικοποίηση των παραδειγμάτων που χρησιμοποιούν οι φυσικές επιστήμες, θέτει υπό συζήτηση/αμφισβήτηση όχι μόνο το αντικείμενο παρατήρησης αλλά και τον ίδιο τον παρατηρητή[11].
Το δίκαιο προσδιορίζει τη συγκεκριμένη ταυτότητα των υποκειμένων. Δεν καθορίζει απλώς τους κανόνες του παιχνιδιού, κατανέμει και τις θέσεις των παικτών. Ο ρόλος του είναι πολύ σημαντικός, ακόμα και όταν προς αιτιολόγηση των νομικών αποφάσεων γίνεται επίκληση εξωτερικών παραγόντων, όπως π.χ. της αγοράς.
Το δίκαιο δρα ακόμα και όταν δεν φαίνεται. Και αυτό, όπως τονίζεται, είναι αναμφισβήτητο σε όλες τις σχέσεις εξουσίας, στις οποίες οι «συναλλασσόμενοι» προσπαθούν να κατοχυρώσουν την ατομική τους ύπαρξη και να εκφράσουν την ταυτότητά τους[12].




[1] Βλ. M. Van Hoecke, Legal Doctrine: Which Method(s) for What Kind of Discipline?, in: Methodologies of Legal Research. Which Kind of Method for What Kind of Discipline (M. Van Hoecke, ed.), Hart Publishing, Oxford and Portland, Oregon 2013 (2011), 1, 4-11, για το τι είδους κλάδος (discipline) μπορεί να θεωρηθεί η νομική θεωρία (legal doctrine): ερμηνευτικός (hermeneutic), διαλεκτικός (argumentative), εμπειρικός (empirical), επεξηγηματικός (explanatory), αξιωματικός (axiomatic), λογικός (logical), κανονιστικός (normative). H A.R. Mackor, Explanatory Non-Normative Legal Doctrine. Taking the Distinction between Theoretical and Practical Reason Seriously, in: Methodologies of Legal Research. Which Kind of Method for What Kind of Discipline (M. Van Hoecke, ed.), Hart Publishing, Oxford and Portland, Oregon 2013 (2011), 45, εξετάζει το αν η νομική θεωρία είναι ένας επεξηγηματικός κλάδος ή ένας κανονιστικός κλάδος, όπως υποστηρίζει η κρατούσα άποψη.
[2] G. Samuel, Taking Methods Seriously (Part One), JCL 2 (2007) 94.
[3] Βλ. σχετικά και S. Glanert, Method?, in: Methods of Comparative Law (P.G. Monateri, ed.), Research Handbooks in Comparative Law, Edward Elgar, 2012, 61, 62.
[4] Κατά τον Dun. Kennedy, Political Ideology and comparative Law, in: The Cambridge Companion to Comparative Law (M. Bussani/U. Mattei, eds), Cambridge University Press, 2012, 35, κατά τον 19ο αιώνα αλλά και κατά μεγάλο μέρος του 20ου αιώνα, οι μεθοδολογίες στη σύγκριση δικαίων σχετίζονταν άμεσα με τις μεθοδολογίες που χρησιμοποιούνταν γενικώς για την ανάλυση και μελέτη του δικαίου τις αντίστοιχες χρονικές περιόδους. Σημειώνει ότι η λειτουργική μέθοδος συνηχεί εμφανώς με την ανάδυση της κοινωνιολογικής νομικής σκέψης, θέση της οποίας ήταν ότι το δίκαιο είναι μέσον προς πραγματοποίηση κοινωνικών σκοπών και μέθοδος της οποίας ήταν η τελολογική.
[5] J. Gordley, The functional method, in: Methods of Comparative Law (P.G. Monateri, ed.), Research Handbooks in Comparative Law, Edward Elgar, 2012, 107.
[6] G. Frankenberg, Critical Compromises: Rethinking Comparative Law, 26 Harv.Int’l L.J. 411, 416 (1985).
[7] R. Michaels, The Functional Method of Comparative Law, in: The Oxford Handbook of Comparative Law (M. Reimann & R. Zimmermann, eds.), Oxford University Press, (2006) 2008, 339, 340.
[8] M. Graziadei, The functional heritage, in: Comparative Legal Studies:Traditions and Transitions (P. Legrand & R. Munday, eds.), Cambridge University Press, 2003, 100, 101.
[9] Μια προοπτική εσωτερική στην έρευνα και μελέτη του συγκριτικολόγου υπερασπίζεται και αναλύει η C. Valcke, « Droit » : réflexions sur une définition aux fins de comparaison, in : Comparer les droits, résolument (P. Legrand, éd.), Presses Universitaires de France, 2009, 99.
[10] Καθήκον σημαντικό της επιστήμης είναι η επιδίωξη, συσσώρευση και συστηματοποίηση της γνώσης, βλ. και J. Hage, The Method of a Truly Normative Legal Science, in: Methodologies of Legal Research. Which Kind of Method for What Kind of Discipline (M. Van Hoecke, ed.), Hart Publishing, Oxford and Portland, Oregon 2013 (2011), 19, 20.
[11] G. Marini, La costruzione delle tradizioni giuridiche nell’epoca della globalizzazione, in: Nuovi Temi e Tecniche della Comparazione Giuridica (XX Colloquio Biennale dell’Associazione Italiana di Diritto Comparato, Urbino 18-20 giugno 2009), Ottobre 2010, www.comparazionedirittocivile.it.
[12] Βλ. και G. Marini, La costruzione delle tradizioni giuridiche nellepoca della globalizzazione, in: Nuovi Temi e Tecniche della Comparazione Giuridica (XX Colloquio Biennale dellAssociazione Italiana di Diritto Comparato, Urbino 18-20 giugno 2009), Ottobre 2010, www.comparazionedirittocivile.it., ο οποίος αποδίδει τα σχετικά εύσημα στους Νομικούς Ρεαλιστές: Εστίασαν αυτοί την προσοχή τους, αφενός στον σημαντικό ρόλο των κανόνων οι οποίοι, επιτρέποντας ή περιορίζοντας συγκεκριμένη ατομική ενέργεια, συμβάλλουν στον  νομικό ορισμό της συναλλακτικής εξουσίας, αφετέρου στο γεγονός ότι η μη παρέμβαση, ακριβώς όπως και η παρέμβαση, αποτελεί επιλογή εκ μέρους της έννομης τάξης.




Μόνο φωτογραφίες των φωτογραφιών μπορώ να σας δείξω για αυτές τις chiese rupestri της Matera. Δεν προλάβαινα να μπω εκεί που τις είδα και δεν έχω ιδέα και τι ακριβώς θα έβλεπα εκεί.

Η πρώτη εκκλησία (μια από τις παλαιότερες chiese rupestri) είναι του 9ου αιώνα, ο San Nicola dei Greci. Όπως γράφει - διαβάστε τις λεπτομέρειες, φαίνονται στην εικόνα - είναι ορατή η βυζαντινή τέχνη στις εικόνες.

Η δεύτερη εκκλησία είναι του 11ου αιώνα, λατινικού ρυθμού (όπως γράφει), η Madonna delle Virtù. Εκεί γυρίστηκε και η σκηνή του Μυστικού (τελευταίου) Δείπνου, της ταινίας του Mel Gibson "The Passion".

Υ.Γ. Άχρηστη γνώση: Σε εστιατόρια της Matera έχουν και μια συνταγή ζυμαρικών με το όνομα Mel Gibson!! Όταν γύριζε την ταινία είχε ενθουσιαστεί με την πόλη και τη διαφήμιζε παντού. Οπότε - φαντάζομαι - είπαν να τον τιμήσουν και γευστικά!!



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου