Ως εισαγωγή στα νομικά ζητήματα, ας δούμε τις υπέροχες φωτογραφίες που μου έστειλαν αγαπημένα πρόσωπα:
Η Ναυσικά (σούπερ πρώην μεταπτυχιακή φοιτήτριά μου!) και τα γατάκια της!! Τις φωτογραφίες μου τις έστειλε πριν 15 ημέρες, άρα τα γατάκια μάλλον θα έχουν ήδη ...φουσκώσει κάπως.
Και κάποια άλλη σούπερ (ακόμα πιο πρώην!) μεταπτυχιακή μου φοιτήτρια μου έχει υποσχεθεί φωτογραφία με τη γάτα της, αλλά καθυστερεί!! Μαρίνα, ακούς;!
Η θαλάσσια χελώνα της Αμφιλοχίας! Κώστα (φωτογράφε της!) διόρθωσέ με, αν κάνω λάθος.
And last but not least!!: Ο Νίκος, ο αρκούδος και ο ταρανδούλης του (ούτε τίτλος παραμυθιού!) σε εκδρομή στη χερσόνησο του Ακάμα, στην Κύπρο.
Και μετά τη φωτογραφική αναψυχή, ας εξερευνήσουμε και τα του Κυπριακού δικαίου.
Τα όσα ακολουθούν, περιλαμβάνονται στο βιβλίο μου "Συγκριτικό Δίκαιο", Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2012 (επίσης - στο μεγαλύτερο μέρος τους - και στο προηγούμενο βιβλίο μου "Συγκριτικό Δίκαιο. Πανεπιστημιακές Παραδόσεις", Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2004).
Μικτά νομικά
συστήματα
Θα
μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι όλα τα νομικά συστήματα είναι λιγότερο ή
περισσότερο «μικτά», υπό την έννοια ότι έχουν υποστεί επιρροές από μια ποικιλία
άλλων συστημάτων. Όμως, παραδοσιακά, ο όρος «μικτά» χρησιμοποιείται για να
περιγράψει μια σχετικά μικρή ομάδα νομικών συστημάτων/δικαίων, τα οποία έχουν
στοιχεία και του αγγλοσαξονικού common law, και του civil law, δηλαδή των
ευρωπαϊκών ηπειρωτικών δικαίων. Ορισμένα από
αυτά είναι ανεξάρτητα κράτη και άλλα είναι μη ανεξάρτητα τμήματα κράτους με
ομοσπονδιακή ή ενοποιημένη πολιτική δομή.
Ποτέ
μέχρι τώρα δεν έχει υπάρξει ένας γενικά αποδεκτός ορισμός αυτών των νομικών
συστημάτων. Ίσως η πιο ενδιαφέρουσα άποψη είναι αυτή η οποία υποστηρίζει ότι
τρία είναι τα βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματά τους:
Το πρώτο
χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι ότι έχουν στοιχεία και του common law και του civil law. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για οποιαδήποτε ανάμιξη δικαίων,
ανάμιξη που συναντάται σε πολλά νομικά συστήματα σε όλον τον κόσμο, αλλά για
μια ανάμιξη καθαρά δυτικής έμπνευσης, με στοιχεία των ρωμανογερμανικών και των
αγγλοαμερικανικών συστημάτων, όπως αυτά προσδιορίζονται από την «παραδοσιακή»
ταξινόμηση σε οικογένειες δικαίων.
Το
δεύτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι ποσοτικό και ψυχολογικό. Θα πρέπει,
δηλαδή, η ύπαρξη αυτών των δύο στοιχείων, του common law και του civil law, να είναι προφανής
σε έναν κοινό παρατηρητή. Ποσοτικά, λοιπόν, θα πρέπει ενδεχομένως να γίνει
δεκτό ένα κατώτατο όριο ύπαρξης στοιχείων των δύο αυτών συστημάτων και να
συμπεραίνεται ότι πρόκειται για «μικτό νομικό σύστημα» όταν έχει τουλάχιστον
φθάσει αυτό το όριο. Ψυχολογικά, θα πρέπει να είναι σε θέση ο παρατηρών έσωθεν
το σύστημα αυτό, να αναγνωρίσει τον διπλό του χαρακτήρα.
Το
τρίτο, τέλος, χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι δομικό. Σε όλα ανεξαιρέτως τα
υπαγόμενα σε αυτή την «οικογένεια» δίκαια, παρατηρείται ότι το civil law κυριαρχεί στον χώρο του ιδιωτικού δικαίου, ενώ το common law στον χώρο του δημόσιου δικαίου. Η κυριαρχία αυτή δεν
αποκλείει την ύπαρξη και στοιχείων άλλων δικαίων. Επιπλέον, δεδομένου ότι κατά
την παράδοση του common law δεν διακρίνονται
σαφώς το ιδιωτικό από το δημόσιο δίκαιο, παρατηρείται στα μικτά νομικά
συστήματα μια συνεχής διάδραση μεταξύ των δύο αυτών σφαιρών.
Στις περισσότερες
περιπτώσεις τα νομικά αυτά συστήματα δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της
αποικιακής περιόδου, όταν κράτη κυρίαρχα, με δίκαιο ευρωπαϊκό ηπειρωτικό, μεταβίβασαν
– εκούσια ή ακούσια - υπερπόντιες αποικίες σε άλλα κράτη, στα οποία ίσχυε το
αγγλοσαξονικό δίκαιο. Έτσι σχηματίσθηκαν π.χ. τα μικτά συστήματα των
Φιλιππίνων, του Πουέρτο Ρίκο, της Λουιζιάνα, του Κεμπέκ, της
Νότιας Αφρικής.
Ειδική περίπτωση
αποτελεί η Σκωτία, η οποία
απέκτησε ένα δομικά μικτό σύστημα, όταν συγχωνεύθηκε με τη Βρεταννία, με την
Ενωτική Πράξη (Act of Union) του 1707. Έχει
κοινά με την Αγγλία το δημόσιο δίκαιο και τους δημόσιους θεσμούς, όμως
διατήρησε το ιδιωτικό της δίκαιο, το οποίο είναι ρωμαιοολλανδικής προέλευσης,
δηλαδή επηρεασμένο βαθειά από το ρωμαϊκό δίκαιο όπως ερμηνεύθηκε στην
ηπειρωτική Ευρώπη.
Επίσης ειδική
περίπτωση αποτελεί το Ισραήλ, το οποίο ιδρύθηκε ως ανεξάρτητο κράτος το 1948
και στο οποίο, αρχικά εφαρμοζόταν το common law και αργότερα, το
ιδιωτικό του δίκαιο επηρεάσθηκε από τα ευρωπαϊκά ηπειρωτικά δίκαια.
Κυπριακό νομικό σύστημα
i. Πριν την
ανεξαρτησία
Από το
1571 μέχρι το 1878, η Κύπρος ήταν υπό οθωμανική κυριαρχία. Προκειμένου να
στερεωθεί αυτή η κυριαρχία, κατά την περίοδο μέχρι το 1839, επιβάλλονταν πολύ
αυστηρά μέτρα, μεταξύ των οποίων ήταν και η μαζική εισαγωγή του μουσουλμανικού
δικαίου. Ο μόνος τομέας του δικαίου που δεν αντικαταστάθηκε από το
μουσουλμανικό δίκαιο ήταν το δίκαιο της προσωπικής κατάστασης, ως προς το οποίο
η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου διατήρησε αποκλειστική νομοθετική και δικαστική
δικαιοδοσία. Τα Επισκοπικά δικαστήρια, τα οποία είχαν ιδρυθεί κατά τη διάρκεια
της ρωμαιοβυζαντικής περιόδου (58 π.Χ. – 1191 μ.Χ), συνέχισαν να λειτουργούν ως
δικαστήρια υποχρεωτικής δικαιοδοσίας για τα ζητήματα προσωπικής κατάστασης και
ως διαιτητικά δικαστήρια για άλλα ζητήματα ιδιωτικού δικαίου. Και στις δύο
περιπτώσεις, τα δικαστήρια αυτά συνέχισαν να εφαρμόζουν ρωμαιοβυζαντινό δίκαιο.
Από το
1839 μέχρι το 1878, εισήχθησαν στην Κύπρο ορισμένοι Οθωμανικοί νόμοι - κώδικες,
οι οποίοι είχαν βασισθεί σε ευρωπαϊκά μοντέλα: Ο Εμπορικός Κώδικας του 1850, ο
Ποινικός Κώδικας του 1858 και ο Ναυτικός Κώδικας του 1863, είχαν βασισθεί στους
αντίστοιχους γαλλικούς κώδικες. Ίσχυσαν στην Κύπρο μέχρι το 1930, το 1928 και
το 1960, αντίστοιχα. Ο Οθωμανικός Κώδικας Γής του 1858 και ο Οθωμανικός Αστικός
Κώδικας (Μεντζελέ) του 1876, είχαν υιοθετήσει τη μορφή και τη δομή ευρωπαϊκών
ηπειρωτικών κωδίκων, εν τούτοις οι ουσιαστικές ρυθμίσεις τους ήσαν
μουσουλμανικού δικαίου. Ίσχυσαν στην Κύπρο μέχρι το 1946 και το 1930,
αντίστοιχα. Ο Κώδικας Γής συνέχισε και μετά το 1946 να ρυθμίζει τα εμπράγματα
δικαιώματα που είχαν αποκτηθεί πριν το έτος εκείνο.
Την
Οθωμανική κυριαρχία ακολούθησε η βρεταννική, από το 1878 μέχρι το 1960. Το 1878
παραχώρησε η Τουρκία την Κύπρο στη Βρεταννία, με τη Συνθήκη της
Κωνσταντινούπολης, της 4.6.1878. Το 1914, η Βρεταννία προσάρτησε την Κύπρο.
Από το
1878 μέχρι το 1935 παρέμεινε σε ισχύ το οθωμανικό δίκαιο, το οποίο όμως
εφάρμοζαν άγγλοι δικαστές με αγγλικούς δικονομικούς κανόνες που είχαν εισαχθεί
στην Κύπρο το 1882. Αυτό σήμαινε ότι πολύ συχνά οι δικαστές προσέφευγαν στο
αγγλικό δίκαιο προκειμένου να καλύψουν πραγματικά ή υποθετικά κενά.
Το 1935
πλέον, το αγγλικό δίκαιο αντικατέστησε επισήμως το Οθωμανικό δίκαιο στην Κύπρο.
Παρά το γεγονός αυτό, διατηρήθηκε η ποικιλία των πηγών του δικαίου. Έτσι,
συνέχισαν να ισχύουν ο Οθωμανικός Κώδικας Γης και ο Ναυτικός Κώδικας.
Αναγνωρίσθηκε η δικαιοδοσία των μουσουλμανικών θρησκευτικών δικαστηρίων
αναφορικά με τα ζητήματα προσωπικής κατάστασης των μουσουλμάνων κατοίκων της
Κύπρου. Αναγνωρίσθηκε η δικαιοδοσία των Επισκοπικών δικαστηρίων και η
νομοθετική εξουσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αναφορικά με τα ζητήματα προσωπικής
κατάστασης των ελλήνων κατοίκων.
Ακόμη
και νόμοι που εισήχθησαν στην Κύπρο από τους βρεταννούς κατ’εκείνη την περίοδο,
διατήρησαν, αν όχι αύξησαν, την ποικιλία του κυπριακού δικαίου. Έτσι, νόμοι για
το δίκαιο των συμβάσεων και για την πώληση αγαθών περιλάμβαναν στοιχεία ινδικού
– αλλά και ινδουιστικού θρησκευτικού – δικαίου, επειδή ήσαν αντιγραφές σχετικών
κωδικοποιήσεων που είχαν γίνει λίγο νωρίτερα στην Ινδία από τους βρεταννούς
αποίκους. Επόμενο ήταν, οι ερμηνευτές των νόμων αυτών να προσφεύγουν και σε
ινδικές δικαιικές πηγές. Επίσης, το κυπριακό δίκαιο της εκ διαθήκης διαδοχής
είχε «δανεισθεί» διατάξεις του ιταλικού Αστικού Κώδικα και το δίκαιο της
οριζόντιας ιδιοκτησίας είχε βασισθεί σε αντίστοιχο ελληνικό νόμο.
ii. Μετά την
ανεξαρτησία
Το 1960
ιδρύθηκε η Δημοκρατία της Κύπρου. Προκειμένου να
μην υπάρξει ρυθμιστικό κενό, λόγω της πολιτικής αυτής μεταβολής, το άρθρο 188
του Συντάγματος όρισε ότι οι νόμοι που εφαρμόζονταν στην Κύπρο μέχρι το 1960,
θα συνέχιζαν να ισχύουν, υπό τον όρο ότι δεν θα ήσαν σε αντίθεση προς το
Σύνταγμα και μέχρι να αντικατασταθούν από νέους νόμους. Οι προ του 1960 νόμοι
αυτοί, οι οποίοι θα συνέχιζαν να ισχύουν, θα ερμηνεύονταν σύμφωνα με το
Σύνταγμα. Εάν θεωρούνταν ότι ήσαν σε αντίθεση προς το Σύνταγμα, θα μπορούσαν σε
ορισμένες περιπτώσεις τα δικαστήρια, να τους ερμηνεύουν και να τους εφαρμόζουν,
τροποποιώντας τους ώστε να είναι σύμφωνοι προς το Σύνταγμα.
Υπερβαίνοντας
τα όσα όριζε το Σύνταγμα, ο νόμος 14 του 1960, όρισε μεταξύ άλλων ότι, εφόσον
δεν προέβλεπε διαφορετικά η εφαρμοστέα νομοθεσία, τα κυπριακά δικαστήρια θα
συνέχιζαν να εφαρμόζουν το αγγλικό common law και τις αρχές της equity. Επειδή δε ο
νόμος αυτός δεν προσδιόριζε χρονικά, θα ήταν δεσμευτικό για τα κυπριακά
δικαστήρια ακόμα και το μετά την ανεξαρτησία διαμορφούμενο common law, υποκείμενο μόνο
στον έλεγχο της συμβατότητάς του με το Σύνταγμα της Κύπρου. Άρα, στην ακραία
της μορφή, η υποχρέωση αυτή σήμαινε ότι, τα κυπριακά δικαστήρια θα έπρεπε να
συμμορφωθούν προς μια απόφαση της Βουλής των Λόρδων, εκδοθείσα μετά το 1960,
ακόμη και αν μεταγενέστερος αγγλικός νόμος είχε ανατρέψει – στην Αγγλία – την
απόφαση εκείνη, αφού από την άλλη μεριά, οι αγγλικοί νόμοι που εκδόθηκαν μετά
το 1960 δεν είναι εφαρμοστέοι στην Κύπρο.
Φαίνεται
όμως, πως εν τέλει το κυπριακό δίκαιο, παρά τον κίνδυνο προσκολλήσεώς του στο
αγγλικό common law, διατήρησε και
ενίσχυσε τον μικτό του χαρακτήρα.
Τα κυπριακά
δικαστήρια εφαρμόζουν αγγλικό common law, μόνον εφόσον
θεωρούν ότι είναι αυτό «κατάλληλο για την Κύπρο». Επίσης, άσκησαν τη δυνατότητα
που του παρείχε το άρθρο 188 του Συντάγματος, και ορισμένους νόμους που είχαν
εκδοθεί πριν το 1960, αντί να αρνηθούν να τους εφαρμόσουν, τους ερμήνευσαν
τροποποιώντας τους, ώστε να είναι σύμφωνοι προς το κυπριακό Σύνταγμα.
Η κυπριακή
νομοθεσία μετά το 1960 απομακρύνθηκε αρκετά από το πνεύμα του common law. Επίσης μειώθηκε
η επιρροή της Αγγλίας στους κυπρίους δικηγόρους. Πολλοί συνεχίζουν να
σπουδάζουν στην Αγγλία, αλλά πολύ περισσότεροι σπουδάζουν στην Ελλάδα, με
αποτέλεσμα να εξοικειώνονται περισσότερο με τα ευρωπαϊκά ηπειρωτικά νομικά
συστήματα.
Στην αρχή, η
γλώσσα που χρησιμοποιούνταν από τα δικαστήρια και τους διαδίκους ήταν η
αγγλική. Βαθμιαία όμως, αντικαταστάθηκε αυτή από την ελληνική και από το 1989
όλες οι αποφάσεις δημοσιεύονται στην ελληνική γλώσσα.
Στα ζητήματα
προσωπικής κατάστασης, συνεχίζουν να έχουν νομοθετική και δικαστική δικαιοδοσία
οι δύο κοινότητες, η χριστιανική και η μουσουλμανική. Άρα, στα ζητήματα αυτά
διατηρείται η ισχύς και του βυζαντινού και του οθωμανικού δικαίου.
Σύμφωνα με το
άρθρο 146 του κυπριακού Συντάγματος, το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου έχει
εξουσία αναθεώρησης των διοικητικών πράξεων και ακυρώσεώς τους, στην περίπτωση
που τις κρίνει αντισυνταγματικές, παράνομες ή ultra vires. Προκειμένου να
κρίνει επ’αυτών των ζητημάτων, το Ανώτατο Δικαστήριο προσφεύγει στην ελληνική
και στη γαλλική νομική θεωρία καθώς και στις αποφάσεις του ελληνικού Συμβουλίου
της Επικρατείας και του γαλλικού Conseil d’Etat. Επειδή δε στο
κυπριακό νομικό σύστημα ισχύει η αγγλική αρχή του stare decisis, δηλαδή της
υποχρεωτικής ισχύος των δικαστικών προηγουμένων, εφόσον οι ανωτέρω αποφάσεις
και οι γνώμες των θεωρητικών υιοθετούνται από το κυπριακό Ανώτατο Δικαστήριο,
καθίστανται δεσμευτικές και για το ίδιο και για τα κατώτερα κυπριακά
δικαστήρια.
Όπως τονίζει ο Συμεωνίδης,
η εξέλιξη του κυπριακού δικαίου, τα «δάνεια» από άλλα δίκαια και η επεξεργασία
του συνόλου από τους κυπρίους δικαστές, κατέστησαν το κυπριακό νομικό σύστημα,
ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα στο Δυτικό νομικό κόσμο, έναν «παράδεισο συγκριτικού
δικαίου».