Translate

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2015

Προστασία πολιτιστικών αγαθών - περιοχή της Παλαιστίνης, τότε και τώρα





Από το βιβλίο μου "Συγκριτικό Δίκαιο και Πολιτιστικά Αγαθά", Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2012, σ. 99-102:

Οθωμανική αυτοκρατορία

Η περίπτωση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ιδιαιτέρως κατά τα τελευταία χρόνια της επιβίωσής της, έχει ενδιαφέρον όσον αφορά στη δικαιική ρύθμιση των αρχαιοτήτων. Επίσης έχει ενδιαφέρον το αν και κατά πόσον επηρέασε τις ρυθμίσεις των κρατών που απελευθερώθηκαν ή σχηματίσθηκαν μετά τη διάλυσή της.
            Το 1874 θεσπίστηκε νόμος, σύμφωνα με τον οποίο αποκτούσε κατ’αρχήν κυριότητα επί νεοανακαλυπτόμενων αρχαιοτήτων το κράτος (η αυτοκρατορία), αλλά συγχρόνως αναγνώριζε ότι θα έπρεπε να κατανέμονται δικαιώματα μεταξύ της κυβέρνησης, του ευρέτη και του ιδιοκτήτη της γης στην οποία είχαν βρεθεί οι αρχαιότητες[1]. Το 1884, θεσπίστηκε νέος νόμος, σύμφωνα με τον οποίο αφενός το κράτος αποκτούσε κυριότητα επί όλων των αντικειμένων που ευρίσκονταν σε ανασκαφές στην Οθωμανική Αυτοκρατορία  και αφετέρου προστατεύονταν οι αρχαιολογικοί χώροι με την απαίτηση απόκτησης άδειας, προκειμένου να γίνουν ανασκαφές.
            Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η επισημαινόμενη δυνατότητα «διπλής ανάγνωσης» του νόμου αυτού: θα μπορούσε να θεωρηθεί είτε ως νόμος αναγνωρίζων κρατική κυριότητα των αρχαιοτήτων, αφού όλων των αρχαιοτήτων την κυριότητα είχε το Εθνικό Μουσείο στην Κωνσταντινούπολη, είτε και ως νομιμοποίηση πολιτιστικού ιμπεριαλισμού, αφού ακριβώς αποκτούσε κυριότητα επί των προερχόμενων από όλες τις περιοχές της Αυτοκρατορίας αρχαιοτήτων[2].
            Γενικά παρατηρείται πως οι νόμοι που είχαν θεσπισθεί σε περιοχές υπό αποικιακή κυριαρχία, επηρέασαν αργότερα – αναπόφευκτα, ίσως – και τους νόμους που θεσπίστηκαν στις κράτη που ανακηρύχθηκαν στις απελευθερωμένες πλέον περιοχές αυτές[3]. Αυτό ισχύει σε μεγάλο βαθμό αναφορικά με τις περιοχές που ήσαν υπό την οποιαδήποτε κυριαρχία της Μεγάλης Βρετανίας.



[1] D. Osman, ‘Occupiers’ Title to Cultural Property: Nineteenth Century Removal of Egyptian Artifacts, 37 Columbia Journal of Transnational Law 969, 990 (1999).
[2] M.M. Kersel, The Trade in Palestinian Antiquities, 33 Jerusalem Quarterly 21, 24 (2008).
[3] P. Gerstenblith, Schultz and Barakat: Universal Recognition of National Ownership of Antiquities, 14 Art Antiquity and Law 21, 23 (2009).



α. Περιοχή της Παλαιστίνης

Η υπό εντολή περιοχή της Παλαιστίνης (Palestine Mandate), περιοχή που τώρα καταλαμβάνουν το Ισραήλ, η Παλαιστίνη και η Ιορδανία, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον όσον αφορά στις αρχαιολογικές έρευνες και στη μεταχείριση των σχετικών ευρημάτων.
Ιδιαίτερη σχέση με τη «γη της Βίβλου» ανέπτυξαν και Χριστιανοί και Εβραίοι και Μουσουλμάνοι προσκυνητές. Ήδη από τον 2ο αιώνα μ.Χ. άρχισαν να φθάνουν στην Παλαιστίνη Χριστιανοί προσκυνητές από διάφορα μέρη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, προκειμένου να περπατήσουν στα μέρη που έζησαν ο Ιησούς και οι Απόστολοι. Η Αγία Ελένη, η μητέρα του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, ήταν από τους πρώτους που προσπάθησαν να εντοπίσουν τις ακριβείς τοποθεσίες των βιβλικών γεγονότων. Με τους πρώτους προσκυνητές άρχισε και ένας μηχανισμός αγοραπωλησίας ιερών αντικειμένων – τμημάτων του Σταυρού, τμημάτων των λειψάνων αγίων, κλπ. – η αξία των οποίων και οι πάμπολλες συγκρουόμενες αξιώσεις περί κατοχής όμοιων λειψάνων οδήγησαν, όπως σημειώνεται, στο να δοθεί ακόμα μεγαλύτερη έμφαση στα ίδια τα αντικείμενα[1].
Οι Μουσουλμάνοι που κατέκτησαν την περιοχή από τον 7ο αιώνα και εντεύθεν, δεν εμπόδιζαν την πρόσβαση στην περιοχή των Χριστιανών προσκυνητών, μέχρι και την καταστροφή της Εκκλησίας του Πανάγιου Τάφου το 1009 από τον Χαλίφη Αλ-Χακίμ. Κατά τη διάρκεια των Σταυροφοριών, στη συνέχεια, αλλά και κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα και της Οθωμανικής περιόδου, κεντρικό θέμα σε πολλές διεθνείς διαμάχες ήταν ο έλεγχος των διαφόρων (ιδιαιτέρως κερδοφόρων) θρησκευτικών τοποθεσιών. Κατά τον 18ο αιώνα ενισχύθηκε το ενδιαφέρον γενικώς για τη ζωή και τις εκφράσεις της κατά την αρχαιότητα και συγχρόνως και η επιθυμία πολλών απόκτησης αρχαίων αντικειμένων, είτε για επιστημονικούς, είτε για θρησκευτικούς, είτε και για συλλεκτικούς λόγους. Η αυξανόμενη ζήτηση ενίσχυσε το εμπόριο αρχαιοτήτων, για το οποίο όμως δεν υπήρχαν συγκεκριμένοι κανόνες ούτε μηχανισμοί κυβερνητικοί προστασίας των πολιτιστικών αγαθών της περιοχής.
Κατά τον 19ο αιώνα, ήταν έντονη η Βρετανική δραστηριότητα στην Παλαιστίνη, η οποία δραστηριότητα εκδηλωνόταν κυρίως σε δύο πεδία, αφενός της ιεραποστολικής δράσης των Ευαγγελικών Προτεσταντών και της αρχαιολογικής έρευνας. Βασικό πλαίσιο αναφοράς τους ήταν η Προτεσταντική Ευαγγελική θεολογία, η οποία ήταν εντόνως αντίθετη στις τελετουργικές πρακτικές και την ιεραρχική οργάνωση του Καθολικισμού και κατ’επέκταση και στις Ανατολικές Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Αυτή η θεολογική προσέγγιση οδήγησε τους Βρετανούς, όπως σημειώνεται, να επικεντρώσουν τις ενέργειές τους στις κοινότητες των Χριστιανών και των Εβραίων, αποκλείοντας τους Μουσουλμάνους. Επιδίωξαν τη συνεργασία με τους ομόδοξους Αμερικανούς και Γερμανούς ενώ αντίθετα οι σχέσεις τους με τους Καθολικούς και τους Ορθοδόξους, κυρίως Γάλλους και Ρώσους, ήταν εχθρικές. Αντίστοιχα, οι Βρετανοί αρχαιολόγοι επικεντρώθηκαν στο Βιβλικό παρελθόν της Παλαιστίνης  και θεώρησαν την Οθωμανική μουσουλμανική ιστορία της ως ελάσσονα και αμελητέα. Η όλη αυτή τοποθέτηση ήταν και το υπόβαθρο για την προβολή εκ μέρους της Βρετανίας πολιτικής διεκδίκησης της Παλαιστίνης, με το επιχείρημα ότι η θρησκεία της ήταν η «καθαρά» Χριστιανική και ότι ήταν αυτή το κράτος που καταλάβαινε τη σημαντικότητα των «Ιερών Τόπων»[2].
Η πρακτική εφαρμογή του ανωτέρω αναφερθέντος νόμου του 1884 ήταν αντικειμενικά αδύνατη, λόγω τεράστιας έκτασης της αυτοκρατορίας και των όχι αρκετών αξιωματούχων που ήσαν επιφορτισμένοι με την επίβλεψη της τήρησης του νόμου. Έτσι, πολλές αλλοδαπές αποστολές αλλά και γηγενείς, παρέβησαν τον νόμο σχεδόν αμέσως μετά τη θέση του σε ισχύ και ένα σύνθετο δίκτυο παράνομης διακίνησης αρχαιολογικού υλικού, δίκτυο που περιλάμβανε τις περιοχές του Λιβάνου, της Ιορδανίας, της Παλαιστίνης και της Συρίας, αναπτύχθηκε και συνεχίσθηκε κατά τη διάρκεια της Εντολής, αλλά και μέχρι σήμερα.
Μετά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, η Παλαιστίνη «παραχωρήθηκε» στη Βρετανία και το 1922 ξεκίνησε το καθεστώς της Εντολής υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών (Palestine Mandate of the League of Nations). Η περίοδος εκείνη συχνά ονομάζεται η «χρυσή εποχή της αρχαιολογίας (Golden Age of Archaeology): η περιοχή της Παλαιστίνης κατέστη ένα από τα πιο δραστήρια κέντρα αρχαιολογικών ανασκαφών στον κόσμο. O Βρετανός αρχαιολόγος John Garstang, ως ο πρώτος Διευθυντής του Τμήματος Αρχαιοτήτων που δημιουργήθηκε, εξέδωσε το 1920 Διάταγμα περί αρχαιοτήτων (Antiquities Ordinance) για την Παλαιστίνη. Ακολούθησε ο νόμος αυτός το πρότυπο του Οθωμανικού σχετικού νόμου (του 1884) - αποκτούσε δηλαδή η κυβέρνηση ιδιοκτησία των αρχαιοτήτων – καθιέρωσε όμως επίσης και ρύθμισε τη δυνατότητα νόμιμου εμπορίου των αρχαιοτήτων που δεν κρίνονταν κατάλληλες για τους «κρατικούς» αποθηκευτικούς χώρους. Ο συνδυασμός αυτός της κρατικής ιδιοκτησίας και της δυνατότητας νόμιμου εμπορίου αρχαιοτήτων διατηρείται μέχρι σήμερα στο Ισραήλ.
Το 1929 θεσπίστηκε  νέο Διάταγμα περί αρχαιοτήτων (Antiquities Ordinance) από τον Ύπατο Αρμοστή (High Commissioner) για την Παλαιστίνη. Αυτό το νομοθέτημα παρέμεινε ως η βασική σχετική νομοθεσία του Ισραήλ και μετά την ανακήρυξή του, το 1948, σε κράτος, ήταν δε η βάση και για όλη τη σύγχρονη νομοθεσία που αφορά στην προστασία των πολιτιστικών αγαθών στο Ισραήλ και στην Παλαιστίνη.



[1] M.M. Kersel, The Trade in Palestinian Antiquities, 33 Jerusalem Quarterly 21, 23 (2008).
[2] L.C. Robson, Archeology and Mission: The British Presence in Ninteenth-Century Jerusalem, 40 Jerusalem Quarterly 5, 6 (2009/10).




β. Η ζήτηση αρχαιολογικών ευρημάτων στη νόμιμη αγορά αυξάνει τη λεηλάτηση των αρχαιολογικών χώρων;

            Ερώτημα επικίνδυνο, με ακόμα πιο επικίνδυνες απαντήσεις. Μελέτη για το θέμα αυτό, που έχει ως επίκεντρο την περιοχή ακριβώς που καταλαμβάνουν σήμερα το Ισραήλ, η Ιορδανία και η Παλαιστίνη, αναφέρεται σε «οιονεί νόμιμη αγορά» (quasi-legal market) αρχαιοτήτων στο Ισραήλ, την οποία προσδιορίζει ως εξής: Αγορά που έχει και παράνομες και νόμιμες όψεις.
Στο Ισραήλ είναι νόμιμη η αγορά και πώληση πολιτιστικών αγαθών από εξουσιοδοτημένους διαπραγματευτές (dealers), εφόσον πρόκειται για αντικείμενα συλλογών σχηματισθεισών πριν το 1978, οπότε και θεσπίστηκε νόμος περί Αρχαιοτήτων, ο οποίος αναγνωρίζει κυριότητα του κράτους επί όλων των αρχαιολογικών ευρημάτων. Και ένα νόμιμα αγορασθέν αρχαιολογικό εύρημα μπορεί να εξαχθεί από το κράτος εφόσον παρασχθεί σχετική άδεια[1].
Μετά τη συμφωνία Παλαιστίνης και Ισραήλ, το 1993, η Ιεριχώ και η Λωρίδα της Γάζας ετέθησαν υπό τον έλεγχο της Παλαιστινιακής Αρχής. Το 1994 και 1995, η Παλαιστινιακή Αρχή απέκτησε δικαιοδοσία επί περιοχών της Δυτικής Όχθης. Η Συμφωνία του Όσλο ΙΙ προέβλεπε σταδιακή μεταβίβαση ευθύνης ως προς την αρχαιολογία, από την Πολιτική Διοίκηση του Ισραήλ στην Παλαιστινιακή Αρχή× ιδρύθηκε δε Παλαιστινιακή διεύθυνση αρχαιοτήτων.
Το 1996, η Παλαιστίνη απαγόρευσε το νόμιμο εμπόριο αρχαιοτήτων στις υπό τη δικαιοδοσία της περιοχές. Το 2003, ένα 5ο σχέδιο νόμου της Παλαιστινιακής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων, για την πολιτιστική και φυσική κληρονομιά, θεωρήθηκε ως κάπως αόριστο όσον αφορά στο ζήτημα της εθνικής πολιτιστικής περιουσίας και του νόμιμου εμπορίου αρχαιοτήτων.



[1] Υποστηρίζεται ότι η υποθετικά νόμιμη αγορά αρχαιοτήτων στο Ισραήλ είναι στην πραγματικότητα οιονεί νόμιμη, διότι πολύ συχνά, αρχαιολογικά ευρήματα παράνομων ανασκαφών στο Ισραήλ και στην Παλαιστίνη πωλούνται, μετά από μια διαδικασία «ξεπλύματος», σε νομίμως εξουσιοδοτημένους χώρους και στη συνέχεια αποκτούν άδεια νόμιμης εξαγωγής από το Ισραήλ, βλ. και M.M. Kersel, Transcending Borders: Objects on the Move, 3 Arcaeologies: Journal of the World Archaeological Congress 81, 82 & σημ. 1 ( 2007).



Η πρώτη φωτογραφία είναι από το Μουσείο Μπενάκη και οι άλλες τρεις από τον Εθνικό Κήπο - όλες προχθεσινές.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου