Translate

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

Ερμηνεία δικαίου - ερμηνεία τέχνης

Δεν είναι υπέροχη η φωτογραφία - ή μάλλον αυτό που απεικονίζεται;! Κοιτάξτε πώς καθρεφτίζεται η φύση στο νερό!! Στην αρχιτεκτονική του τοπίου είναι άφθαστοι οι Ιάπωνες, νομίζω.

Αυτή η ανάγκη να διευθετούν αρχιτεκτονικά τον περιβάλλοντα κόσμο - με απόλυτο σεβασμό στη φύση πάντα, αντίθετα από την κυριαρχική αντιμετώπιση αυτής από τους "Δυτικούς" - δεν είναι φυσικό να αντανακλάται κατά κάποιον τρόπο και στο δίκαιό τους;

Αν και το δίκαιό "τους", ήδη από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα έχει υποστεί τόσες και τέτοιες επεμβάσεις, μεταλλάξεις, μεταφυτεύσεις (συγγενείς αλλά όχι ταυτόσημες ως προς το περιεχόμενό τους λέξεις, όταν μιλάμε για το δίκαιο), κλπ. Με απασχολεί συχνά η περιοχή αυτή (και όχι μόνο αυτή!) όσον αφορά στη διαμόρφωση του δικαίου της, έχω γράψει και στους "Σταθμούς" και στο "Συγκριτικό Δίκαιο και Πολιτιστικά Αγαθά" και συνεχίζω να γράφω.

Αλλάζουν οι εποχές, μεταβάλλονται οι αντιλήψεις, πάντα όμως μένει ένας [σκληρός;] πυρήνας και στο δίκαιο και στην τέχνη, που φέρει και μεταφέρει την ιστορική πορεία ανθρώπινων κοινοτήτων, διαφοροποιώντας τις αλλά και (γι'αυτό) καθιστώντας τον κόσμο "πλουσιότερο" σε θεωρήσεις ζωής, σε θεωρήσεις του ίδιου του κόσμου.

Δεν είναι πάντα σαφή όλα, συχνά χρειάζονται ερμηνεία προκειμένου να αποκαλυφθούν τα νοήματα.

                                                                         Κυότο, 2005




                                        ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΔΙΚΑΙΟΥ – ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΕΧΝΗΣ*

                                                            Ελίνα Ν. Μουσταΐρα


 

Δίκαιο – φυσικές επιστήμες


            Οι φυσικές επιστήμες αποτελούσαν το ιδεώδες στο οποίο έτεινε η νομική επιστήμη στο παρελθόν, όταν υποστηριζόταν συγχρόνως με τρόπο απόλυτο η αυτονομία του δικαίου. Συνεχίζουν να ασκούν γοητεία και σήμερα εν μέρει, λόγω του ότι μπορούν να παρουσιάσουν συγκεκριμένα και πειστικά εν πολλοίς αποτελέσματα. Το βασικό όμως πρόβλημα γίνεται φανερό ήδη από τον λόγο που χρησιμοποιούν οι φυσικές επιστήμες: είναι βασικά περιγραφικός (descriptive) μάλλον, παρά διατακτικός (prescriptive). Ξεκινά με την παραδοχή ότι υπάρχει ένας πραγματικός κόσμος «εκεί έξω», εκτός της εμβέλειας του συνειδητού ανθρώπινου ελέγχου.
            Η νομική επιστήμη διαφέρει από τις φυσικές επιστήμες κατά το ότι εκφράζεται με τρόπο διατακτικό. Στη σύγχρονη ιδιαίτερα εποχή, οι νομικοί θεωρούν ότι το δίκαιο αποτελεί προϊόν συνειδητών αποφάσεων εκ μέρους της νομοθετικής και δικαστικής εξουσίας, κυρίως, στις δυτικές κοινωνίες, αλλά και άλλων πηγών σε άλλες κοινωνίες. Άρα, δεν πρόκειται για μια παγιωμένη πραγματικότητα, παρά για μια συνεχή διαδικασία μέσω της οποίας άνθρωποι σε διάφορες θέσεις λαμβάνουν αποφάσεις. Δηλαδή, «το δίκαιο δημιουργείται, δεν ανακαλύπτεται»[1].
            Μέχρι ένα σημείο μπορεί να χρησιμεύσουν οι φυσικές επιστήμες στο δίκαιο – ίσως σε κάποιες μεθόδους. Από εκεί και πέρα, χρήσιμοι σύμμαχοι φαίνονται η θεωρία της τέχνης και η ίδια η τέχνη. Παρ’ ό,τι αδυνατούν να παράσχουν πρόβλεψη και γενίκευση, όρους σημαντικούς στο δίκαιο, όμως παρέχουν άλλα εργαλεία - η ερμηνεία και επανερμηνεία στον χρόνο, έργων και λέξεων σε διάφορες εποχές είναι ίσως το σημαντικότερο. Αντιστοιχεί αυτό σε μεγάλο βαθμό, στην άποψη που είχε ο δικαστής Benjamin Cardozo για το δίκαιο: «Το δίκαιο ορίζει μια σχέση όχι πάντα μεταξύ καθορισμένων σημείων, παρά συχνά, συχνότατα πράγματι, μεταξύ σημείων μεταβαλλόμενης θέσης»[2].

Πολιτισμική στροφή στις νομικές σπουδές


            Η πολιτισμική στροφή λοιπόν στις νομικές σπουδές ήταν αναπόφευκτη.  Έτσι, οι νομικοί άρχισαν να χρησιμοποιούν μεθόδους έρευνας οι οποίες δίνουν έμφαση στον τρόπο με τον οποίο οι απλοί – μη νομικοί – άνθρωποι περιγράφουν ή χρησιμοποιούν το δίκαιο όταν «μιλάνε» με κάποιον τρόπο για τον εαυτό τους. Επίσης όμως οι μέθοδοι αυτές δίνουν μεγάλη προσοχή και στο πώς αναφέρονται στο δίκαιο οι ίδιοι οι νομικοί, δικαστές ή θεωρητικοί, καθώς και στις πιθανές επιρροές που κατευθύνουν τις προσωπικές επιλογές γενικά όλων των ανθρώπων.
            Η πολιτισμική ανάλυση του δικαίου, δηλαδή, υποδηλώνει ότι το δίκαιο λειτουργεί εν πολλοίς επηρεάζοντας τρόπους σκέψης μάλλον, παρά καθορίζοντας τη συμπεριφορά σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Διεισδύει το δίκαιο στις κοινωνικές πρακτικές, διαμορφώνει συνειδήσεις και γίνεται με τη σειρά του συστατικό πολιτισμού, «τμήμα των πολιτισμικών διαδικασιών που συμβάλλουν ενεργά στη σύνθεση των κοινωνικών σχέσεων».
            Έτσι, η πολιτισμική μελέτη του δικαίου αποκαλύπτει τη «σημαίνουσα ισχύ του δικαίου και την ισχύ του δικαίου επί της σημασίας». Μας καλεί να παραδεχθούμε, αφενός ότι το νόημα του δικαίου βρίσκεται και εφευρίσκεται στην ποικιλία των πρακτικών που συνθέτουν τον πολιτισμό, αφετέρου ότι και αντίστροφα οι πρακτικές αυτές περικλείονται εν μέρει σε διάφορες εκφράσεις του δικαίου. Η ανάγνωση αυτή των καθημερινών πολιτισμικών μορφών είναι μια σύνθετη ερμηνευτική εργασία.[3]

Ερμηνεία


            Το δίκαιο ερμηνεύεται. Είναι όμως το δίκαιο μια «ερμηνευτική επιχείρηση» (interpretive enterprise), όπως υποστηρίζει ο Ronald Dworkin, μια από τις μεγαλύτερες μορφές των τελευταίων χρόνων στην αμερικανική φιλοσοφία του δικαίου; Πιστεύει αυτός ότι η ερμηνεία επιδιώκει να επιτύχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα από το ερμηνευόμενο υλικό. Ότι ο τρόπος που επιλέγουμε μεταξύ δύο ερμηνειών ενός λογοτεχνικού έργου είναι, επισημαίνοντας ποια ερμηνεία παρουσιάζει το έργο καλύτερο, συνεκτικότερο, αισθητικά πιο ευχάριστο. Κατά τον ίδιο τρόπο πιστεύει ότι θα πρέπει να επιλέγεται και η ερμηνεία των νόμων και του Συντάγματος, με τη διαφορά ότι τα κριτήρια σύγκρισης, αντί για αισθητικά θα πρέπει να είναι πολιτικά – φιλοσοφικά[4]. Αυτές οι απόψεις του, βέβαια, είναι που τον κατέστησαν στόχο των οπαδών της Κριτικής Θεώρησης του Δικαίου (Critical Legal Studies), για τους οποίους μια τέτοια ερμηνευτική προσέγγιση ευθύνεται για την παραπλάνηση των διοικουμένων από τη διοίκηση, η οποία συχνά χρησιμοποιεί φαινομενικά «αθώες», διπλού νοήματος όμως στην πραγματικότητα φράσεις[5].
            Αναρωτιέται επίσης ο Dworkin, αν και η καλλιτεχνική ερμηνεία είναι αναπόφευκτα ζήτημα ανακάλυψης των προθέσεων του εκάστοτε δημιουργού. Και είναι άραγε αυτή ανακάλυψη των προθέσεων ενός δημιουργού, μια πραγματική διαδικασία ανεξάρτητη από τις αξίες του ίδιου του ερμηνευτή; O Gadamer υποστήριξε ότι η ερμηνεία θα πρέπει να εφαρμόζει μια πρόθεση. Η ίδια η λέξη «πρόθεση» (intention) δεν είναι απλή, είναι πολυσύνθετη και αρκετά προβληματική, δηλώνει μια συνειδητή διανοητική κατάσταση. Κατά τον Dworkin, ακόμα και αν απορρίψουμε τη θέση ότι η δημιουργική ερμηνεία στοχεύει στην ανακάλυψη μιας συγκεκριμένης ιστορικής πρόθεσης, και πάλι η έννοια της πρόθεσης αποτελεί το υπόβαθρο όλων των ερμηνευτικών αξιώσεων. Εννοεί, δηλαδή, ότι η ερμηνεία έχει εκ φύσεως κάποιο σκοπό: Προτείνει έναν τρόπο θεώρησης αυτού που ερμηνεύεται, είτε είναι αυτό μια κοινωνική πρακτική ή παράδοση είτε είναι ένα λογοτεχνικό κείμενο ή πίνακας ζωγραφικής. Απαιτείται, κατ’αυτόν, η πρόθεση ως υπόβαθρο, ακόμα και όταν το ερμηνευόμενο υλικό είναι μια κοινωνική πρακτική, ακόμα και όταν δηλαδή δεν υπάρχει κάποιος ιστορικός δημιουργός του οποίου η ιστορική σκέψη και πρόθεση να εξερευνηθεί[6].

Ερμηνεία τέχνης


            Μιλώντας ειδικά για την ερμηνεία της τέχνης, ο Arthur Danto, ο μεγάλος θεωρητικός της τέχνης, παίρνει τελείως διαφορετική θέση και τονίζει ότι θεωρεί τις ερμηνείες ως λειτουργίες που μετασχηματίζουν τα υλικά αντικείμενα σε έργα τέχνης. Η ερμηνεία, λέει, είναι στην πραγματικότητα ο μοχλός που υπερυψώνει ένα αντικείμενο έξω από τον πραγματικό κόσμο και το τοποθετεί στον κόσμο της τέχνης. Κατ’αυτόν, μόνο μέσω μιας ερμηνείας καθίσταται ένα υλικό αντικείμενο έργο τέχνης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η έννοια του έργου τέχνης είναι σχετική.
            Θεωρεί σωστή ερμηνεία του αντικειμένου ως έργου τέχνης, αυτή που προσεγγίζει περισσότερο την ερμηνεία του ίδιου του καλλιτέχνη. Η «σύμπτωση των ερμηνειών» (coinciding interpretations), πιστεύει, είναι αυτό που θα έπρεπε να στοχεύουμε, παρά να προσπαθούμε να ανακαλύψουμε ποιες είναι οι προθέσεις των καλλιτεχνών – δημιουργών. Αντιπαραθέτει δε, τη δική του άποψη περί ερμηνείας των έργων τέχνης με εκείνη στην οποία επιτίθεται η Suzan Sontag. Η θεωρία ερμηνείας του Danto είναι «συστατική» (constitutive), αφού ένα αντικείμενο αποτελεί έργο τέχνης μόνο σε σχέση με μια ερμηνεία. Η ερμηνεία, δηλαδή, κατ’αυτή την έννοια είναι μεταμορφωτική. Οι ερμηνείες τις οποίες απεχθάνεται η Sontag, είναι επεξηγηματικές, αντιμετωπίζουν τα έργα ως σημεία, συμπτώματα, εκφράσεις ύστατης ή λανθάνουσας πραγματικότητας, καταστάσεις που απαιτούν από τον ερμηνευτή να κατέχει κάποιο είδος κώδικα, όπως π.χ. ψυχαναλυτικό, πολιτισμογραφικό, σημειωτικό. Στην πραγματικότητα, λέει ο Danto, οι ερμηνευτές τους οποίους περιφρονεί η Sontag, αντιμετωπίζουν το έργο τέχνης επιστημονικά, και αυτό έχει ως συνέπεια άπειρο αριθμό επιστημονικών προοπτικών υπό τις οποίες μπορεί να θεωρηθεί ένα έργο τέχνης. Η δική του θεωρία δεν είναι στο πνεύμα της επιστήμης, παρά στο πνεύμα της φιλοσοφίας. Εφόσον είναι οι ερμηνείες αυτές που φτιάχνουν τα έργα τέχνης, δεν υπάρχουν αυτά χωρίς τις ερμηνείες αυτές, τα έργα δε είναι κακοφτιαγμένα όταν η ερμηνεία είναι λανθασμένη[7].
            Οι θέσεις του αυτές, ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσες, έχουν προκαλέσει και έντονες αντιδράσεις. Οπωσδήποτε θα πρέπει να λάβουμε υπόψη την έννοια που δίνει στην ερμηνεία, πάντως το να δεχθούμε ότι το έργο τέχνης καθίσταται τέτοιο μέσω της ερμηνείας ενός οποιουδήποτε αντικειμένου, προβληματίζει αρκετά. Συγγενεύει άραγε η θέση του αυτή με εκείνη του Χάιντεγκερ, ο οποίος έλεγε ότι το έργο τέχνης είναι κάτι άλλο πέραν της ιδιότητας του πράγματος, ότι είναι «αυτό το άλλο» που διαμορφώνει το καλλιτέχνημα; Έλεγε συγκεκριμένα ότι «το έργο τέχνης είναι μεν ένα ολοκληρωμένο πράγμα, αλλά λέει και κάτι άλλο απ’ό,τι το ίδιο το απλό πράγμα, άλλο αγορεύει». Φανερώνει το άλλο, είναι αλληγορία, σύμβολο[8].

Λογοτεχνική ερμηνεία – ερμηνεία δικαίου


            Ας δούμε τι έχει υποστηριχθεί από κάποιους σχετικά με τη λογοτεχνική ερμηνεία καθώς και τη σχέση της με την ερμηνεία δικαίου. Και οι κριτικοί λογοτεχνίας και οι νομικοί που μελετούν κείμενα νόμων ή δικαστικές αποφάσεις ακολουθούν μια διαδικασία ερμηνείας, επιχειρούν να ανακαλύψουν το νόημα ενός προϋπάρχοντος κειμένου. Μια προσέγγιση είναι αυτή που μοιάζει με εκείνη του Dworkin, η προσπάθεια, δηλαδή, να διακρίνει κανείς την πρόθεση του δημιουργού του κειμένου. Υπάρχουν όμως και αρκετές άλλες δυνητικές προσεγγίσεις: να υπολογισθεί, είτε η επιρροή του κειμένου στον αναγνώστη του είτε η γκάμα περισσότερων δυνατών νοημάτων, είτε η διάδρασή του με μια μεγαλύτερη σειρά κοινωνικών πρακτικών. Όλες αυτές οι προσεγγίσεις φαίνονται κοινές και στη νομική επιστήμη και στη λογοτεχνική κριτική.
            Υπάρχει όμως, κατά μια άποψη, όχι απαραίτητα πολύ πειστική, και μια βασική διαφορά στον σκοπό των δύο αυτών κλάδων. Κατά την άποψη αυτή, ενώ η νομική επιστήμη εκφράζεται με τρόπο διατακτικό, δεν ισχύει το ίδιο στη λογοτεχνική κριτική. Το επιχείρημα που χρησιμοποιείται προς υποστήριξη αυτής της θέσης, είναι ότι ο κριτικός λογοτεχνίας δεν απευθύνεται στον συγγραφέα με οδηγίες πώς να δημιουργήσει πιο ρεαλιστικούς χαρακτήρες ή πως να συνθέσει μια καλύτερη πλοκή, όπως αντίθετα κάνουν οι θεωρητικοί του δικαίου, δίνοντας οδηγίες στους δικαστές για το πώς να ερμηνεύσουν ένα δικαστικό προηγούμενο, πώς να συντάξουν τον συλλογισμό τους για να οδηγηθούν στο δια ταύτα. Το επιχείρημα μάλλον είναι σαθρό. Δεν ισχύει πάντα, ούτε το ότι οι θεωρητικοί του δικαίου δίνουν οδηγίες με τα κείμενά τους, ούτε το ότι οι κριτικοί λογοτεχνίας δεν δίνουν οδηγίες στον συγγραφέα. Από την άλλη πλευρά, είναι πλέον ή σαφές ότι οι κριτικοί λογοτεχνίας δίνουν οδηγίες στους αναγνώστες για το πώς να προχωρήσουν στην ανάγνωση των λογοτεχνικών κειμένων. Σύμφωνα δε με τη μοντέρνα ερμηνευτική θεωρία, η λογοτεχνική κριτική μάλλον βοηθά τους αναγνώστες να κατασκευάσουν το νόημα των κειμένων, παρά αποκαλύπτει πραγματικά, προϋπάρχοντα νοήματα[9].
            Φαίνεται λοιπόν, πως δεν υπάρχουν και τόσες διαφορές μεταξύ της ερμηνείας δικαίου και της ερμηνείας λογοτεχνικών κειμένων – ή της τέχνης γενικότερα.

Διαμάχες ως προς την ερμηνεία των ισλαμιστών του 11ου αιώνα

            Σε σχέση με τις διαμάχες των γλωσσολόγων του 20ου αιώνα για την ερμηνεία των κειμένων, μεταξύ άλλων, εκπληκτικό ενδιαφέρον έχει εδώ να αναφερθούμε σε μια πολύ προγενέστερη «ανάλογη» διαμάχη, στο πλαίσιο εντελώς διαφορετικού πολιτισμικού περιβάλλοντος. Στη διάρκεια του 11ου αιώνα στην Ανδαλουσία (Κόρδοβα), υπήρχε μια Σχολή ισλαμιστών φιλοσόφων της γραμματικής, οι οποίοι ανήκαν στη Σχολή των Ζαχιριτών. Οι Ζαχιρίτες - το όνομα των οποίων προέρχεται από την αραβική λέξη που σημαίνει καθαρό, προφανές – υποστήριζαν ότι οι λέξεις έχουν μόνον ένα επιφανειακή νόημα, που καθορίζεται από την κάθε συγκεκριμένη περίσταση, καθώς και την ιστορική και θρησκευτική κατάσταση. Ανταγωνιστές αυτών ήσαν όσοι ανήκαν στη Σχολή των Μπατινιστών – από τη λέξη Μπατίν, που δηλώνει το εσωτερικό. Οι τελευταίοι υποστήριζαν ότι το νόημα στη γλώσσα κρύβεται μέσα στις λέξεις, άρα το νόημα εξάγεται ως αποτέλεσμα μιας εξήγησης, ερμηνείας των λέξεων, μιας αναζήτησης στο εσώτερη φύση των λέξεων.
            Η προέλευση και των δύο Σχολών ανάγεται στον τρόπο ανάγνωσης του ιερού τους Κειμένου, του Κορανίου και στο πώς αυτό το μοναδικό γεγονός – αντίθετα από τη Βίβλο, το Κοράνι είναι γεγονός – πρέπει να διαβάζεται, να κατανοείται, να μεταδίδεται, και να διδάσκεται από τις μετέπειτα γενιές των πιστών. Οι Ζαχιρίτες της Κόρδοβας  καταδίκασαν τις υπερβολές των Μπατινι τών, υποστηρίζοντας ότι η γραμματική – στα αραβικά ναχού – είναι πρόσκληση για την εξαγωγή νοημάτων σε ατομικές περιπτώσεις, από κείμενο θεϊκά δοσμένο και άρα αμετάβλητο, σταθερό. Σύμφωνα με τον Ιμπν Μαντα’ αλ-Κουρτομπι, ήταν απαράδεκτο να συνδέεται η γραμματική με μια λογική κατανόησης, αφού η γραμματική ως επιστήμη προϋπέθετε, συχνά και δημιουργούσε αναδρομικά, ιδέες περί της χρήσης και του νοήματος των λέξεων που υπονοούσαν ότι υπήρχε ένα κρυμμένο επίπεδο πίσω από τις λέξεις, προσιτό μόνο στους μυημένους. Από τη στιγμή που φθάνει κάποιος σε αυτό το επίπεδο, όλα είναι επιτρεπτά μέσω της ερμηνείας: δεν μπορεί τότε να υπάρχει αυστηρό νόημα, ούτε έλεγχος για το τι στην πραγματικότητα λένε οι λέξεις, ούτε ευθύνη απέναντι στις λέξεις. Η προσπάθεια των Ζαχιριτών, όπως αναφέρει ο Σαΐντ, ήταν να αποκαταστήσουν ορθολογικά ένα σύστημα αναγνώσεως των κειμένων, στο οποίο σύστημα η προσοχή εστιαζόταν στις συγκεκριμένες κάθε φορά λέξεις, στις συγκεκριμένες κάθε φορά περιστάσεις, και όχι στα κρυμμένα νοήματα που μπορεί αργότερα να υποστηριζόταν ότι περιείχαν. Ειδικά οι Ζαχιρίτες της Κόρδοβας προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα σύστημα ανάγνωσης που θα έθετε τον αναγώστη υπό εξαιρετικά στενό έλεγχο. Το έκαναν αυτό μέσω μιας θεωρίας περί του τι είναι ένα κείμενο.
            Είναι ενδιαφέρον ότι η διαμάχη αυτή μεταξύ των δύο Σχολών είχε την προέλευσή της στο Κοράνι, ένα ιερό κείμενο του οποίου το κύρος οφείλεται στο ότι είναι ο μη δημιουργημένος λόγος του Θεού, άμεσα και μονομερώς μεταδοθείς σε έναν Απεσταλμένο να δώσει τα μηνύματα (Messenger) σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Αντίθετα, στην Ιουδαιο-Χριστιανική παράδοση, το κέντρο της οποίας είναι η Αποκάλυψη, τα κείμενα δεν περιορίζονται σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή θείας παρέμβασης, ως αποτέλεσμα της οποίας να είναι ότι ο Λόγος του Θεού εισέρχεται στον κόσμο. Στην παράδοση αυτή, ο Λόγος εισέρχεται συνεχώς στην ανθρώπινη ιστορία, σε όλη τη διάρκειά της, αποτελώντας τμήμα της ιστορίας αυτής.
            Αφού λοιπόν το Κοράνι είναι το αποτέλεσμα ενός μοναδικού γεγονότος, επόμενο είναι η καταγραφή του στις λέξεις ενός κειμένου, αλλά και η ίδια η γλώσσα του και η μορφή του να αντιμετωπίζονται ως σταθερά και πλήρη. Η γλώσσα του κειμένου είναι η αραβική, η οποία κατά συνέπεια καθίσταται προνομιούχα, και το όχημά του είναι ο Προφήτης Μωάμεθ, επίσης προνομιούχος. Ένα τέτοιο κείμενο μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει απόλυτα καθορισμένη σημασία και άρα δεν μπορεί να γίνει αναφορά σε κάποια ιδιαίτερη ερμηνεία. Αυτό όμως προσπάθησαν να κάνουν οι Μπατινίστες – ίσως, κατά μια άποψη, υπό την επιρροή των Ιουδαιο-Χριστιανικών επιρροών.
            Η θεωρία των Ζαχιριτών, περί του τρόπου ανάγνωσης ενός κειμένου, είναι εξαιρετικά σύνθετη, σημειώνει δε ο Σαΐντ, ότι δεν φαίνεται κάποια ιδιαίτερη επιρροή της στη Δυτικοευρωπαϊκή λογοτεχνία από την εποχή της Αναγέννησης, αλλά ίσως ούτε και στην Αραβική λογοτεχνία από τον Μεσαίωνα. Αυτό όμως που του φαίνεται εκπληκτικά ενδιαφέρον είναι ότι η θεωρία αυτή αποτελεί μια πολύ συγκεκριμένη θέση για τη θεώρηση ενός κειμένου ως σημαίνουσας μορφής, εντός της οποίας εσωματώνονται λέξεις, περιστάσεις, ιστορική τυχαιότητα. Το κείμενο, δηλαδή, θέτει περιορισμούς στον ερμηνευτή και στην ερμηνεία του, όχι επειδή η κατάσταση την οποία εκφράζει είναι κρυμμένη μέσα στο κείμενο ως μυστήριο, παρά επειδή η κατάσταση αυτή παρουσιάζεται με συγκεκριμένο τρόπο από το ίδιο το κείμενο. Πρόκειται, λέει ο Σαΐντ, για μια φιλοδοξία από την πλευρά και των συγγραφέων και των αναγνωστών, να θεωρήσουν τα κείμενα ως αντικείμενα των οποίων η ερμηνεία έχει ήδη αρχίσει. Τέτοιου είδους κείμενα μπορούν μετά την ολοκλήρωσή τους να θεωρηθούν ότι έχουν ανάγκη το πολύ συμπληρωματικών, και σίγουρα όχι πρόσθετων, αναγνώσεων[10].

Συμπέρασμα: Ταυτότητα καλλιτεχνικού και κοινωνιολογικού νοήματος


            Από τις πιο ενδιαφέρουσες δηλώσεις – διαπιστώσεις σχετικά με το πώς εκφράζεται η κάθε ιστορική εποχή, είναι αυτή του ισπανού φιλοσόφου Ortega y Gasset. Λέει λοιπόν αυτός ότι «είναι εκπληκτική και μυστηριώδης η συμπαγής αλληλεγγύη» των διαφόρων εκδηλώσεων της κάθε ιστορικής εποχής μεταξύ τους. Αναφέρεται βασικά στις διάφορες μορφές τέχνης, όμως κάλλιστα μπορεί η σκέψη του αυτή να επεκταθεί και να περιλάβει όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας, άρα και το δίκαιο. Ανακαλύπει ταυτόσημη έμπνευση και ίδιο «βιολογικό ύφος» ως ώθηση στις τέχνες. Χωρίς να το παίρνει είδηση, όπως λέει, ο νεαρός μουσικός φιλοδοξεί με ήχους να κάνει πραγματικότητα τις ίδιες ακριβώς αισθητικές αξίες όπως και οι σύγχρονοί του ζωγράφοι, ποιητές και δραματουργοί. Και αυτή η ταυτότητα καλλιτεχνικού νοήματος έχει αναγκαστικά ταυτόσημες κοινωνιολογικές συνέπειες[11].






* Έχει δημοσιευθεί στο Ε.Ν.Μουσταΐρα, Σχέση δικαίου και τέχνης, Εκδόσεις Αντ.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2006, σ. 81-93.
[1] E.L. Rubin, Law and the Methodology of Law, Wisconsin Law Review 1997, 521, 524-525.
[2] W.C. Dimock, Rules of Law, Laws of Science, 13 Yale Journal of Law and the Humanities 203, 225 (2001).
[3] A. Sarat/J. Simon, Beyond Legal Realism?: Cultural Analysis, Cultural Studies, and the Situation of Legal Scholarship, 13 Yale Journal of Law & the Humanities 3, 8, 19, 21 (2001).
[4] Ε. Μουσταΐρα, Η εξέλιξη του Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Παράδοση – Επανάσταση – Αντεπανάσταση, Αθήνα 1996, 75.
[5] Ε. Μουσταΐρα, Critical Legal Studies (Κριτική Θεώρηση του Δικαίου), Ελληνική Δικαιοσύνη 44 (2003) 1519, 1521-1522.
[6] R. Dworkin, Law’s Empire, 55, 59-60.
[7] A.C. Danto, The Philosophical Disenfranchisement of Art, 2005, 39, 44-45.
[8] M. Heidegger, Der Ursprung des Kunstwerkes, 10.
[9] E.L. Rubin, Wisconsin Law Review 1997, 528-531.
[10] E.W. Said, The World, the Text, and the Critic, Cambridge, Mass. 1983, 36-39.
[11] J. Ortega y Gasset, La deshumanización del arte y otros ensayos de estética, 12ma ed., Madrid 2005, 48.


            Ο υπέροχος Ναός του Ποσειδώνα στο Σούνιο, φωτογραφίες του 2004 (ή 2005;...)






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου