Translate

Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2013

Τουρισμός: Πολιτισμός;

Σας έχω πει ότι ταξίδια "αναψυχής" κάνω σπάνια - και επαναλαμβάνω ότι δεν επαίρομαι γι'αυτό... Οι συνθήκες της ζωής μου συχνά με αναγκάζουν να μην ξεκουράζομαι καθόλου. Επίσης, λόγω χαρακτήρα, όταν αναλαμβάνω συγγραφικές υποχρεώσεις (εισηγήσεις σε συνέδρια, άρθρα σε περιοδικά, εκθέσεις σε υπουργεία, κλπ.) δεν ησυχάζω αν δεν εξαντλήσω, ει δυνατόν, την υπάρχουσα - ή, μάλλον, την με οποιονδήποτε τρόπο προσιτή σε μένα - βιβλιογραφία (μάλλον εμένα εξαντλώ!!), οπότε, όπως καταλαβαίνετε, διάβασμα - γράψιμο αποτελούν μια αέναη διαδικασία της ζωής μου.

Όταν παραζορίζομαι, ..απειλώ (αορίστως!) ότι στο άμεσο μέλλον θα γίνω party animal, αλλά προφανώς αυταπατώμαι οικτρά!!

Οφείλω όμως να πω ότι τις ελάχιστες στιγμές ανάπαυλας, κατά τη διάρκεια ταξιδιών για συνέδρια, συνδιασκέψεις, έρευνα, κλπ., τις αξιοποιώ στο έπακρο. Ευτυχώς ακόμα η ...ηλικία μου και η βουλιμική ως προς τα της τέχνης διάθεση μου επιτρέπουν να ...καλπάζω, προκειμένου να προλάβω να δω μουσεία, χώρους πολιτισμού, καταστήματα με cd (είπαμε, η μουσική έχει κορυφαία θέση στη ζωή μου!), αλλά και να περπατώ στους δρόμους - σχεδόν πάντα πηγαίνω περπατώντας στους χώρους των συνδιασκέψεων ή των συνεδρίων, ακόμα και όταν είναι πολύ μακριά, εντασσόμενη έτσι στην καθημερινότητα της ζωής του κάθε κράτους. Έχω, δηλαδή, την - ίσως - ψευδαίσθηση ότι αποτελώ μέλος της ..γηγενούς κοινωνίας. Δηλαδή, έχω φύσει και θέσει τις απαραίτητες για τους συγκριτικολόγους περιέργεια και διάθεση διανοητικής αλλά και απτής απορρόφησης των τεκταινομένων και των νομικών ρυθμίσεών τους σε κάθε περιοχή του κόσμου.

Αγαπώ πάρα πολύ και το κατωτέρω κείμενο, με είχε "παιδέψει" αρκετά η συγγραφή του. Κάποιοι από εσάς το έχετε ήδη δει, είτε στο βιβλίο είτε στο http://savigny.ethemis.gr/. Όπως έλεγα όμως και χθες, νομίζω, χαίρομαι να τα έχω συγκεντρωμένα εδώ όλα τα αγαπημένα μου κείμενα. Ελπίζω κάποια στιγμή να βρω τον τρόπο να μεταφέρω και παλαιότερα κείμενα που είναι σε δισκέτες - παλαιά τεχνολογία, δηλαδή!

        Τολέδο, 2001. Διεθνές συνέδριο οικογενειακού δικαίου, σας έχω ξαναμιλήσει γι'αυτό.



Χρειάζεται να πω πού πλησιάζει το πλοίο;! Θυμάμαι ότι είχαμε βγει από τις 4 ή 5 τα ξημερώματα στο κατάστρωμα (το πλοίο ταξίδευε πάντα νύχτα), για να δούμε το πέρασμα των στενών των Δαρδανελλίων, το πέρασμα του Ελλησπόντου. Και - φαίνεται από το πόσο έχω συρρικνωθεί! - έκανε φοβερή υγρασία και κρύο. Όμως η συγκίνηση πολύ μεγάλη... Σεπτέμβριος 1997... Αξέχαστο ταξίδι.


Λουξεμβούργο, Φεβρουάριος 2007, κάστρο του Vianden: υπέροχη εκδρομή στον ιστορικό αυτό χώρο του κράτους, μια Κυριακή, ανάμεσα στις δύο εβδομάδες της Διπλωματικής Συνδιάσκεψης (σας έχω μιλήσει σε προηγούμενη ανάρτηση), εκδρομή οργανωθείσα από τον καταπληκτικό Γ.Γ. (τότε) του Υπουργείου Εξωτερικών Georges Santer (και για αυτόν σας έχω μιλήσει).


    ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ*

                                                Ελίνα Ν. Μουσταΐρα
                       

Ο τουρισμός ως πεδίο έρευνας

Ο τουρισμός ως οργανωμένη δραστηριότητα εμφανίσθηκε κατά τα μέσα του 19ου αιώνα, σε μια περίοδο έντονων κοινωνικών, οικονομικών και τεχνολογικών μετασχηματισμών[1].
Μέχρι τη δεκαετία του 1960 ήσαν λίγοι αυτοί που είχαν την ευκαιρία να κάνουν ένα ταξίδι «αναψυχής». Άρχισαν τότε να δημιουργούνται οι οικονομικές, τεχνολογικές και κοινωνικές συνθήκες οι οποίες επέτρεψαν τη μαζική μετακίνηση ανθρώπων για λόγους απόλαυσης και όχι ανάγκης. Σε σύντομο, σχετικά, χρονικό διάστημα, «προσαρμόσθηκαν» κατά κάποιον τρόπο οι περιοχές – προορισμοί στις επιθυμίες των τουριστών, με κίνητρο κυρίως την οικονομική εκμετάλλευση.
Κατά τη δεκαετία του 1980 άρχισαν να εμφανίζονται νέες μορφές τουρισμού, πιο επιτηδευμένες, που έδιναν την ευκαιρία στον «νέο τουρίστα» να συμμετάσχει σε καινούριες πολιτισμικές εμπειρίες, τόσο σε αισθητικό όσο και σε διανοητικό και συναισθηματικό ή ψυχολογικό επίπεδο. Συγχρόνως άρχισε να εξαπλώνεται και μια ανάλογη εκλεπτυσμένη εκδοχή, προσαρμοσμένη στον μαζικό τουρισμό[2].
Είναι, βέβαια, σαφές πως τα του διεθνούς αυτού τουρισμού αφορούν σε ένα μικρό τμήμα των κατοίκων του πλανήτη, δηλαδή στους κατοίκους των λεγόμενων ανεπτυγμένων χωρών. Για το υπόλοιπο τμήμα – που είναι και η πολύ μεγάλη πλειοψηφία – ο τουρισμός ως έννοια και ως πραγματικότητα μάλλον αποτελεί συχνά μια ακόμα απόδειξη της άνισης κατανομής πλούτου, την επίδειξη των πλουσίων απέναντι στους φτωχούς. Δεν σημαίνει αυτό βέβαια ότι ο τουρισμός είναι η αιτία των κακών που συμβαίνουν στον κόσμο, όταν μάλιστα σε ορισμένες περιοχές συμβάλλει ζωτικά στην ανάπτυξη.
Στις ανεπτυγμένες χώρες, ο τουρισμός έχει καταστεί μια μορφή ειδικής κατανάλωσης: ο τουρίστας προσπαθεί να συλλάβει, να αποτυπώσει και να καταγράψει με κάποιον τρόπο κάθε τι που τον περιβάλλει, σε οποιαδήποτε στιγμή του ταξιδιού του. Μίλησαν, έτσι, για το «βλέμμα του τουρίστα» (tourist gaze)[3], το οποίο συχνότατα αποτυπώνεται ως εμπειρία σε φωτογραφίες και σε βίντεο με στόχο τη μελλοντική «επιβίωση» της κάθε βιωθείσας ήδη ταξιδιωτικής εμπειρίας.
Ο Urry, ο οποίος καθιέρωσε τον όρο αυτόν, επισημαίνει ότι πολλές τουριστικές τοποθεσίες δομούνται με άξονα την οπτικοποίησή τους. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι η όραση είναι η μόνη αίσθηση που ενδιαφέρει τους ασχολούμενους με τον τουρισμό, όμως η όραση είναι κατά κάποιον τρόπο οργανωτική αίσθηση και οργανώνει τη θέση, τον ρόλο και τα αποτελέσματα των άλλων αισθήσεων[4]

Σχέση πολιτιστικής κληρονομιάς και τουρισμού

Ο τουρισμός μεταβάλλεται διαρκώς και ως προς τα αντικείμενα του τουρισμού που είναι απαραίτητα για να δημιουργήσουν μια αίσθηση διαφοράς και ως προς την κοινωνική και πολιτισμική σύνθεση των τουριστών.
Και ενώ έχει αναπτυχθεί σε μεγάλο βαθμό γενικά η έρευνα στον τομέα του τουρισμού, περιέργως παραμένει αρκετά ανεξερεύνητη η ειδική σχέση που έχουν οι άνθρωποι με τα επιμέρους στοιχεία (αντικείμενα) της πολιτιστικής κληρονομιάς, παραμένει, δηλαδή, περιφερειακή η μελέτη των αντικειμένων του παρελθόντος και της σχέσης τους με την καθημερινή ζωή και ταυτότητα των τουριστών.
Βασικό πρόβλημα συχνά είναι η αμοιβαία άγνοια ή/και αδιαφορία για τα προβλήματα από τους ασχολούμενους με τους τομείς του πολιτισμού και του τουρισμού.
«Τουρισμός δεν θα υπήρχε χωρίς τον πολιτισμό». Αυτή η sine qua non αναγγελία ακούσθηκε σε στρογγυλή τράπεζα που είχε οργανώσει η UNESCO το 1996. Σύμφωνα με το πρόγραμμα της συζήτησης, ο πολιτισμός είναι «ένας από τους κύριους λόγους μετακίνησης των ανθρώπων και ... κάθε μορφή τουρισμού προκαλεί μια πολιτισμική συνέπεια, τόσο στον επισκέπτη όσο και στον οικοδεσπότη»[5]. Οι διάφορες εκφράσεις του πολιτισμού της κάθε περιοχής, αποτελούν πλέον κεντρικό στοιχείο πολυάριθμων τουριστικών πακέτων[6].
            Όταν μιλάμε για τη σχέση της πολιτιστικής κληρονομιάς με τον τουρισμό, δεν δίνουμε, σύμφωνα με κάποια άποψη, την δέουσα προσοχή σε βασικούς προβληματισμούς, οι οποίοι μπορούν να συνοψισθούν σε δύο μορφές ανταγωνιστικές: τη θεωρητική και μεθοδολογική αδυναμία που διαπερνάει, σφραγίζει την κατάρτιση και διαχείριση τουριστικοπολιτικών προγραμμάτων και την υιοθέτηση, συμβατικά, κάποιων θέσεων οι οποίες, υποθετικά, αποτελούν βεβαιότητες κοινής αποδοχής. Η τακτική αυτή έχει ως αποτέλεσμα, αφενός να παρέχονται κάρτες νομιμοποίησης σε έννοιες όπως «πολιτιστικός τουρισμός», χωρίς να ορίζεται επακριβώς σε ποιες πρακτικές ή σε ποια προϊόντα αναφερόμαστε ή αν αυτά είναι τα ίδια πάντα και αφετέρου να χρησιμοποιούνται άκριτα ή συγκεχυμένα όροι όπως «ανάπτυξη», «βιωσιμότητα», «ερμηνεία», «επιστροφή» και άλλες, κατά μία άποψη, ψευδοέννοιες που χρησιμοποιούνται σαν φετίχ σε κοινωνικές και πολιτικές συζητήσεις με νοήματα κάθε φορά διαφορετικά, σύμφωνα με τα εκάστοτε κυρίαρχα συμφέροντα[7].
            Αν απομακρυνθούμε κάπως από αυτή την πολεμική, μπορούμε να πούμε πως, ενώ πράγματι δεν υπάρχει ένας ομόφωνα αποδεκτός ορισμός του «πολιτιστικού τουρισμού», μπορεί ίσως ως τέτοιος να θεωρηθεί ο τουρισμός που συνήθως συνδέεται με ταξίδια που περιέχουν επισκέψεις σε μέρη όπως μουσεία, αίθουσες τέχνης, ιστορικές και αρχαιολογικές τοποθεσίες, καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, κλπ. Ανάλογα με αυτόν τον ορισμό, μπορούμε να θεωρήσουμε ως πολιτιστικό τουρίστα κάθε άνθρωπο που επισκέπτεται μέρη σαν τα ανωτέρω, ενόσω είναι μακριά από το σπίτι του.
            Για πολύν καιρό, όπως επισημαίνεται, οι πολιτιστικοί τουρίστες αντιμετωπίζονταν ως μια αδιαφοροποίητη ομάδα ανθρώπων. Πρόσφατες όμως μελέτες αναγνωρίζουν ότι οι πολιτιστικοί τουρίστες δεν είναι μια ομοιογενής μάζα, παρά είναι ένα ετερογενές σύνολο ανθρώπων με διαφορετικά χαρακτηριστικά και ανάγκες. Δηλαδή, δεν υπάρχει «ο» πολιτιστικός τουρίστας, παρά υπάρχουν διαφορετικοί τύποι πολιτιστικών τουριστών[8].

Μουσεία και τουρισμός

Οι εξελίξεις στα συστήματα επικοινωνίας, η ευρέως διαδεδομένη χρήση της τεχνολογίας πληροφόρησης, επηρέασαν όλον τον κόσμο. Αυτή η ταχύτατη πρόοδος στην τεχνολογία της επικοινωνίας είχε ως αποτέλεσμα, εκτός των άλλων και τις στενές σχέσεις που αναπτύχθηκαν μεταξύ διαφορετικών λαών, διαφορετικών πολιτισμών. Η περιέργεια για το άλλο, το διαφορετικό, ώθησε πάρα πολλούς στο να αποφασίσουν ένα (ή περισσότερα) ταξίδι «γνωριμίας» με αυτό. Κάποια πολιτιστικά αγαθά απέκτησαν κατά κάποιον τρόπο ιερή σημασία και έτσι κατέστη και ο τουρισμός μια νέα μορφή προσκυνήματος[9].
Η ανάπτυξη του τουρισμού συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό και στις ριζικές αλλαγές που επήλθαν στα μουσεία. Τα μουσεία και ο τουρισμός είναι από τους ταχύτερα αναπτυσσόμενους θεσμούς στον σύγχρονο κόσμο. Τα μουσεία είναι από μόνα τους πολύ σημαντικές εικόνες και τουριστικές attractions. Επιπλέον αυτής της λειτουργίας τους, τα μουσεία μπορούν επίσης να είναι βασικοί τουριστικοί οδηγοί στην ιστορία και στη γεωγραφία των πόλεων και των χωρών τις οποίες εκπροσωπούν. Αυτό ισχύει ιδιαιτέρως για τα μικρά ιστορικά μουσεία που βρίσκονται πλέον σε διάφορα μέρη σε όλον τον κόσμο[10].
Τα μουσεία, ως κοινωνικοί θεσμοί που είναι, εξελίχθηκαν παράλληλα ή ανάλογα με τις εξελίξεις που έλαβαν χώρα και στις κοινωνίες που τα δημιούργησαν. Αναπόφευκτο, λοιπόν, ήταν να υποστούν και αλλαγές κατά τη διαδικασία αυτής της εξέλιξης. Κατά μια άποψη, οι αλλαγές αυτές προκάλεσαν «κρίση θεσμικής ταυτότητας» καθώς και κρίση της ίδιας της έννοιας του μουσείου.
Παρ’όλους αυτούς τους προβληματισμούς, δεν αμφισβητείται ο ανωτέρω αναφερθείς σημαντικός ρόλος των μουσείων στον τουρισμό.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει, άλλωστε, ο ρόλος που μπορεί να παίξει μια έκθεση πολιτιστικών αγαθών στη διαμόρφωση συλλογικής μνήμης[11].

Ταυτότητα – συλλογική μνήμη

            Κοινή κάποιων ανθρώπων κληρονομιά προϋποθέτει κοινή μνήμη. Το να θυμάται κανείς δεν αποτελεί μόνο μια αποκλειστικά προσωπική διανοητική λειτουργία του ανθρώπινου εγκεφάλου. Αυτά που θυμόμαστε, λένε, υπερβαίνουν αυτά των οποίων έχουμε προσωπική εμπειρία. Πολλά από όσα θυμόμαστε οφείλονται στο ότι ανήκουμε σε συγκεκριμένες «μνημονικές κοινότητες» (mnemonic communities), όπως οικογένεια, διάφορες οργανώσεις, έθνη, κράτη. Πολλά, δηλαδή, στοιχεία καταγραμμένα στη μνήμη μας αποκτήθηκαν και διατηρήθηκαν λόγω του ότι ανήκουμε σε κάποιες κοινωνικές ομάδες. Μια ομάδα ανθρώπων που δεν ξεχνάει το παρελθόν της, σχηματίζει μια «κοινότητα μνήμης», μια «μνημονική κοινότητα». Τα ίδια τα πολιτιστικά αγαθά διαθέτουν «μνήμη των αισθήσεων» (sensory memory), αποτελούν μνημονικές αναφορές του παρελθόντος, αφηγήσεις του παρελθόντος και της ταυτότητας συγκεκριμένων ανθρώπινων κοινοτήτων.
            Διατηρούμε τη συλλογική μας μνήμη, αναφερόμενοι στο υλικό περιβάλλον μας λέει ο M. Halbwachs, ο οποίος επισημαίνει πως η συλλογική μνήμη δεν συγχέεται με την ιστορία. Η ιστορία, σημειώνει, μπορεί να παρουσιάζεται από κάποιους ως η παγκόσμια μνήμη του ανθρώπινου γένους. Όμως δεν υπάρχει παγκόσμια μνήμη. Κάθε συλλογική μνήμη αφορά σε μια ομάδα ανθρώπων χωρικά και χρονικά περιορισμένη. Δηλαδή, δεν υπάρχει συλλογική μνήμη χωρίς χωρικό πλαίσιο[12].
            Η πολιτιστική κληρονομιά σχετίζεται προφανώς άμεσα με το παρελθόν μιας συγκεκριμένης κοινωνίας ανθρώπων. Αποτελεί, κατά τους ανθρωπολόγους, μια κοινωνική κατασκευή και έχει συμβολική σημασία. Πρόκειται, δηλαδή, για στοιχεία υλικά και άυλα, τα οποία παράγονται στο πλαίσιο μιας κοινωνίας και των οποίων η σημασία και η κοινωνική αποτίμηση υπερβαίνουν τα ίδια τα στοιχεία, καθιστώντας τα αναπαράσταση της κοινωνίας που τα κατέχει και τα έχει «κληρονομήσει» και του παρελθόντος της κοινωνίας αυτής. Καθίστανται άρα αυτά, έμβλημα της πολιτιστικής ταυτότητας της συγκεκριμένης κοινωνίας[13].

Ο τουρισμός ως Ιανός: απειλή και προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς

            Χιλιάδες ανθρώπων επισκέπτονται ιστορικά μνημεία, μουσεία, κλπ. Στα μουσεία ίσως είναι κάπως ευκολότερος ο έλεγχος, στα ιστορικά – αρχαιολογικά μνημεία όμως δεν είναι καθόλου εύκολος – ιδιαίτερα σε κράτη τα οποία δεν έχουν τις δυνατότητες να αναπτύξουν ένα αποτελεσματικό σύστημα προστασίας. Κάποιοι τουρίστες τα αγγίζουν, ηθελημένα ή όχι, άλλοι τα φωτογραφίζουν με φλας και βέβαια όλοι αναπνέουν και άρα εκπνέουν υγρασία και διοξείδιο του άνθρακος. Η πολλή υγρασία δημιουργεί άλατα τα οποία διαβρώνουν τα μνημεία[14]. Αυτό είναι ένα μόνον από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ασχολούμενοι με την προστασία των πολιτιστικών αγαθών.
            Όμως, παρ΄’ό,τι τα μνημεία αυτά είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητα, εύθραυστα, δεν πρέπει να είναι απρόσιτα στους ανθρώπους που επιθυμούν να τα επισκεφθούν. Προτείνεται, λοιπόν, πέραν ενός προγραμματισμού που θα βασίζεται στη συντήρηση και προστασία αυτών, να προωθείται, ενισχύεται και η διαδικασία ερμηνείας των αρχαιολογικών θησαυρών, μαρτυριών προηγούμενων κοινωνιών και εποχών.
            Η ερμηνεία ενός αρχαιολογικού ευρήματος σχετίζεται άμεσα με την κατανάλωσή του, αφού ο «καταναλωτής» αυτού αποκτά δικαίωμα χρησικτησίας του μέσω μιας «υπαρξιακής εμπειρίας» (experiencia vivencial) και το αποτέλεσμα αυτής της κατανάλωσης συνίσταται σε πολιτισμική αναβάθμιση, τελείωση του ιδίου του επισκέπτη-καταναλωτή, σε αναμνήσεις και φωτογραφίες. Αυτό συμβαίνει διότι το τουριστικό προϊόν δεν είναι κάτι χειροπιαστό, παρά είναι ένα αόριστο καταναλωτικό προϊόν που προφανώς δεν μπορεί να εκτιμηθεί με ποσοτικούς υπολογισμούς, άρα αυτό που εισπράττει ο καταναλωτής είναι μια φανταστική αναπαράσταση αυτού που μπορεί να προσφέρει το τουριστικό προϊόν.
            Η ερμηνεία στοχεύει στην ανάδειξη των χαρακτηριστικών και των ιδιαιτεροτήτων των μνημείων. Δεν πληροφορεί απλώς, παρά αποκαλύπτει νοήματα, ψυχαγωγεί και εν τέλει δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μια ποιοτική εμπειρία.
            Όσοι υποστηρίζουν τα ανωτέρω, τονίζουν πως η ερμηνεία των αρχαιοτουριστικών προϊόντων είναι απολύτως απαραίτητη, δεδομένου ότι βασικά πρόκειται για μέσον επικοινωνίας με τον επισκέπτη, είτε είναι αυτός κάτοικος της περιοχής ή αυτόχθονας είτε είναι τουρίστας ή εκδρομέας[15].

Αυθεντικότητα: Πραγματικότητα ή ψευδαίσθηση;
           
            Δεδομένου ότι ο τουρισμός, ως οργανωμένη δραστηριότητα, γεννήθηκε ως ιδέα αλλά και ως πραγματικότητα στη Δύση, είναι σχεδόν αναπόφευκτο, οι τουρίστες, μετακινούμενοι στους τόπους προορισμού, να μετατρέπονται επίσης σε φορείς του δυτικού τρόπου ζωής. Για τους κατοίκους εκείνων των τόπων και ειδικά των [λεγόμενων] υπανάπτυκτων χωρών, οι τουρίστες αντιπροσωπεύουν το ιδεώδες μιας καλής ζωής, μιας αιώνιας ευτυχίας.
            Λένε πως αυτό που εκφράζει με τον απλούστερο τρόπο τον σύγχρονο τουρισμό, είναι η αναζήτηση της αυθεντικότητας. Μπορεί κανείς να μιλήσει για αυθεντικότητα όταν οι πολιτισμοί ή, ορθότερα, συγκεκριμένα πολιτισμικά στοιχεία μετατρέπονται σε τουριστικά προϊόντα; Κάποιοι υποστηρίζουν πως ταξιδεύοντας σε άλλους τόπους, αυτό που πραγματικά θέλουμε είναι να ξαναβρούμε κάτι που έχει χαθεί από τη σύγχρονη ζωή. Ότι όμως, όταν αυτή η αναζήτηση περνάει μέσα από την τουριστική βιομηχανία, όταν δηλαδή οι πολιτισμοί εμπορευματοποιούνται, χάνουν τον αυθεντικό τους χαρακτήρα και τότε πρόκειται για «σκηνοθετημένη αυθεντικότητα» (staged authenticity). Η αυθεντικότητα, δηλαδή, μετατρέπεται σε (ανα)παράσταση. Θεωρούν αυτοί που υποστηρίζουν την ανωτέρω άποψη, πως υπάρχει τουριστικό συμφέρον/ενδιαφέρον να είναι ένας τόπος «τουριστικά διαφορετικός», ώστε να επιδιώκεται η παρουσίαση μιας «στολισμένης ιστορίας» (historia adornada) ή μιας «εφευρεθείσας ιστορίας» (historia inventada) του.
            Άλλοι διαφωνούν ως προς αυτό, λέγοντας πως δεν μπορούμε να μιλάμε για την ύπαρξη ενός αρχικού, παραδοσιακού, αυθεντικού πολιτισμού, αφού οι πολιτισμοί δεν είναι στατικοί και δέχονται διάφορες επιρροές. Κατά την άποψη αυτή, και η έννοια του «παραδοσιακού» παίρνει νόημα στο παρόν και είναι προϊόν του παρόντος.

Πολιτιστική κληρονομιά και τουριστική ανάπτυξη

            Πάντως, καθιστάμενη η πολιτιστική κληρονομιά πηγή εσόδων για τις ανθρώπινες κοινότητες οι οποίες την «κατέχουν», λόγω ακριβώς της σύνδεσής της με τον τουρισμό, δίνει και ώθηση στην ανάπτυξη, αφού αυξάνει τα έσοδα των κατοίκων της συγκεκριμένης περιοχής.
            Όπως οποιαδήποτε κοινωνική αλλαγή, έτσι και η ανάπτυξη, που είναι επίσης μια μορφή κοινωνικής αλλαγής, περιλαμβάνει ένα ενδογενές και ένα εξωγενές συστατικό. Το ενδογενές συστατικό είναι πως το παρελθόν περιλαμβάνει κατά κάποιον τρόπο τον σπόρο για το μέλλον. Και μπορεί μεν το εξωγενές συστατικό να περιλαμβάνει στοιχεία μιμητικά ή επιβληθέντα έξωθεν σε κοινωνίες οικονομικά και πολιτισμικά εξαρτώμενες, όμως το ενδογενές συστατικό είναι συνέπεια της πολιτισμικής και ιστορικής πορείας ενός συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού.
            Έτσι, η πολιτιστική κληρονομιά καθίσταται θεμελιώδες στοιχείο για τον προσδιορισμό των προς επίτευξη στόχων και για τις στρατηγικές που πρέπει να χρησιμοποιηθούν ώστε να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι. Μπορεί να συμβάλει, λοιπόν, η πολιτιστική κληρονομιά ως τουριστικός πόλος, στην ανάπτυξη με έναν επιπλέον διπλό θετικό τρόπο:
            Κατά πρώτον, μέσω αυτής αναγνωρίζουν εαυτούς οι άνθρωποι, είτε ατομικά είτε ομαδικά, στο παρελθόν και στο παρόν τους και η αυτοαναγνώριση αυτή ενισχύει την αυτοεκτίμηση και αποτρέπει τον κίνδυνο περιθωριοποίησής τους.
            Κατά δεύτερον, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η πολιτιστική κληρονομιά είναι ένα μέρος του συνόλου πολιτισμού, και σχηματίζεται από ιδέες, τρόπους συμπεριφοράς, και αντικείμενα που αναγνωρίζονται από τα υποκείμενα, αφού έχουν κατασκευασθεί με βάση συμβολικά συστήματα που στηρίζουν τη ζωή των ανθρώπων ως ατόμων και ως μελών ομάδας και που κατασκευάζονται και ανασκευάζονται καθημερινά, προκειμένου να αντιμετωπισθούν τα προβλήματα της ζωής.
            Έτσι, καθίσταται η πολιτιστική κληρονομιά θεμέλιο για την κατασκευή νέων τρόπων κατανόησης και ερμηνείας του κόσμου και στήριγμα για τη δημιουργία στρατηγικών που θα παράσχουν μεγαλύτερη προσαρμοστική ικανότητα στην κοινωνία που επιθυμεί να βελτιώσει τη θέση της σε ένα περιβάλλον συνεχώς μεταβαλλόμενο.
            Με βάση, λοιπόν, τη συλλογική μνήμη που αναφέραμε, μπορούν να αυξηθούν οι κώδικες πρόσληψης του κόσμου που περιβάλλει μια κοινωνία και άρα να βελτιωθεί η αυτονομία και η προσαρμοστικότητα αυτής, προϋποθέσεις ικανές και αναγκαίες για την ανάπτυξη – και για την τουριστική ανάπτυξη[16].







* Εισήγησή μου στο 2ο Συνέδριο Δικαίου του Τουρισμού, Καρπενήσι, 3-5 Νοεμβρίου 2011, δημοσιεύθηκε στο: Η Διεθνής και Ευρωπαϊκή Νομική Διάσταση του Τουρισμού (επιμ. Α. Κουτσουράδης), Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2012, σ. 160-166.
[1] F. Manzato, Turismo arqueológico: diagnóstico e análise do produto arqueoturístico, PASOS. Revista de Turismo y Patrimonio Cultural, Vol. 5, no. 1, 99-109, 2007.
[2] A. Santana Talavera, Editorial. Patrimonios culturales y turistas: Unos leen lo que otros miran, PASOS. Revista de Turismo y Patrimonio Cultural, Vol. 1, no. 1, 1-12 (3-5) 2003.
[3] J. Urry, The tourist gaze and the ‘environment’, 9 Theory, Culture & Society, issue 3, 1-26.
[4]  A. Franklin, The Tourist Gaze and beyond. An interview with John Urry, Tourist Studies 2001, Vol. 1(2) 115-131 (121). Υποστηρίζει ο Urry, πως υπάρχει ένα είδος σύγκρουσης μεταξύ της οπτικής αίσθησης που μπορεί να είναι η οργανωτική αίσθηση μιας συγκεκριμένης τοποθεσίας και των ειδικών τρόπων με τους οποίους οι άνθρωποι φέρονται στην πραγματικότητα σε σχέση με αυτή την τοποθεσία. Μπορεί να «αντιστέκονται» στην τοποθεσία, να περπατούν ολόγυρα με τρόπο αντίθετο από αυτόν που δείχνουν τα σήματα ή μπορεί να πηγαίνουν σε ένα τόπο οπτικά πανέμορφο και να κάνουν υπερβολική φασαρία ή να προβάλλουν οποιαδήποτε διαμαρτυρία.
[5] J. Jafari, Tourism and culture: an inquiry into paradoxes, in: Culture, tourism, development: Crucial issues for the XXIst century, UNESCO, Paris, 26-27 June 1996, σ. 43.
[6] B. Martín de la Rosa, Turismo en Ecosistemas Insulares. Antropología en el paraíso, Colección PASOS. Edita, no 3, 63. www.pasosonline.org.
[7] L. Prats, Patrimonio + turismo = ¿desarrollo?, PASOS. Revista de Turismo y Patrimonio Cultural, Vol. 1, no 2, 127-136 (128).
[8] T. Stylianou-Lambert, Gazing from home: Cultural tourism and art museums, Annals of Tourism Research 38 (2011) 403-421 (404-405).
[9] Y. Herreman, Museums and tourism: culture and consumption, Museum International. No. 199 (Vol. 50, No. 3, 1998), 7.
[10] N. Graburn, A quest for identity, Museum International, No 199 (Vol. 50, No. 3, 1998) 13, 14.
[11] A. Chronis, Heritage of the senses. Collective remembering as an embodied praxis, Tourist Studies 2006, Vol. 6(3) 267-296 (267-268).
[12] M. Halbwachs, La mémoire collective, Paris (1950) 1997, 137, 209.
[13] E. Zamora Acosta, Sobre patrimonio y desarrollo. Aproximación al concepto de patrimonio cultural y su utilización en procesos de desarrollo territorial, PASOS. Revista de Turismo y Patrimonio Cultural, Vol. 9, no. 1, 101-113 (103), 2011.
[14] Z. Hawass, Tourist management of the Giza Plateau, in: Culture, tourism, development: Crucial issues for the XXIst century, UNESCO, Paris, 26-27 June 1996, σ. 33.
[15] F. Manzato, ob.cit. (σημ.1), 103.
[16] E. Zamora Acosta, ob.cit. (σημ. 13), 109-110.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου