Translate

Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013

Critical Legal Studies

To 2003, η εξαιρετική συνάδελφος και πολύ καλή φίλη, Χριστίνα Δεληγιάννη-Δημητράκου, Αναπλ. Καθηγήτρια στο Τμήμα Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μου έκανε την τιμή να με καλέσει σε σεμινάριο του μεταπτυχιακού τμήματος Συγκριτικού Δικαίου, που είχε οργανώσει στη Θεσσαλονίκη. Το κείμενο που ακολουθεί, ήταν η εισήγησή μου στο σεμινάριο αυτό. Οφείλω να ομολογήσω ότι παραμένω γοητευμένη από τα όσα υποστηρίζει η Κίνηση αυτή, ας "κατηγορούνται" ότι δεν άντεξαν... Τα υπόλοιπα θα τα διαβάσετε!! (ελπίζω...!)

Παραθέτω το κείμενο όπως το είχα γράψει τότε, χωρίς αλλαγές (π.χ. τότε έγραφα τη γενική σε -έως και όχι σε -ης, όπως τώρα)

Η πρώτη φωτογραφία (του 1997) είναι μια υπέροχη πόρτα πολυκατοικίας στη Βαρκελώνη.  Art nouveau, λατρεύω τις διάφορες εκφάνσεις της, στις διάφορες χώρες (Βέλγιο, Αγγλία, Ουγγαρία, Ισπανία, Γαλλία, Αυστρία, κλπ.), ιδιαίτερα από το 2000, όταν είχα πάει στο Λονδίνο, μετά από πρόσκληση του Καθηγητή Συγκριτικού Δικαίου, Sir Basil Markesinis, για ημερίδα Millenium, που είχε οργανώσει ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ στο Lincoln's Inn, 7 Απριλίου. Είχα διαλέξει να κλείσω δωμάτιο σε ένα ξενοδοχείο, αν δεν κάνω λάθος στη Leicester Square, χωρίς να συνειδητοποιήσω ότι ήταν πολύ μακριά από τον χώρο της ημερίδας  - αν σας περιέγραφα τί μου συνέβη, θα γελούσατε μέχρι δακρύων! Φοβόμουν τότε τον υπόγειο και έπαιρνα ταξί, κάτι καθόλου σώφρον από οικονομικής άποψης.. Το ..παράδοξο είναι ότι κάποιοι σύνεδροι πολύ πλούσιοι μου είπαν ότι έπρεπε να ..αλλάξω τακτική (γι'αυτό είναι πλούσιοι αυτοί και γι'αυτό δεν θα γίνω εγώ ποτέ!!) και να μετακινούμαι με τον υπόγειο. Όπερ και απεπειράθην να κάνω! Και στη δεύτερη στάση, ο υπόγειος χάλασε!! Για πότε ανέβηκα όλα αυτά τα σκαλιά του απύθμενου βάθους του υπογείου του Λονδίνου, μου είναι ακόμα ακατανόητο! Στη συνέχεια δε, αν υπήρχε μια κάμερα να με παρακολουθεί να τρέχω για να προλάβω να αλλάξω για το επίσημο δείπνο (συνολικά ήταν 1 ώρα το διάλειμμα), θα έβγαζε πολλά χρήματα ο σκηνοθέτης! Και το αποκορύφωμα είναι ότι όταν επέστρεψα, ντυμένη επίσημα, βέβαια, άκουσα σχόλια του τύπου: "Φρέσκια φαίνεσαι, πρόλαβες και ξεκουράσθηκες;"!!!!!!

Τέλος πάντων, μετά από την υπέροχη αυτή ημερίδα, είχα την εμπειρία, την επόμενη ημέρα, μιας έκθεσης με θέμα "Art nouveau 1890-1914", στο Victoria & Albert Museum (που ήταν πολύ κοντά στο ξενοδοχείο, γι'αυτό και όλη η προηγούμενη φλυαρία μου!), ΑΠΕΡΙΓΡΑΠΤΑ ΩΡΑΙΑΣ!!! Μόνον ένα σας λέω: την ετοίμαζαν 4 χρόνια!


Οι φωτογραφίες στο τέλος είναι από το Ναύπλιο, όπου γεννήθηκα. Δεν θυμάμαι ποια χρονιά τις έβγαλα, το μόνο που θυμάμαι είναι ότι για να βγάλω ωραία σημεία, γύριζα ώρες πολλές στα σοκκάκια, μεσημέρι και παρά λίγο να πάθω ηλίαση!



                                    
                                                           Critical Legal Studies
                          (Κριτική Θεώρηση του Δικαίου)*

                                                           Ελίνα Ν. Μουσταΐρα
           

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις


            Αρχές της δεκαετίας του ’70, η κοινωνική και πολιτική κατάσταση στις ΗΠΑ είναι σε αναβρασμό. Μεταξύ άλλων, ο πόλεμος στο Βιετνάμ και οι αφόρητες συνέπειές του έχουν προκαλέσει την αντίδραση πολλών νέων ανθρώπων, μεταξύ των οποίων και νομικών. Πρόκειται για μια γενιά που έχει κατακτήσει μια ιδιαιτέρως ανεπτυγμένη, μια διαπεραστική, οξεία κατανόηση του ότι ένα λαμπρό συλλογιστικό επιχείρημα, ποτέ δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται απλώς και μόνον ως τέτοιο, αλλά θα πρέπει να ερμηνεύεται, να θεωρείται ως έχον σχέση με τη βία, τον θάνατο και την εξουσία που το επιχείρημα αυτό ταυτοχρόνως προκαλεί και καλύπτει[1]. Για τη γενιά αυτή, η ρητορική του τυπικού κανόνα δικαίου, όπως ακούγεται στις Νομικές Σχολές, είναι αισθητικά προσβλητική και πολιτικά ύποπτη[2].
Μια φωνή λοιπόν ακούγεται ξαφνικά, το 1970, μέσω ενός άρθρου που δημοσιεύεται σε νομική επιθεώρηση του Πανεπιστημίου του Yale στο οποίο σπουδάζει ο συγγραφέας του άρθρου αυτού, και ταράζει τα ήσυχα νερά της ακαδημαϊκής κοινότητας των ΗΠΑ. Στο άρθρο αυτό, τίτλος του οποίου είναι «Πώς αποτυγχάνει η Νομική Σχολή: Μια πολεμική», αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στην υπερβολική αυτοπεποίθηση με την οποία καθηγητές προσεγγίζουν ζητήματα για τα οποία γνωρίζουν πολύ λίγα πράγματα, και στην αντίστοιχα κακή εντύπωση που αυτό προξενεί στους φοιτητές. Όπως σημειώνει: «Αυτό που χρειάζεται είναι η αίσθηση ότι έστω για μια φορά μια θεωρητική άποψη θα αμφισβητηθεί από μια νέα οπτική γωνία μάλλον παρά θα της αντιταχθεί για χιλιοστή φορά κάποια γνωστή αντίθετη αρχή». Διότι, όπως κριτικά αναφέρει, με την τακτική που συνήθως ακολουθείται, «αυξάνεται η εντύπωση ότι το δίκαιο στερείται αυτών που θα ονομάζαμε θεωρητικών ή φιλοσοφικών προβλημάτων». Υπάρχουν μόνον ‘συγκρουόμενες αρχές’, ‘παράγοντες που πρέπει να ‘σταθμισθούν’, και προβλήματα που πρέπει να λύσει ο ένας ή ο άλλος κλάδος»[3].  Ο νέος αυτός νομικός, συγγραφέας του αναφερθέντος άρθρου, είναι ο Duncan Kennedy, μορφή πλέον στον χώρο, ακόμη και για τους επικριτές του.
            Οι απόψεις του βρίσκουν απήχηση και σε άλλους νέους νομικούς, αριστερής κυρίως πολιτικής κατευθύνσεως, οι οποίοι επίσης ασκούν κριτική στην κρατούσα πολιτική, νομική και γενικά πνευματική κατάσταση στις ΗΠΑ. Προσδιορίζονται πλέον ως Κίνηση[4], η επίσημη προέλευση της οποίας θεωρείται ότι είναι η πρώτη συνδιάσκεψη με θέμα τις Critical Legal Studies, στο Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν, το 1977.

2. Η Κίνηση της Κριτικής Θεωρήσεως του Δικαίου ως ριζοσπαστική εξέλιξη του Νομικού Ρεαλισμού

            Όλη σχεδόν η αμερικανική νομική σκέψη του 20ου αιώνα διαμορφώθηκε από τη σύγκρουση του νομικού ρεαλισμού με τον φορμαλισμό[5]. Σύμφωνα με μια άποψη, το πρόγραμμα του νομικού ρεαλισμού μπορεί να συμπυκνωθεί σε δύο διάσημες προτάσεις του Ανώτατου Δικαστή του τέλους του 19ου αιώνα, Oliver Wendell Holmes: «Σκέψου πράγματα, όχι λέξεις», και «οι γενικές προτάσεις δεν αποφασίζουν για συγκεκριμένες υποθέσεις». Έδωσε ο Νομικός Ρεαλισμός έμφαση στην ανάλυση «κοινωνικής πολιτικής» και στην ανοιχτή στάθμιση συγκρουόμενων συμφερόντων[6]. Υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι οι θεσπισμένοι νόμοι, δηλαδή λέξεις γραμμένες από κάποιους, υπόκεινται σε ερμηνεία και άρα σε χειραγώγηση από τον αποφασίζοντα δικαστή. Προκειμένου να προσδώσουν κύρος οι συντασσόμενοι με τις αρχές του στα όσα υποστήριζαν, αλλά και για να ενισχύσουν τη δική τους σκέψη, βασίσθηκαν και σε κείμενα φιλοσόφων της νεωτερικότητας (modernism)[7].
            Ακολουθώντας τη γραμμή αυτή και επεκτείνοντάς την ακόμα περισσότερο, τα μέλη της Κινήσεως αντιμετωπίζουν την εργασία των δικαστών εξαιρετικά σοβαρά, και υποστηρίζουν ότι το δικαστικώς αποφαίνεσθαι δεν είναι μια ουδέτερη, αντικειμενική διαδικασία[8], ότι έχει μολυνθεί από τις ίδιες πολιτικές εκτιμήσεις που οδήγησαν στον αγώνα για τη θέση σε ισχύ των νόμων[9]. Βασική γραμμή τους, λοιπόν, και αντικείμενο της καταγγελίας τους, είναι πως το δίκαιο είναι στην πραγματικότητα πολιτική με άλλα μέσα[10]. Ότι οι κρατούσες προσεγγίσεις στο δίκαιο λένε μια απλή ιστορία που είναι εν τέλει μια απολογία για ένα νομικό σύστημα που ενισχύει την άδικη ιεραρχία. Δηλαδή, ότι όχι μόνον είναι πολιτική το δίκαιο, αλλά πολιτική με συγκεκριμένη κατεύθυνση. Ευνοεί εκείνα τα πρόσωπα και εκείνες τις ομάδες που ήδη είναι ευνοημένες στις ΗΠΑ. Ενδιαφέρουσα είναι η επισήμανσή τους ότι το δίκαιο εμφανίζεται ως μια ιδεολογική κατασκευή, διότι τείνει να συσκοτίσει ή να καλύψει αυτή την πολιτική κατεύθυνση της εύνοιας των «εχόντων και κατεχόντων». Εμφανίζεται ως ουδέτερο και αμερόληπτο, ενώ συγχρόνως και συνεχώς ευνοεί συγκεκριμένες ισχυρές ομάδες.
            Απορρίπτουν, λοιπόν, τη δυνατότητα βελτιώσεως του νομικού συστήματος με φιλελεύθερες αποσπασματικές μεταρρυθμίσεις, διότι το πιθανότερο είναι, υποστηρίζουν, οι μεταρρυθμίσεις αυτές να απορροφηθούν από το κρατούν δίκαιο και έτσι να παραμείνει το σύστημα αλώβητο. Αντίθετα, πιστεύουν ότι η μόνη διέξοδος είναι ένας καθολικός ή επαναστατικός μετασχηματισμός του συστήματος[11].
            Προφανώς, λοιπόν, ασκούν κριτική σε μια σύλληψη του δικαίου επηρεασμένη από τον κλασσικό φιλελευθερισμό, όπως π.χ. εκφράζεται στις ευρωπαϊκές ηπειρωτικές κωδικοποιήσεις[12]. Επισημαίνεται εδώ, ότι τα πρώτα μέλη της Κινήσεως δεν ανήκαν αποκλειστικά σε έναν πολιτικά χώρο, παρά το ότι θεωρούνταν αριστερής πολιτικής κατευθύνσεως. Έτσι, υπήρχαν από νεομαρξιστές μέχρι φιλελεύθερους. Βασική άποψή τους εν τούτοις ήταν ότι απέρριπταν τις κλασσικές πολιτικές προγραμματικές προσεγγίσεις καθώς και το ότι δεν είχαν σκοπό να ακολουθήσουν ή να αναπτύξουν κάποια μεγάλη θεωρία. Όχι ότι δεν ενδιαφέρονταν για τη θεωρία, αλλά δεν ενδιαφέρονταν να υπεισέλθουν σε θεωρητικές συζητήσεις, αφού ο βασικός τους σκοπός ήταν πραγματιστικός, δηλαδή να αντιδράσουν στην επιδιωκόμενη από την παραδοσιακή νομική παιδεία, συντήρηση της υπάρχουσας καταστάσεως[13].
            Έτσι, η πολιτική των αρχικών μελών της Κινήσεως ήταν σε μεγάλο βαθμό ατομικιστική. Απευθυνόταν δηλαδή στους καθηγητές και φοιτητές της νομικής ατομικά, επιδιώκοντας να τους ενισχύσουν και να τους απελευθερώσουν από «ψεύτικες αναγκαιότητες». Συγχρόνως όμως, η στάση τους ήταν και υπερατομική, αφού σκοπός τους ήταν να πολιτικοποιήσουν το δίκαιο, να καταστήσουν το δίκαιο, πεδίο ανοιχτής πολιτικής σύγκρουσης. Πίστευαν ότι με την κριτική τους ανάλυση θα μπορούσαν να απομυθοποιήσουν, να υπονομεύσουν τις κατηγορίες του δικαίου, καθώς και τις θεωρητικές συλλήψεις του[14].

3. Αρχικές θέσεις της Κινήσεως – Βασικοί εκφραστές της

            Ένας από τους πρώτους εκφραστές των ιδεών της Κινήσεως, και ίσως η εξαίρεση στον ανωτέρω αναφερθέντα «κανόνα» περί μη επιδιώξεως δημιουργίας πολιτικής προγραμματικής προσεγγίσεως, είναι ο Roberto Unger. Κατ’ αυτόν, η κοινωνία δεν είναι κάτι δεδομένο, παρά είναι μάλλον μια τεχνητή κατασκευή. Αυτό σημαίνει ότι η κοινωνία και η νομική της δομή που είναι το δίκαιο, δεν βασίζονται σε αναγκαίους φυσικούς νόμους, αλλά αντίθετα, σε κοινωνικές πρακτικές που μάλλουν έχουν τη μορφή συμβάσεων. Αυτό που τελικά συμβαίνει, είναι ότι μπαίνουμε στον πειρασμό να τις αντιλαμβανόμαστε σαν να ήσαν φυσικοί νόμοι.
            Αντιλαμβάνεται ο Unger την ανθρώπινη ταυτότητα ως εξής: Ισχυρίζεται ότι, για να είναι κάποιος πρόσωπο ολοκληρωμένο, θα πρέπει να αποδυθεί σε μια μάχη κατά των ελαττωμάτων ή των ορίων της υφιστάμενης κοινωνίας ή της διαθέσιμης γνώσεως. Από τους επικριτές του επισημαίνεται ότι υποτιμά το στοιχείο της συνέπειας στο δίκαιο, με αποτέλεσμα μια αμφισβήτηση της δογματικής θεωρίας του δικαίου. Ότι όμως αυτή η υποτίμηση προέρχεται από μια στάση υπερβολικά απαιτητική αναφορικά με τη θεωρία του δικαίου ή την κλασσική κοινωνική θεωρία[15].
            Στο βιβλίο του Knowledge and Politics, το οποίο εκδόθηκε το 1975, πριν δηλαδή την επίσημη έναρξη της Κινήσεως, υποστηρίζει ότι η φιλελεύθερη σκέψη, είτε είναι αυτή «ψυχολογική» είτε πολιτική είτε επιστημολογική, χαρακτηρίζεται από μια διπλή θεώρηση ηθικής και «επιστημονικής» γνώσεως, από την πεποίθηση ότι υφίσταται μια ριζική διάκριση μεταξύ γεγονότων και αξιών, μεταξύ λογικής και επιθυμίας. Όπως υποστηρίζει, βασικό χαρακτηριστικό της φιλελεύθερης κοινωνικής θεωρίας είναι ότι οι αξίες, οι πεποιθήσεις, θεωρούνται απλώς ως επιλογές του κάθε ατόμου. Η λογική είναι απολύτως ξεχωριστή από την επιθυμία. Η επιθυμία απαιτεί πιεστικά, ενώ η λογική απλώς προσπαθεί να επιτύχει τις απαιτήσεις της επιθυμίας. Η επιθυμία δεν είναι απλώς υποκειμενική και ατομική, αλλά είναι εξατομικεύουσα (individuating). Ξεχωρίζουμε δηλαδή ο ένας από τον άλλο, με βάση τις επιθυμίες μας, ενώ η λογική είναι καθολική.
            Οι θέσεις του, περί της υποκειμενικότητας των αξιών (value subjectivity), παρ’ό,τι δεν θεωρήθηκαν από όλους πειστικές, ακόμη και από τα άλλα μέλη της Κινήσεως, πάντως ενέπνευσαν πολλά κείμενα, εντασσόμενα στο χώρο της Κινήσεως[16].
            Ο Duncan Kennedy, στρεφόμενος κατά του θετικού δικαίου, υποστηρίζει ότι πρόκειται για μια μάλλον αόριστη ανάμειξη αντιφατικών ιδεολογιών παρά για ένα συνεκτικό όλον. Επίσης ισχυρίζεται ότι οι δικαστικές αποφάσεις αντιπροσωπεύουν αυθαίρετες ιδεολογικές επιλογές, παρά ορθές απαντήσεις[17]. Ότι δεν υπάρχει δυνατότητα χαράξεως ενός αντικειμενικού ορίου μεταξύ ορθών, συγκεκριμένων αποφάσεων σε νομικά ζητήματα και της χρησιμοποιήσεως ιδεολογικού έργου προς επίλυση αυτών των ζητημάτων[18].
            Βασική λοιπόν ιδέα εναντίον της οποίας στράφηκαν οι οπαδοί της Κινήσεως ήταν η ιδέα της συνεκτικότητας (coherence) των νομικών κειμένων, η κρατούσα δηλαδή θέση στην αμερικανική νομική σκηνή. Επόμενο ήταν να στραφούν και κατά του μεγάλου ονόματος στην αμερικανική νομική σκηνή, του Ronald Dworkin, υπέρμαχου επίσης μιας μορφής συνεκτικότητας, που την ονομάζει «ακεραιότητα» (integrity). Επιθυμεί, όπως λέγεται, να δεί την ακεραιότητα «ζωντανή στη ζωή μας» ώστε «να μπορέσουμε να υποστηρίξουμε τη νομιμότητα των θεσμών μας».
            Του προσάπτουν οι Κριτικοί, ότι αντιμετωπίζει το παρελθόν  ως παρόν, σαν να είχαν αποφασισθεί μόλις χθές όλα τα σχετικά δικαστικά προηγούμενα. Κατ’ αυτούς, πρόκειται για μια προσέγγιση που καθιστά τα δικαστικά προηγούμενα μη ιστορικά, τον χρόνο επίπεδο και δίχως διάσταση. Επίσης αντιδρούν στη θεωρία του Dworkin, σύμφωνα με την οποία η ερμηνεία συνίσταται στο να χρησιμοποιούμε το ερμηνευόμενο υλικό κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο (making the material the best it can be) ώστε να επιτύχουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα[19]. Για τους Κριτικούς, μια τέτοια ερμηνευτική προσέγγιση είναι που έκανε τους αμερικανούς να πιστέψουν τα ψέματα της κυβερνήσεώς τους και να παραβλέψουν τη βίαιη πραγματικότητα που κρυβόταν κάτω από εκφράσεις όπως «Βιετναμοποίηση» (Vietnamization), «ειρήνευση» (pacification), «μη λειτουργική πια» (no longer operative), «μετατραυματικό αγχωτικό σύνδρομο» (port-traumatic stress syndrome), και γενικά όλες τις διπλού νοήματος λέξεις-φράσεις που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Βιετνάμ. Ενδιαφέρουσα είναι η επισήμανση, ότι αυτή η διπλής όψεως ομιλία επανεμφανίσθηκε και κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Ιράκ, το 1991. Όπως αναφέρει ο σχολιαστής, ειρωνευόμενος τη λεκτική στάση της αμερικανικής κυβερνήσεως, δεν βομβαρδίσαμε στόχους, τους «επισκεφθήκαμε». Εφόσον κρινόταν απαραίτητο, τους «ξαναεπισκεπτόμαστε». Οι στόχοι δεν καταστράφηκαν, παρά «επιτεύχθηκαν», «αποκτήθηκαν». Όλη δηλαδή αυτή η ευφημολογία, όπως επισημαίνεται, χρησιμοποιήθηκε για να αποφευχθεί οποιαδήποτε αναφορά στη βία, στη σφαγή, στο θάνατο, που στην πραγματικότητα είναι ένας πόλεμος[20].

4. Αντίδραση του αμερικανικού νομικού πανεπιστημιακού κατεστημένου


            Η Κίνηση αυτή αντιμετωπίσθηκε ως ένα κοινωνικό φαινόμενο, ως μια πολιτική οργάνωση, καθώς και ως ένα διανοητικό ρεύμα. Η δομή της σκέψεώς της διαμορφώθηκε μέσα από την επεξεργασία των όσων συνέβησαν κατά την αρχική «συνάντηση» των πρώτων εκπροσώπων της με «το δίκαιο», όπως αυτό εκφραζόταν από την «κρατούσα» νομική πανεπιστημιακή κοινότητα. Η «συνάντηση» αυτή, όπως ήδη έγινε φανερό, ήταν εντόνως αντιθετική.
            Αντίθετα από τους φορμαλιστές που επιδιώκουν να αποφύγουν οποιοδήποτε ίχνος αντηχήσεως και μη συνεκτικότητας στο μοντέλο του δικαίου που παρουσιάζουν ως «πραγματικό», η Κίνηση επέμεινε στη μη συνεκτικότητα των νομικών κειμένων και στην απροσδιοριστία της δικαστικής αποφάσεως. Επόμενο είναι ότι, για κάποιον που αντιμετωπίζει το δίκαιο ως μια ωραία ιστορία ή ως ένα ωραίο σχήμα, η θέση αυτή να ενοχλεί ιδιαιτέρως[21].
            Η υποδοχή των θέσεων της Κινήσεως από την πανεπιστημιακή κοινότητα, ήταν, όπως επισημαίνεται, οργισμένη, εχθρική. Και αυτό κατά κάποιον τρόπο ήταν αναμενόμενο, αφού, σύμφωνα με τις θέσεις αυτές, το σπουδαίο οικοδόμημα του δικαίου έχει ρωγμές παντού, οι αρμοί του είναι χαλαροί, η υπεροχή του είναι παροδική, και στέκεται όρθιο χάρη στην πολιτική. Επίσης υποστήριζαν ότι μια από τις βασικές λειτουργίες του δικαίου είναι να καθιστά αποδεκτή ή και απαραίτητη την καθεστηκυία τάξη. Βασικοί στύλοι, λοιπόν, της Κινήσεως, όπως τους απομόνωσαν και τους ανέλυσαν, και τα ίδια τα μέλη της Κινήσεως αυτής αλλά και οι αμφισβητίες και οι επικριτές τους, ήσαν: Η θεμελιώδης αντίφαση (the fundamental contradiction), η απροσδιοριστία (indeterminacy), η τυχαιότητα (contingency), η πολιτική (politics), η νομιμοποίηση του καθεστώτος (legitimation)[22].

5. Θεμελιώδης αντίφαση (Fundamental contradiction)

            Κεντρική θέση της Κινήσεως είναι η «θεμελιώδης αντίφαση». Όπως υποστηρίζουν, δεν είναι ορατή στο άμεσο, επιφανειακό επίπεδο της καθηνερινής ζωής, αν όμως σκάψουμε κάτω από την επιφάνεια, τείνει να επανεμφανίζεται συνεχώς, σε διαφορετικό κάθε φορά πλαίσιο και με διαφορετική μορφή. Πιστεύουν, λοιπόν, ότι η κοινωνική ζωή μπορεί να συμπυκνωθεί στο βασικό αυτό δομικό στοιχείο, το οποίο στη συνέχεια μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εξηγήσει κάθε μορφή διαφορετικής κοινωνικής εξελίξεως.
            Δήλωνε ο Duncan Kennedy σε άρθρο του το 1976 τα εξής: «Ο στόχος της ατομικής ελευθερίας εξαρτάται και συγχρόνως είναι ασύμβατος με την καταναγκαστική δράση της κοινότητας, η οποία είναι απαραίτητη για την επίτευξή του. Οι άλλοι (οικογένεια, φίλοι, γραφειοκράτες, προσωπικότητες του πολιτισμού, το κράτος) είναι απαραίτητοι προκειμένου να καταστούμε πρόσωπα – μας παρέχουν το υλικό του εαυτού μας και μας προστατεύουν σε σημαντικό βαθμό έναντι της αποδομήσεως ... Την ίδια όμως στιγμή που μας διαμορφώνει και μας προστατεύει, το σύμπαν των άλλων ... μας απειλεί με εκμηδένιση (και μας επιβάλλει μορφές συγχωνεύσεως που είναι πολύ απλά μάλλον κακές παρά καλές. Ένας φίλος μπορεί να με βυθίσει στην απελπισία με ένα μόνο βλέμμα. Συμβατικότητες ων ουκ έστιν αριθμός, μικρές και μεγάλες παραμελήσεις του εαυτού μας χάριν των άλλων, είναι το τίμημα της ελευθερίας που βιώνουμε στην κοινωνία».
            Υποστηρίζει, δηλαδή, ο Kennedy, ότι όλα τα νομικά ζητήματα μπορούν να συμπυκωθούν στο «μοναδικό δίλημμα μεταξύ του συλλογικού προσδιορισμού και του κατάλληλου ατομικού αυτοπροσδιορισμού.
            Ενδιαφέρον είναι το ότι, παρά το γεγονός ότι υποστηρίζουν την ύπαρξη αυτής της υποκείμενης δομής, της θεμελιώδους αντιφάσεως, συγχρόνως πιστεύουν πως με κάποιον τρόπο θα μπορούσαν να υπερνικήσουν τα δεσμά της αντιφάσεως αυτής, ώστε να καταστεί δυνατή μια νέα κοινωνική ζωή αληθινής ελευθερίας. Κατά κάποιον τρόπο δηλαδή πιστεύουν, ή πάντως πίστευαν στην αρχή, ότι θα μπορούσαν να συμβάλουν στην ανακατασκευή της κοινωνίας προς το καλό της ανθρωπότητας.

6. Εξέλιξη της Κινήσεως


Κατά μια άποψη, από τη στιγμή της εμφανίσεως αυτής της Κινήσεως στις ΗΠΑ μέχρι σήμερα, διακρίνονται δύο γενιές της. Η πρώτη, η οποία σε μεγάλο βαθμό βασίσθηκε στη μεθοδολογία του δομισμού (structuralism) και η δεύτερη, η οποία έχει προοδευτικές πολιτικές ιδέες και εφαρμόζει τη μετανεωτερική στρατηγική της αποδομήσεως σε νομικές θεωρίες και υποθέσεις[23]. Θεωρείται ότι η Κίνηση, παρά τη σφραγίδα της μετανεωτερικής σκέψεως στη δεύτερη γενιά, συνεχίζει να επηρεάζεται από τον δομισμό.
            Ο δομισμός, θεωρία που αναπτύχθηκε, ήδη από τη δεκαετία του 1920, κατ’αρχήν στις γνωστικές και κοινωνιολογικές επιστήμες αλλά εφαρμόσθηκε επίσης στα μαθηματικά και στη βιολογία, στοχεύει στην κατανόηση ενός συστήματος, παρατηρώντας τη σχέση μεταξύ των στοιχείων που συνθέτουν τη δομή του συστήματος. Επιχειρεί να αναπτύξει μια επιστημονική μέθοδο, περιγράφοντας τους νόμους που ρυθμίζουν τη σχέση μεταξύ των στοιχείων της δομής και του συστήματος στην ολότητά του. Υπακούει σε κανόνες, «σύμφωνα με τους οποίους από ένα αντικείμενο (κείμενο) παράγεται ένα δεύτερο, τρίτο, κλπ., με τη μετάθεση στοιχείων του και με τη συμβολή κάποιων άλλων συμμετρικών μετασχηματισμών»[24]. Συνδέεται άμεσα με τη μετάβαση ορισμένων «επιστημών του ανθρώπου από το εμπειρικό-περιγραφικό τους επίπεδο στο αφηρημένο-θεωρητικό επίπεδο της έρευνας». Υπερβαίνοντας το πλαίσιο των επιστημών εντός του οποίου κατά πρώτον αναπτύχθηκε και εφαρμόσθηκε, προσδιόρισε στη συνέχεια και τη σκέψη επιστημόνων από άλλους χώρους: τη γλωσσολογία, τη φιλοσοφία, τη σημειωτική αλλά και το δίκαιο.
            Οι μετανεωτερικοί φιλόσοφοι εμφανίσθηκαν κυρίως κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα[25], αποποιούμενοι/αρνούμενοι τις βασικές πεποιθήσεις των νεωτερικών φιλοσόφων περί θεμειώδους γνώσεως, ατομικής αυτονομίας και ελέγχου καθώς και της ατέρμονης κοινωνικής προόδου. Ο μετανεωτερικός σκεπτικισμός εμφανίζεται ως κρίση, θραύση, και «αξιώνει» εφαρμογή, αναφορά, στη Δυτική φιλοσοφία ως σύνολο, αμφισβητώντας τις θεωρούμενες ως κληροδότημα του Διαφωτισμού αρχές του ορθολογισμού, οικουμενικότητας και προοδευτισμού[26].
            Οι θεωρούμενοι ως μετανεωτερικοί φιλόσοφοι, όπως ο Foucault και ο Derrida, υποστηρίζουν ότι δεν έχουμε καμμία πρόσβαση σε οποιαδήποτε εξωτερική πραγματικότητα. Η γνώση βασίζεται σε ανθρώπινες εννοιολογικές κατασκευές, και ερμηνείες ερμηνειών των ερμηνειών, κ.ο.κ. επ’άπειρον, ενώ λείπει οποιαδήποτε ορθολογική βάση επιλογής μεταξύ συγκρουόμενων αναγνώσεων. Από την οπτική γωνία του Foucault, η κατασκευή του υποκειμένου κατά τρόπον ώστε να αναγνωρίζει τις ευθύνες του και να επιλέγει, εμπεριέχει μια ανελευθερία. Το κάθε πολιτικό, νομικό, κοινωνικό γεγονός, αναπαρίσταται αμέσως ως ένα γεγονός που καλεί σε μια βασιζόμενη σε αξίες επιλογή. Είσαι ελεύθερος να διαλέξεις μεταξύ αυτού και εκείνου. Αλλά, βεβαίως, δεν είσαι ελεύθερος. Είσαι πάντα κατασκευασμένος και καναλισμένος ως μια επιλέγουσα οντότητα[27].
            Οι ασκούντες αρνητική κριτική στον Duncan Kennedy, επισημαίνουν ότι σύμφωνα με τη μετανεωτερική τοποθέτηση, η οποία υποθετικά τον έχει επηρεάσει, η ημετέρα θεώρηση του κόσμου, της νομικής πραγματικότητας και της ηθικής, έχει καθ’υπερβολήν επηρεασθεί από μεροληπτικά συμφέροντα, βασιζόμενα στη Νιτσεϊκή επιθυμία εξουσίας. Όμως, ισχυρίζονται, η Νιτσεϊκή έννοια μιας αισθητικής αριστοκρατίας συγκρούεται με τη συμπάθεια του Duncan Kennedy για τους κοινωνικά καταπιεσμένους. Του προσάπτουν εξάλλου, ότι αρνείται να κατασκευάσει εναλλακτικές πολιτικές θεωρίες[28].
            Ο Kennedy προβαίνει σε μια συγκριτική ανάλυση δικαίων, η οποία λειτουργεί ως ένα πολυσύνθετο παιχνίδι συγκριτικής πολιτισμικής πολιτικής. Τον ενδιαφέρει ιδιαιτέρως να προσφέρει μια περιγραφή της διαφοράς της ευρωπαϊκής ηπειρωτικής νομικής σκέψεως από εκείνη των ΗΠΑ. Προβαίνει, λοιπόν, σε μια ακραία επιτηδευμένη περιγραφή, η οποία παρουσιάζει την ευρωπαϊκή ηπειρωτική νομική σκέψη υπό διαρκώς αρνητικό φώς, με βασικό σκοπό να παρουσιάσει ως αμιγώς αμερικανικά, τα δικαιικά χαρακτηριστικά που ο ίδιος θέλει να υποστηρίξει. Το γεγονός αυτό έχει ως συνέπεια να του προσάπτουν ότι μετέχει, ίσως και συμβάλλει, σε έναν παρατηρούμενο αμερικανικό νομικό σωβινισμό[29].

7. Κριτική της Κριτικής Θεωρήσεως του Δικαίου


            Όπως λοιπόν αναφέρθηκε, η παραδοσιακή πανεπιστημιακή νομική κοινότητα στις ΗΠΑ αντέδρασε με έντονη εχθρότητα στις απόψεις που εξέφραζαν τα μέλη της Κινήσεως. Τους θεώρησαν ως μια επικίνδυνη, αριστερή απειλή για τον κανόνα δικαίου. Η εχθρότητα αυτή είχε σημαντικές συνέπειες για την εξέλιξη της Κινήσεως. Μετά το 1984 ή το 1985, ήταν αδύνατον να προσληφθούν σε πανεπιστήμια, εκτός αν επρόκειτο για τα λεγόμενα οχυρά της Κινήσεως, δηλαδή το Stanford, το Harvard και το Buffalo.[30]
            Οι θέσεις της Κινήσεως γοήτευσαν πολλούς και στον Ευρωπαϊκό χώρο, ιδιαιτέρως δε στην Αγγλία. Παρατηρείται ότι, αυτό που εξ αρχής διαφοροποίησε τους άγγλους νομικούς που υιοθέτησαν αυτή την προσέγγιση του δικαίου από άλλες Σχολές, ήταν η απουσία οποιασδήποτε ευθείας, άμεσης σχέσεως με τη νομική θεωρία ή με τους ουσιαστικούς κανόνες δικαίου. Επικεντρώθηκαν στην κριτική του νομικού τυπικού και όχι στις στοχεύουσες σε μεταρρύθμιση αναλύσεις του ουσιαστικού δικαίου ή της επαγγελματικής πρακτικής. Δεν πρότεινε, όπως λέγεται, καμμία δικαιική «υπόσχεση ευτυχίας», οι θέσεις της ήσαν αρνητικές και θεωρητικές. Αυτό μεν δεν είναι απαραίτητα λόγος προς καταδίκη της Κινήσεως, γεννά όμως κάποια ερωτήματα, και για το ακριβές αντικείμενο των μελετών τους αλλά και για τη σημασία αυτής της απουσίας ή της παρακάμψεως του δικαίου, τη στιγμή που η ίδια η Κίνηση προσδιορίζεται σαφώς από τη σχέση της με την κριτική του δικαίου, ή ακριβέστερα, των νομικών σπουδών[31].
            Της προσάπτουν ότι ήταν σε σύγχυση, ως προς το αν ο «πραγματικός εχθρός» ήταν η πίστη του φιλελεύθερου νομικού στις αξίες του Διαφωτισμού ή η επαγγελματική πρακτική του δικαίου. Είτε συνέβαινε το ένα είτε συνέβαινε το άλλο, υποστηρίζεται ότι επικρατούσε στα μέλη της μια αβεβαιότητα που υποθετικά εμπόδιζε την αυτοκριτική, από φόβο μήπως φανεί ότι στο βάθος κρυβόταν ένας μηδενισμός ή απλώς το κενό. Επιπλέον, όταν άρχισε να εξαφανίζεται το μαρξιστικό πρότυπο του πολιτικού διανοούμενου, με την κατάρρευση των ανατολικοευρωπαϊκών σοσιαλιστικών καθεστώτων,  έχασε το νόημά του ο προσδιορισμός του διανοούμενου που υποστήριζε τους φτωχούς και καταπιεσμένους. Αντίστοιχα, και οι υποστηρίζονες τις θέσεις της Κινήσεως έμειναν, όπως λέγεται, με μια άμορφη και χωρίς όνομα επιθυμία[32].
            Και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, παρατηρείται ότι οι αρχικώς ιδεολόγοι και επαναστάτες κριτικοί του κατεστημένου νομικού συστήματος, στην πλειοψηφία τους δεν άντεξαν την πίεση του περιθωρίου και επιδίωξαν την σύμφωνη με το αστικό πρότυπο ιεραρχική τους εξέλιξη. Ορισμένοι από αυτούς, κατέλαβαν θέσεις σε παραδοσιακά  πανεπιστημιακά ιδρύματα, προκαλώντας εν τέλει τον προβληματισμό αν αυτό σημαίνει ότι η Κίνηση κατέκτησε τους θεσμούς ή οι θεσμοί υιοθέτησαν την Κίνηση.

8. Επίλογος


            Αναγγέλθηκε από ορισμένους, ο θάνατος της Κινήσεως. Υποστηρίχθηκε και ότι είχε ήδη ολοκληρωθεί η πορεία της Κινήσεως από τη δεκαετία του ’80, και συγκεκριμένα το 1984, όταν ο ίδιος ο Duncan Kennedy ρητά δήλωνε ότι η «θεμελιώδης αντίφαση», μια από τις βασικές έννοιες, όπως λέχθηκε, που πρέσβευε η Κίνηση, θα έπρεπε να «ξερριζωθεί». Θεωρεί άλλωστε ο Kennedy, ότι η Κίνηση δεν υφίσταται πλέον, ότι όμως η «Σχολή» και η «θεωρία δικαίου» συνεχίζουν[33].
            Πρόσφατα λοιπόν δήλωνε, ότι «ποτέ δεν μπορείς να βασισθείς στο δίκαιο». Σύμφωνα με τη θέση αυτή, ως ηθικοί και πολιτικοί παράγοντες προβαίνουμε σε επιλογές που δεν μπορούν να δικαιολογηθούν σύμφωνα με τις διαθέσιμες αρχές που υποθετικά ρυθμίζουν αυτό το συγκεκριμένο είδος επιλογής, διότι είναι «στη φύση» των αρχών, είτε να αντιφάσκουν προς αλλήλας είτε να καθίστανται έωλες τη στιγμή ακριβώς που χρειαζόμαστε περισσότερο (και θέλουμε) να μας πουν τι να κάνουμε. Πρέπει τότε να καταφύγουμε στην έμπνευση ή στη διαίσθηση. Ισχυρίζεται ο Kennedy ότι το θέμα δεν είναι να προσπαθήσεις να αποφασίσεις ποιες αρχές κυβερνούν, και μετά να τις εφαρμόσεις. Αυτό, πιστεύει, είναι νομικισμός. Το θέμα είναι να υποταχθείς στη διαλεκτική αρχής και εμπνεύσεως, αναζητώντας μια δικαιοσύνη που να υπερβαίνει και τις δύο[34].
            Πολύ ενδιαφέρουσα σχετικά είναι και η επισήμανση, ότι τους Κριτικούς απασχολεί ιδιαιτέρως, μέχρι του σημείου να τους έχει γίνει έμμονη ιδέα, το πρόβλημα της ασυλίας που απολαμβάνει το νομικό σύστημα έναντι της ασκούμενης κατ’αυτού κριτικής. Όμως, υποστηρίζεται, η ασυλία αυτή καθίσταται εν τέλει απειλητικότερη για τους ίδιους τους Κριτικούς, αναγκάζοντάς τους να υποστηρίξουν θέσεις που μπορεί να μετατρέψουν την Κίνησή τους σε μια αυτολειτουργούσα οντότητα. Και για οποιοδήποτε κριτικό κίνημα, αυτό δεν συνιστά ένα ελπιδοφόρο μέλλον, παρά ένα είδος απαλού θανάτου (soft death), μετά τον οποίο αυτό που απομένει δεν είναι ένα κίνημα παρά ένα σύστημα[35].
            Στις πρόωρες αναφορές περί θανάτου της Κινήσεως, αντιτάσσεται ότι έχει αυτή σημαντική και αναμφισβήτητη επιτυχία και δείχνει ελάχιστα σημάδια κάμψεως[36].  Ότι τα μέλη της έχουν επιτύχει σημαντική εκπροσώπηση στον ακαδημαϊκό χώρο. Το πρόβλημα βέβαια είναι ότι δεν κυριάρχησαν ως ομάδα, ως Κίνηση, σε καμμία μεγάλη Νομική Σχολή. Αποτέλεσμα των εσωτερικών διασπάσεων και της αναπόφευκτης κωπώσεως, ήταν να χάσουν το κουράγιο τους να συνεχίσουν ως η ενωμένη ομάδα ακαδημαϊκών νομικών και δικηγόρων, οι οποίοι στο παρελθόν είχαν δεσμευθεί να συναντώνται τουλάχιστον μια φορά τον χρόνο για να ανταλλάσσουν ιδέες και όνειρα[37].
            Υποστηρίζεται πάντως από μέλη της, ότι, αντί να αναγγέλλεται ο θάνατος της Κινήσεως, καλύτερα είναι να προτάσσεται η απάντηση του Μάο, όταν τον ρώτησαν αν η Γαλλική Επανάσταση ήταν μια επιτυχία ή μια αποτυχία: Είναι πολύ νωρίς για να απαντήσουμε![38].




* Εισήγησή μου σε σεμινάριο του μεταπτυχιακού τμήματος Συγκριτικού Δικαίου Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 1.6.2003, δημοσιεύθηκε στη νομική επιθεώρηση: Ελληνική Δικαιοσύνη 2003, σ. 1519-1525. 
[1] P. Schlag, The Problem of the Subject, 69 Tex.L.Rev. 1627, 1679-1680 (1991).
[2] P. Schlag, U.S. CLS, Law and Critique 10 (1999) 199, 200.
[3] Dun. Kennedy, How the Law School Fails: A Polemic, Yale Review of Law & Social Action 1 (1970), 71, 72.
[4] Ως ένα ρομαντικό κίνημα που αντιπαρέθεσε στο δίκαιο τη ζωή, κατά τον A. Geary, Law and Aesthetics, Oxford-Portland Oregon 2001, 25-27.
[5] Για τις «μορφές» του δικαίου των ΗΠΑ, βλ. και P. Schlag, The Aesthetics of American Law, 115 Harv.L.Rev. 1049 (2002).
[6] S.L. Winter, The Next Century of Legal Thought?, 22 Cardozo L.Rev. 747 (2001).
[7] Για τον Νομικό Ρεαλισμό, βλ. και Ε. Μουσταϊρα, Η εξέλιξη του Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Παράδοση-Επανάσταση-Αντεπανάσταση, Αθήνα 1996, 19-23.
[8] Είναι πολύ ενδιαφέρον το ότι θεωρείται υπεύθυνη η κυριαρχία των δικαστών, της «δικαστικής προοπτικής» (juridical perspective) στο χώρο του δικαίου των ΗΠΑ, για τον περιορισμό του βλέμματος, για μια κάποια αντιπνευματικότητα των νομικών εκεί, βλ. και P. Schlag, Anti-Intellectualism, 16 Cardozo L.Rev. 111 (1995).
[9] Dun. Kennedy, Form and Substance in Private Law Adjudication, 89 Harv.L.Rev. 1685, 1689 (1976).
[10] J. Paul, CLS 2001, 22 Cardozo L.Rev. 701, 702 (2001).
[11] S.M. Feldman, American Legal Thought from Premodernism to Postmodernism. An Intellectual Voyage, New York-Oxford 2000, 130-131.
[12] L.J. Wintgens, Droit, principes et théories. Pour un positivisme critique, Bruxelles 2000, 170.
[13] P. Schlag, Law and Critique 10 (1999) 202.
[14] Σχετικά πρόσφατα, σειρά άρθρων στο Columbia Law Review έχουν ως κεντρικό τους θέμα μια φανταστική χώρα τη «χώρα των δικηγόρων» (Lawyerland) και αναπτύσσουν με ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα τρόπο διάφορα ζητήματα του αμερικανικού δικαίου. Κατά τον P. Schlag, Jurisprudence Noire, 101 Col.L.Rev. 1733, 1739 (2001), η «χώρα των δικηγόρων» είναι το αντίθετο από την ακαδημαϊκή νομική σκέψη, η οποία παρουσιάζει το δίκαιο ως τυπικό, εστιασμένο στην κρίση των εφετείων, γενικώς δικαστικοκεντρικό και εμπνεύσεως κανονιστικής. Αντίθετα, λοιπόν, το όλο ύφος της «χώρας των δικηγόρων», η μη τυπική γλώσσα που χρησιμοποιεί, ο εστιασμός στο υποκείμενο και στο συγκείμενο, οι περιορισμένες θεωρήσεις της, η συμβιβασμένη ηθική της και η κραυγαλέα συναισθηματική της παρουσίαση, συνιστούν επίθεση, απόρριψη, αντίδοτο στην ακαδημαϊκή παρουσίαση του δικαίου ως ενός τυπικού συστήματος συντιθέμενου και ρυθμιζόμενου από ιδέες.
[15] L.J. Wintgens, (σημ. 12),172.
[16] M. Kelman, A Guide to Critical Legal Studies, Cambridge, Mass./London 1987, 64-65.
[17] Dun. Kennedy, A Critique of Adjudication (fin de siècle), Cambridge, Mass./London 1997, 336.
[18] D.M. Davis, Adjudication and Transformation: Out of the Heart of Darkness, 22 Cardozo L.Rev. 817, 832 (2001).
[19] Ε. Μουσταϊρα, (σημ. 7), 75.
[20] P. Schlag, 69 Tex.L.Rev. 1680 σημ. 182 (1991).
[21] D. Manderson. Songs without Music. Aesthetic Dimensions of Law and Justice, Berkeley/Los Angeles/London 2000, 165, 168.
[22] P. Schlag, Law and Critique 10 (1999) 201-202.
[23] Η αποδόμηση θεωρείται ένας τρόπος αναλύσεως των τεχνικών όρων που διαρθρώνουν ειδικές ομιλίες, ένας τρόπος αναγνώσεως, μια ερμηνεία αντίθετη προς την κοινή λογική της χρησιμοποιήσεως της γλώσσας, αφού αναποδογυρίζει την παραδοσιακή ιεραρχία των εννοιών. Βλ. και P. Goodrich, Europe in America: Grammatology, Legal Studies, and the Politics of Transmission, 101 Col.L.Rev. 2033, 2038-2039 (2001), ο οποίος αναφέρει ότι η αποδόμηση «προσγειώθηκε» στις ΗΠΑ το 1976, ως ιερογλυφικό σχήμα, με τη μορφή της αγγλικής μεταφράσεως του έργου του Derrida για τα συστήματα γραφής, «De la Grammatologie». Βλ. επίσης Γ. Κακολύρη, Ο Ζακ Ντεριντά και η αποδομητική ανάγνωση: Μερικά μεθοδολογικά προβλήματα, στο: Ποίηση, Φθινόπωρο-Χειμώνας 2002, 114, ο οποίος σημειώνει ότι «η αποδόμηση καλείται να συστεγάσει ταυτόχρονα δύο εκ διαμέτρου αντίθετους τρόπους ανάγνωσης: μιά παραδοσιακή ή αποκρυπτογραφική ανάγνωση και μια κριτική ανάγνωση».
[24] E. Leach, Λεβι-Στρος, Αθήνα 2002 [1970], 11-12.
[25] Η μετανεωτερική περίοδος ξεκίνησε από τις τέχνες, αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά κέρδισε την αναγνώριση, στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Τις επόμενες δεκαετίες, του ’70 και του ’80, η μετανεωτερικότητα έπαψε να αφορά κατά βάση τις καλλιτεχνικές κινήσεις και συνδέθηκε με το φιλοσοφικό στοχασμό και την αφηρημένη θεωρία. Βέβαια, όπως σημειώνεται, η καλλιτεχνική πρέλευση της μετανεωτερικότητας παραμένει ιδιαιτέρως ορατή, και αυτό εξηγεί το γιατί κάθε μετανεωτερικός διανοητής έχει γράψει περί τέχνης, βλ. D. Litowitz, Postmodern Philosophy and Law, Kansas 1997,  8.
[26] H.L. Fairlamb, Critical Conditions. Postmodernity and the Question of Foundations, Cambridge 1994, 1.
[27] P. Schlag, 69 Tex.L.Rev. 1700 (1991).
[28] C.W. Maris Van Sandelingenambacht, Legal Positivism and the End of European Private Law. Duncan Kennedy’s Critique of Adjudication, Eur.Rev.Priv.L. 2002, 114-115, 127.
[29] M. de S.-O.-l’E. Lasser, Do Judges Deploy?, 22 Cardozo L.Rev. 863, 890 (2001).
[30] P. Schlag, Law and Critique 10 (1995) 205.
[31] P. Goodrich, The Critic’s Love of the Law: Intimate Observations on an Insular Jurisdiction, Law and Critique 10 (1999) 343, 348.
[32] P. Goodrich, Law and Critique, 10 (1999) 356.
[33] Dun. Kennedy, A Critique of Adjudication, (σημ. 17), 8-11.
[34] Dun. Kennedy, A Semiotics of Critique, 22 Cardozo L.Rev. 1147, 1158-1159 (2001).
[35] A. Schütz, Sons of the Writ, Sons of the Wrath: Pierre Legendre’s Critique of Rational Law-Giving, in: Law and the Postmodern Mind. Essays on Psychoanalysis and Jurisprudence (eds. P. Goodrich/D. Gray Carlson), Ann Arbor 1998, 193, 221.
[36] J. Paul, 22 Cardozo L.Rev. 702 (2001).
[37] J. Paul, 22 Cardozo L.Rev. 706-707 (2001).
[38] A. Gearey, We fearless Ones: Nietzsche and Critical Legal Studies, Law and Critique 11 (2000) 167, 168.











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου