Translate

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2013

Διεθνής δικαιοδοσία και εφαρμοστέο δίκαιο σε υποχρεώσεις διατροφής

Στην πρώτη φωτογραφία φαίνεται μπροστά ο Στέφανος Ματθίας: Υπήρξε για αρκετά χρόνια Πρόεδρος του Αρείου Πάγου και για όλα τα χρόνια της ζωής του ένας εξαιρετικά και ευρύτατα καλλιεργημένος άνθρωπος.
Είχα τη μεγάλη τιμή να θεωρεί ότι ανήκω στη χορεία των πραγματικών φίλων του.

Η φωτογραφία είναι από συνέδριο της Ένωσης Ελλήνων Δικονομολόγων, στην Αλεξανδρούπολη, τον Ιούνιο του 1999.
Στη δεύτερη φωτογραφία φαίνεται μια Εκκλησία (συγγνώμη, αλλά δεν θυμάμαι ποια είναι...) στο πανέμορφο Delft: Εκεί έζησε και μεγαλούργησε ο Vermeer - έχετε δει και την ταινία "το κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι"; Αν όχι, σπεύστε!! Είναι υπέροχη!
Φωτογραφία του 1987 - πήγα εκεί, ένα απόγευμα από τη Χάγη, όπου παρακολουθούσα τα μαθήματα, μαζί με τη μητέρα μου, η οποία είχε έρθει τις 2 ή 3 τελευταίες ημέρες των μαθημάτων. Μετά το τέλος των μαθημάτων πήγαμε 2 ημέρες στο Άμστερνταμ και στη συνέχεια μια εβδομάδα στο Λονδίνο, όπου και το ...περπατήσαμε σχεδόν όλο!!! Επίσης έκανα εξάσκηση (εξοντωτική...!) ως διερμηνέας, για τη μητέρα μου, η οποία, αντίθετα από εμένα που έμαθα γλώσσες πολύ εύκολα, δεν θα έλεγε κανείς ότι ..είχε έφεση σε αυτές!! Είχε μάθει - υποτίθεται! - αγγλικά στην Παιδαγωγική Ακαδημία, αλλά ομολογεί ευθαρσώς ότι τα μάθαινε σαν Λατινικά για να τα θυμάται στις εξετάσεις!!


Και η τρίτη φωτογραφία, επίσης του 1987, στο Delft (έχω μια μικρή ...ανησυχία μήπως είναι στο Leiden, αλλά δεν νομίζω)



Προβληματισμοί σχετικά με τον Κανονισμό 4/2009 για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και τη συνεργασία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής*

                                      Ελίνα Μουσταΐρα


I. Στο οικογενειακό διεθνές δίκαιο, οι εθνικές παραδόσεις είναι βαθειά ριζωμένες, οπότε είναι κατανοητό πως οποιαδήποτε διεθνής συμβατική ενοποίηση μπορεί να επιτύχει μόνο καλλιεργώντας την τέχνη του συμβιβασμού και του ωφελιμισμού. Μια εις βάθος συγκριτική μελέτη των προς ενοποίηση δικαίων θα μπορούσε ίσως να επιτύχει μια αρκετά ισορροπημένη σύνθεση των διαφορετικών παραδόσεων. Όμως, όπως ορθά επισημαίνεται, η πραγματικότητα δεν είναι και τόσο ειδυλλιακή. Συχνά, αντί να επιδιωχθεί μια τέτοια ισορροπημένη σύνθεση, το μόνο που επιτυγχάνεται είναι μια απλή σώρευση κανόνων λιγότερο ή περισσότερο ετερογενών[1]. Έτσι, οι περιεχόμενοι σε διεθνή κείμενα κανόνες σύγκρουσης αποδεικνύονται «απείρως περιπλοκότεροι αυτών των κοινού [εσωτερικού] δικαίου»[2].
18 Ιουνίου 2011, τέθηκε σε ισχύ ο Κανονισμός 4/2009[3]. Όπως σημειώνεται, η εφαρμογή του έφερε μαζί και ένα πολύ περίπλοκο πανόραμα κανόνων για την επίλυση ζητημάτων ΙΔΔ, σχετικών με τις υποχρεώσεις διατροφής. Κατά την άποψη αυτή, η εφαρμογή αυτών των κανόνων θέτει βασικά δύο προβλήματα. Κατά πρώτον, ο εφαρμοστέος κανόνας μεταβάλλεται συνεχώς, αναλόγως των επιμέρους χαρακτηριστικών της υποχρέωσης διατροφής. Κατά δεύτερον, το περιεχόμενο κάποιων από αυτούς τους κανόνες είναι εξαιρετικά περίπλοκο και κατά περιπτώσεις ακατάληπτο, ώστε να δημιουργείται ένα ΙΔΔ εκκεντρικό (friqui) και υπερεξειδικευμένο, μόνο για μυημένους και τελείως απομακρυσμένο από αυτούς στους οποίους απευθύνεται. Όπως τονίζεται, η ΕΕ θα πρέπει να αποφασίσει τί είδους ΙΔΔ θέλει για το μέλλον[4].

II. Δύο είναι τα βασικά ζητήματα που απασχολούν το ΙΔΔ σχετικά με τις υποχρεώσεις διατροφής: Κατά πρώτον, αναφορικά με το εφαρμοστέο δίκαιο θα πρέπει να προσδιορισθεί αν μια υποχρέωση διατροφής έχει χαρακτήρα αυτόνομο ή αν απορρέει από άλλη έννομη σχέση, π.χ. διαζύγιο ή κληρονομική διαδοχή. Κατά δεύτερον, εφόσον υφίστανται περισσσότεροι κανόνες, και εσωτερικής και διεθνούς συμβατικής και κοινοτικής προέλευσης – όπως στις εδώ εξεταζόμενες περιπτώσεις - προκύπτει θέμα σώρευσης και επικάλυψης αυτών καθώς και κατάταξής τους.
Η προσπάθεια κοινοτικής συστηματοποίησης, κωδικοποίησης του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου εν ευρεία εννοία στα ζητήματα υποχρεώσεων διατροφής, θεωρείται εξαιρετικά φιλόδοξη, δεδομένου ότι πρόκειται για έναν τομέα ο οποίος παραδοσιακά αποτελεί αντικείμενο διεθνών συμβατικών ρυθμίσεων. Αλλά και αντίστροφα, η διαπραγμάτευση και σύναψη των νέων Διεθνών Συμβάσεων σε θέματα διατροφής, αποτελούν ένα τεστ για τον ρόλο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στο παγκόσμιο τοπίο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου[5].

III. Το 2007 υπεγράφησαν από τη Συνδιάσκεψη της Χάγης ΙΔΔ η Σύμβαση για τη διεθνή είσπραξη διατροφής τέκνων και άλλων μελών οικογένειας [Σύμβαση] και το Πρωτόκολο για το εφαρμοστέο δίκαιο σε υποχρεώσεις διατροφής [Πρωτόκολο].
Αρχική πρόθεση της Συνδιάσκεψης ήταν να δημιουργήσει ένα νέο και πλήρες σύστημα διεθνούς συνεργασίας σε ένα ενιαίο κείμενο το οποίο θα περιλάμβανε όλα τα ζητήματα ΙΔΔ αναφορικά με τις υποχρεώσεις διατροφής. Τελικά, το σχέδιο αυτό θεωρήθηκε ως υπερβολικά φιλόδοξο και για τον λόγο αυτόν εγκαταλείφθηκε[6].
Η Σύμβαση είναι ένα κείμενο αρκετά περίπλοκο, αποτελούμενο από 65 άρθρα, σε 9 κεφάλαια και δύο παραρτήματα. Το Πρωτόκολο αποτελεί κατά κάποιον τρόπο συμπλήρωμα ωφέλιμο της Σύμβασης, τυπικά όμως είναι ξεχωριστό κείμενο και αντικείμενο αυτόνομης επικύρωσης από τα κράτη[7].
Στις σχέσεις μεταξύ των συμβαλλόμενων κρατών, η Σύμβαση θα υποκαταστήσει τη Σύμβαση της Χάγης του 1973 για την αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων σχετικά με τις υποχρεώσεις διατροφής, τη Σύμβαση της Χάγης του 1958 για την αναγνώριση και εκτέλεση υποχρεώσεων διατροφής έναντι των τέκνων καθώς και τη Σύμβαση της Νέας Υόρκης του 1956 για τη διεκδίκηση διατροφής στην αλλοδαπή, μόνον κατά το μέτρο που το πεδίο εφαρμογής τους σε αυτά τα κράτη συμπίπτει με το πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης του 2007.

IV. Ο Κανονισμός 4/2009 αποτελεί την πρώτη κοινοτική πράξη μετά την προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στη Συνδιάσκεψη της Χάγης και προβλέπει ρητά συντονισμό με τις εργασίες της[8]. Συγκεκριμένα, στον αριθμό 8 του προοιμίου αναφέρεται στη συμμετοχή της Κοινότητας και των κρατών μελών στις διαπραγματεύσεις που κατέληξαν την 23.11.2007 στην υιοθέτηση των ανωτέρω αναφερθέντων Σύμβασης και Πρωτοκόλου και ορίζει πως «είναι γι’αυτό σκόπιμο να ληφθούν υπόψη αυτά τα δύο κείμενα στο πεδίο του παρόντος Κανονισμού». Επίσης, στο κεφάλαιο περί αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων θα δούμε ότι προβλέπεται διαφορετικό καθεστώς αναλόγως του αν η απόφαση έχει εκδοθεί σε κράτος μέλος το οποίο δεσμεύεται από το Πρωτόκολο της Χάγης 2007. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 76 παρ. 3 του Κανονισμού 4/2009, οι διατάξεις αυτού, πλην κάποιων συγκεκριμένων, εφαρμόζονται από την 18η Ιουνίου 2011, εφόσον το Πρωτόκολο της Χάγης του 2007 «είναι εφαρμοστέο στην Κοινότητα κατ’εκείνη την ημερομηνία».
Η ΕΕ επικύρωσε το Πρωτόκολο της Χάγης την 8.4.2010 (είχε αποφασίσει να παρακάμψει τη διαδικασία της υπογραφής)[9], δηλώνοντας ότι δεν δεσμεύονταν ούτε η Δανία ούτε το Ηνωμένο Βασίλειο, δεδομένου ότι αυτά τα δύο κράτη δεν συμμετείχαν στην Απόφαση του Συμβουλίου της 30.11.2009, σχετικά με την προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στο Πρωτόκολο. Σύμφωνα με τη Απόφαση του Συμβουλίου, η ΕΕ δήλωσε επίσης πως θα εφαρμόσει προσωρινά το Πρωτόκολο της Χάγης 2007 από την 18.6.2011, ακόμα και αν αυτό δεν έχει τεθεί σε εφαρμογή (άρθρο 4 Απόφασης). Επίσης ότι θα το εφαρμόσει από αυτή την ημερομηνία και σε υποχρεώσεις διατροφής προγενέστερες και αξιούμενες σε κράτος μέλος με βάση τον Κανονισμό 4/2009 (άρθρο 5 Απόφασης).
Το Πρωτόκολο δεν έχει ακόμα τεθεί σε εφαρμογή, παρ’ό,τι απαιτούνται μόνον 2 επικυρώσεις. Η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στην ΕΕ θεωρείται από κάποιους ως τουλάχιστον εκκεντρικά αρνητική. Η ΕΕ εφαρμόζει ένα σύνολο κανόνων που δεν απορρέει από την ίδια και που δεν έχει τεθεί σε εφαρμογή, και το κάνει αυτό προκειμένου να εφαρμόσει δικούς της κανόνες, δηλαδή τον Κανονισμό 4/2009. Όπως σημειώνεται, η προσωρινή εφαρμογή μιας διεθνούς συνθήκης προβλέπεται στο άρθρο 25 της Σύμβασης της Βιέννης της 23.5.1969 περί του δικαίου των συνθηκών, το οποίο άρθρο την επιτρέπει εφόσον η ίδια η συνθήκη το ορίζει ή εφόσον τα κράτη που τη διαπραγματεύονται συμφωνήσουν γι’αυτό «με άλλον τρόπο». Το Πρωτόκολο της Χάγης 2007 δεν προβλέπει κάτι τέτοιο. Μπορεί να θεωρηθεί η δήλωση της ΕΕ ως συμφωνία «με άλλον τρόπο»; Δεν φαίνεται πειστική μια τέτοια προσέγγιση, δεδομένου ότι η προσωρινή εφαρμογή μιας συνθήκης αποτελεί πράξη συναινετική, συμφωνηθείσα μεταξύ των κρατών που τη διαπραγματεύθηκαν, προϋπόθεση που δεν πληροί μια δήλωση μονομερής.
Όσον αφορά, τώρα, στα κράτη μέλη της ΕΕ που κατ’αρχήν δεν συμμετέχουν στις εργασίες προετοιμασίας κοινοτικών νομοθετικών πράξεων ούτε δεσμεύονται από αυτές, εν προκειμένω συνέβησαν τα εξής: Η Ιρλανδία εκδήλωσε εξ αρχής την επιθυμία της να συμμετάσχει και να εφαρμόσει τον Κανονισμό. Το Ηνωμένο Βασίλειο, αρχικά εκδήλωσε την επιθυμία του να μην συμμετάσχει, αργότερα όμως κοινοποίησε στην ΕΕ την πρόθεσή του να αποδεχθεί και να εφαρμόσει τον Κανονισμό. Η Δανία, αντίθετα από τα άλλα δύο κράτη, δεν μπορεί να συμμετάσχει, διότι το Πρωτόκολο (22) περί της θέσης της δεν προβλέπει δυνατότητα επιλογής. Επειδή εν προκειμένω ενδιαφερόταν η Δανία να εφαρμόσει κάποιους κανόνες του Κανονισμού 4/2009, δημιουργήθηκε ένα περίπλοκο σύστημα, το οποίο της έδωσε πρόσβαση με τη δικαιολογία ότι ο Κανονισμός 4/2009 εισήγαγε τροποποίηση στους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας για ζητήματα διατροφής του Κανονισμού Βρυξέλλες Ι (για την εφαρμογή του οποίου από τη Δανία επίσης απαιτήθηκε σχετική Συμφωνία με την ΕΕ). Έτσι, με δικαιολογία την τροποποίηση αυτή, επετράπη στη Δανία να εφαρμόσει μερικώς τον Κανονισμό 4/2009 – «κερκόπορτα» (puerta trasera).

V. Ο Κανονισμός αυτός – η δημοσίευση του οποίου στην Επίσημη Εφημερίδα των ΕΚ εκτείνεται σε 79 σελίδες! - είναι ίσως το περιπλοκότερο από τα «προϊόντα» της κοινοτικοποίησης του ΙΔΔ. Περιλαμβάνει κανόνες για τη διεθνή δικαιοδοσία, για το εφαρμοστέο δίκαιο, για την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και για τη συνεργασία μεταξύ αρχών στα ζητήματα των υποχρεώσεων διατροφής. Υπερβαίνει, λοιπόν, τον ειδικό στόχο της ενεργοποίησης της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης αποφάσεων σε ζητήματα υποχρεώσεων διατροφής, θέτοντας ως γενικότερο στόχο την πραγματοποίηση μιας εξαντλητικής κωδικοποίησης του θέματος αυτού[10].
Βασική διαπνέουσα τον Κανονισμό αρχή είναι η αρχή της προστασίας του δικαιούχου διατροφής – favor creditoris. Η αρχή αυτή ανιχνευόταν ήδη κατά τη σύνταξη της Σύμβασης των Βρυξελλών, η οποία προέβλεπε ειδική δικαιοδοτική βάση για υποχρεώσεις διατροφής το forum του ενάγοντα (άρθρο 5 αρ. 2). Η δικαιοδοτική αυτή βάση διατηρήθηκε και στον Κανονισμό 44/2001, τον οποίο θα υποκαταστήσει ο παρών Κανονισμός στα συγκεκριμένα ζητήματα (άρθρο 68 παρ.1).
Όσον αφορά στο πεδίο καθ’ύλην εφαρμογής του Κανονισμού, προσδιορίζεται κατά τρόπο ευρύ στο άρθρο 1, το οποίο αναφέρεται σε υποχρεώσεις διατροφής που απορρέουν από οικογενειακές σχέσεις ή σχέσεις συγγένειας, γάμου ή αγχιστείας. Δεν δίνει ορισμό αυτών ο Κανονισμός, επιμένοντας στην ανάγκη αυτόνομης ερμηνείας τους, την οποία θεωρεί απαραίτητη για την εξασφάλιση της ίσης μεταχείρισης των δικαιούχων διατροφής, ανεξαρτήτως forum (αρ. 11 Προοιμίου). Ήδη κατά την ερμηνεία του άρθρου 5 αρ. 2 του Κανονισμού Βρυξέλλες Ι, το ΔΕΚ είχε ερμηνεύσει ευρέως την έννοια των υποχρεώσεων διατροφής, υπάγοντας σε αυτήν και υποχρεώσεις εκ του νόμου και υποχρεώσεις οριζόμενες από το δικαστήριο, ανεξαρτήτως της ονομασίας αυτών κατά το εφαρμοστέο επί της ουσίας δίκαιο.
Επίσης, η απαίτηση αυτόνομης ερμηνείας της έννοιας των υποχρεώσεων διατροφής είχε επιβεβαιωθεί από το ΔΕΚ και αναφορικά με την έννοια του δικαιούχου διατροφής. Στην έννοια αυτή του δικαιούχου, ο Κανονισμός 4/2009 υπάγει και τον «δημόσιο οργανισμό ο οποίος ενεργεί εξ ονόματος προσώπου το οποίο δικαιούται διατροφή ή τον οργανισμό στον οποίο θα πρέπει να επιστραφούν επιδόματα που χορηγήθηκαν αντί διατροφής» (άρθρο 64). Ευθυγραμμίζεται έτσι ο Κανονισμός προς τις ρυθμίσεις τη Σύμβασης της Χάγης (άρθρο 36) και εξασφαλίζει στον δημόσιο οργανισμό, ο οποίος συνεχίζει να υπόκειται στο δίκαιο του κράτους του, ότι μπορεί να ζητήσει την αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων που τον αφορούν σύμφωνα με τις απλοποιημένες διαδικασίες του Κανονισμού 4/2009.
Ένα από τα ζητήματα στα οποία δίστασαν οι συντάκτες του Κανονισμού να υιοθετήσουν την πρόταση της Επιτροπής, ήταν το να καλύπτονται και οι υποχρεώσεις διατροφής που απορρέουν από σχέσεις χωρίς γάμο. Αποκλείονται, λοιπόν, κατ’αρχήν από την εφαρμογή του Κανονισμού οι αξιώσεις που πηγάζουν από ενώσεις διαφορετικές του γάμου, όπως π.χ. από καταχωρημένη συμβίωση ή απλή συμβίωση. Υποστηρίζεται από κάποιους νομικούς, οι οποίοι δεν συμφωνούν με τον αποκλεισμό αυτόν, ο χαρακτηρισμός αυτών των σχέσεων, αφού δεν υπάρχει μια αυτόνομη έννοια, να εναπόκειται ατομικά στα κράτη μέλη. Με δεδομένο, λένε, το ότι η αναγνώριση τέτοιων καταστάσεων απαιτείται από την κοινωνική και δικαιική πραγματικότητα ενός συνεχώς αυξανόμενου αριθμού κρατών της ΕΕ αλλά και με την ανάγκη συνεκτικότητας του Κανονισμού με το Πρωτόκολο της Χάγης, το οποίο στο άρθρο 1 προβλέπει και την εφαρμογή του σε υποχρεώσεις διατροφής τέκνων ανεξαρτήτως της ύπαρξης γάμου των γονέων του, δεν θα έπρεπε να αποκλείεται σε ένα κράτος η δυνατότητα να ερμηνεύει την έννοια των οικογενειακών σχέσεων lege fori. Αναγνωρίζουν, βέβαια, πως μια τέτοια δυνατότητα θα διακινδύνευε την ομοιομορφία της εφαρμογής του Κανονισμού. Αναμένουν, λοιπόν, την παρέμβαση σχετικά με το θέμα αυτό του ΔΕΕ, το οποίο αναπόφευκτα θα κληθεί κάποια στιγμή να ερμηνεύσει και τον Κανονισμό αλλά και το Πρωτόκολο[11].

VI. Όσον αφορά στις διατάξεις περί διεθνούς δικαιοδοσίας, παρατηρείται πως ο Κανονισμός 4/2009 δεν απομακρύνεται μεν από τις βασικές αρχές του Κανονισμού Βρυξέλλες Ι, όμως η εμβέλειά του είναι σαφώς μεγαλύτερη αφού το σύστημα που καθιερώνει έχει φιλοδοξίες καθολικότητας και δεν περιορίζεται σε διαμάχες μέσα στην Κοινότητα, κυρίως με βάση την κατοικία του εναγομένου, όπως κάνει ο Κανονισμός Βρυξέλλες Ι.
Κατ’αρχήν ο Κανονισμός επιβεβαιώνει την ενισχυόμενη με το πέρασμα του χρόνου πρωτοκαθεδρία της συνήθους διαμονής ως συνδετικού στοιχείου (και δικαιοδοσίας και εφαρμοστέου δικαίου), αναφορικά με την προσωπική κατάσταση και τους δορυφόρους της[12]. Έτσι, κύρια δικαιοδοσία εγκαθιδρύεται στον τόπο συνήθους διαμονής, είτε του δικαιούχου είτε του υπόχρεου διατροφής, κατ’επιλογήν του ενάγοντα (άρθρο 3). Κρίθηκε ότι σε μια σχέση εκ των πραγμάτων άνιση, μπορούσε να δοθεί ένα αντίστροφα άνισο δικαίωμα επιλογής forum στον δικαιούχο, να δοθεί δηλαδή το πλεονέκτημα ενός forum actoris μόνο προς όφελός του. Είναι προφανές πως αποτέλεσμα στην πράξη θα είναι, ο ισχυρός υπόχρεως να μην μπορεί ποτέ – εκτός αν πάρει σχετική πρωτοβουλία ο αδύναμος δικαιούχος – να εναχθεί στον τόπο της συνήθους διαμονής του.
Για τις υποθέσεις που συνδέονται με τρίτα κράτη, δεν παραπέμπει στο εθνικό δίκαιο, όπως κάνει το άρθρο 4 του Κανονισμού Βρυξέλλες Ι όταν ο εναγόμενος δεν έχει κατοικία σε κράτος μέλος, αλλά περιλαμβάνει ειδικούς κανόνες που εφαρμόζονται όταν κανενός κράτους μέλους τα δικαστήρια δεν είναι αρμόδια με βάση τους γενικούς κανόνες (άρθρα 3-5). Έτσι, τα άρθρα 6 (συντρέχουσα δικαιοδοσία) και 7 (αναγκαστική δικαιοδοσία – forum necessitatis) του Κανονισμού καθιερώνουν δικαιοδοσία των δικαστηρίων κράτους μέλους σε περιπτώσεις που κανονικά δεν έχουν, όταν πρόκειται για τα δικαστήρια κράτους κοινής ιθαγένειας των διαδίκων, στην πρώτη περίπτωση, και όταν φαίνεται ανέφικτη ή μη ευλόγως δυνατή ή έναρξη ή διεξαγωγή διαδικασίας σε τρίτο κράτος με το οποίο η υπόθεση έχει στενό σύνδεσμο, στη δεύτερη περίπτωση.
Ευλόγως επισημαίνεται πως η φιλοδοξία του κοινοτικού νομοθέτη περί καθολικότητας, θα έπρεπε να τον οδηγήσει να λάβει υπόψη του και άλλες περιπτώσεις σύνδεσης επίδικης διαφοράς με τρίτα κράτη και να καθιερώσει και άλλες σχετικές διατάξεις. Προβάλλονται ως τέτοια παραδείγματα, αφενός το άρθρο 4, περί παρέκτασης αρμοδιότητας και τα άρθρα 12 και 13 περί εκκρεμοδικίας και συνάφειας, αντίστοιχα. Το άρθρο 4 επικεντρώνεται στις περιπτώσεις που το επιλεγέν forum ευρίσκεται σε κράτος μέλος ή σε κράτος μέλος της νέας Σύμβασης του Λουγκάνο. Σε περίπτωση που επιλέγεται δικαστήριο τρίτου κράτους, θα θεωρηθεί ότι η συμφωνία αυτή επιλογής δεν έχει κανένα αποτέλεσμα; Επίσης, τα άρθρα 12 και 13 δεν ορίζουν τίποτα για την περίπτωση που το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο είναι δικαστήριο κράτους μη μέλους. Στην περίπτωση που θα πρόκειται για δικαστήριο κράτους μέλους της Σύμβασης του Λουγκάνο του 2007, θα δημιουργηθεί μια αρκετά δύσκολη κατάσταση, δεδομένου ότι στην αντίστροφη περίπτωση, το κράτος μέλος της Σύμβασης αυτής είναι υποχρεωμένο να σεβαστεί εκκρεμοδικία ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους ΕΚ. Επίσης μένει απολύτως ανοικτό το ζήτημα των συνεπειών εκκρεμοδικίας ενώπιον δικαστηρίων τρίτου κράτους.
Στις ανωτέρω προβληματικές περιπτώσεις, σημειώνεται πως τρεις είναι κατ’αρχήν οι πιθανές λύσεις. Είτε προσφυγή στο εθνικό δίκαιο, είτε εφαρμογή κατ’αναλογίαν αρχών καθιερωμένων από ανάλογες διατάξεις του Κανονισμού, είτε θέσπιση από τον κοινοτικό νομοθέτη ειδικών διατάξεων προς ρύθμιση των περιπτώσεων αυτών[13].
Όσον αφορά στο εφαρμοστέο δίκαιο, το Πρωτόκολο της Χάγης 2007, στο οποίο ευθέως και συνολικά παραπέμπει ο Κανονισμός (άρθρο 15), αποτελείται από 30 άρθρα και ορίζει κατ’αρχήν το δίκαιο του κράτους (συμβαλλόμενου ή μη) της συνήθους διαμονής του δικαιούχου (άρθρο 3) – αρχή που ίσχυε ήδη στη Σύμβαση του 1973. Προβλέπονται όμως και άλλοι ειδικοί κανόνες οι οποίοι, όπως λέγεται, μεταφράζουν την αύξηση της ισχύος της lex fori, δίκαιο που ως γνωστόν έχει την προτίμηση των κρατών του common law[14].
Επίσης προβλέπεται μια περιορισμένη δυνατότητα επιλογής εφαρμοστέου δικαίου από τα μέρη, μεταξύ 4 προκαθορισμένων δικαίων (άρθρο 8).
Ίσως οι πλέον εκκεντρικές ρυθμίσεις του Κανονισμού είναι αυτές που αφορούν στην αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών αποφάσεων. Προβλέπονται δύο είδη κρατών μελών[15], αυτά τα οποία δεσμεύονται από το Πρωτόκολο της Χάγης 2007 και αυτά τα οποία δεν δεσμεύονται. Οι αποφάσεις που εκδίδονται στα πρώτα, θα απολαύουν εκτελεστότητας και στα υπόλοιπα κράτη μέλη. Καταργείται δηλαδή ως προς αυτά τα κράτη το exequatur (άρθρο 17) – και αυτό είναι ο πιο θεαματικός νεωτερισμός του Κανονισμού. Συνεχίζει όμως να απαιτείται exequatur για τις αποφάσεις που εκδίδονται σε κράτος που δεν δεσμεύεται από το Πρωτόκολο της Χάγης 2007 (άρθρο 26).

VII. Κάποιοι θεωρούν πως ο Κανονισμός 4/2009 δίνει εξαιρετικά αποτελεσματικές και φιλικές προς τους δικαιούχους διατροφής λύσεις και εκθειάζουν τον νεωτερισμό του αναφορικά κυρίως με την αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών αποφάσεων[16].
Τα σχόλια όμως και αρκετών νομικών για τον Κανονισμό αυτόν είναι καυστικά. Όχι αδικαιολόγητα. Θεωρούν πως είναι πολύ σημαντικό για την ΕΕ το να θεσπίζει κανόνες κατανοητούς και εφαρμόσιμους και ότι αυτό δεν συμβαίνει με τον Κανονισμό 4/2009, ο οποίος περιλαμβάνει 12 άρθρα για τη διεθνή δικαιοδοσία και 27 άρθρα και 2 παράλληλες διαδικασίες για την αναγνώριση και την κήρυξη εκτελεστότητας αποφάσεων και πράξεων δικαστικών και δημόσιων εγγράφων άλλων κρατών μελών της ΕΕ. Ότι με τον Κανονισμό αυτόν δημιουργήθηκε ένα λαβυρινθώδες σύστημα υποχρεώσεων διατροφής, το οποίο αντί να διευκολύνει την ικανοποίησή τους, καταλήγει να την καθιστά εξαιρετικά πολύπλοκο πρόβλημα και εφικτή ίσως μόνο σε μια μειοψηφία που θα μπορεί να αντιμετωπίσει τα υψηλά έξοδα μιας εξειδικευμένης νομικής γνωμάτευσης[17].
Η ποικιλία αυτή των πηγών ΙΔΔ στο πεδίο των υποχρεώσεων διατροφής και οι καθιερωθέντες από τα συνυπάρχοντα διεθνή κείμενα «μηχανισμοί ελαστικότητας» οδηγούν συχνά σε αμφίβολης ορθότητας λύσεις, σε λύσεις «μεταβαλλόμενης γεωμετρίας»[18]. Η απόφαση της Κοινότητας να μην συμπεριλάβει στον Κανονισμό κανόνες σύγκρουσης δικαίων, παρά να παραπέμψει στο Πρωτόκολο της Χάγης, είναι κατανοητή αν ληφθεί υπόψη πως δεν είναι δυνατόν να υιοθετούνται δύο σύνολα κανόνων, συγχρόνως καθολικής ισχύος[19]. Από την άλλη πλευρά, η διαφοροποίηση στις προϋποθέσεις αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων, αναλόγως του αν τα κράτη μέλη της ΕΕ είναι και κράτη μέλη του Πρωτοκόλου της Χάγης 2007, προκαλεί και σχόλια του τύπου πως ο Κανονισμός δεν έκανε τίποτε άλλο στην ουσία παρά να θέσει σε εφαρμογή το Πρωτόκολο αυτό και ότι σε σύγκριση με το «κοινοτικό κεκτημένο» στο ευρωπαϊκό δικονομικό δίκαιο, ο Κανονισμός περιλαμβάνει σημαντικές υποχωρήσεις[20]. Αυτή ακριβώς η αλληλεξάρτηση των δύο κειμένων μπορεί να αποδειχθεί και η Αχίλλειος πτέρνα του Κανονισμού[21].
Με αυτά τα δεδομένα, δεν φαίνονται αβάσιμοι οι φόβοι πως μπορεί αυτή η αποσπασματικότητα των πηγών κανόνων ΙΔΔ να οδηγήσει και σε αποσπασματικότητα λύσεων, κάτι που είναι κατανοητό στις περιπτώσεις που τα ΙΔΔ των κρατών παραμένουν ανεξάρτητα, αλλά απολύτως μη συγχωρητέο και ακατανόητο στις περιπτώσεις υποτιθέμενης ενοποίησης κανόνων σε περιφερειακό ή διεθνές επίπεδο.




* Βάση του άρθρου μου αυτού είναι η εισήγησή μου στην Ημερίδα που οργάνωσε ο Ερευνητικός Όμιλος Φοιτητών Νομικής, την 8.12.2011, με θέμα «Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο & Οικογενειακές Σχέσεις: Ευρωπαϊκές και Διεθνείς Εξελίξεις». Δημοσιεύθηκε στην Επιθεώρηση Πολιτικής Δικονομίας 2012, σ. 709-713.
[1] L. Sales Pallarés, La protección internacional de la familia desde las obligaciones de alimentos, Seminario Permanente de Ciencias Sociales Documento de trabajo 2010-17, http://www.uclm.es/CU/csociales/DocumentosTrabajo.
[2] Y. Loussouarn, La Convention de La Haye sur la loi applicable aux régimes matrimoniaux, Clunet 1979, 5, 19.
[3] Αναλυτικά για τον Κανονισμό αυτόν, βλ. Σ. Σταματόπουλο, Κανονισμός (ΕΚ) 4/2009: η εξέλιξη του ευρωπαϊκού δικονομικού δικαίου στα θέματα διατροφής, Επιθεώρηση Πολιτικής Δικονομίας 2009, 719-734.
[4] F.F. Garau Sobrino, Las fuentes españolas en materia de obligaciones alimenticias. ¿Hacia un derecho internacional privado extravagante?, Cuadernos de Derecho Transnacional (Octubre 2011), Vol. 3, No 2, 130-144.
[5] A. Malatesta, La Convenzione e il Protocollo dell’Aja del 2007 in materia di Alimenti, Rivista di Diritto Internazionale Privato e Processuale 2009, 829.
[6] E. Moustaira, Convenio de 2007 sobre cobro internacional de alimentos, Εισήγηση στο Συνέδριο “Filiación, patria potestad y relaciones familiares en las sociedades contemporáneas”, organizado por el Departamento de Derecho Civil de la UNED e IDADFE y celebrado en Madrid, 4-6 de abril de 2011 (υπό δημοσίευση).
[7] S. Marino, Il difficile coordinamento delle fonti nella cooperazione giudiziaria in materia di obbligazioni alimentari, Contratto e Impresa/Europa 1-2010, 363, 364 n. 2.
[8] F. Pocar/I. Viarengo, Il Regolamento (CE) No. 4/2009 in materia di obbligazioni alimentari, Rivista di diritto internazionale privato e processuale 2009, 805.
[9] Όχι όμως ακόμα τη Σύμβαση της Χάγης 2007, λόγω κυρίως των επιφυλάξεων και των δηλώσεων που αυτή επιτρέπει. Πολλοί, βέβαια, νομικοί της ηπειρωτικής Ευρώπης θεωρούν πως η Σύμβαση αυτή αποτελεί παράδειγμα της ελαστικότητας που χαρακτηρίζει το ΙΔΔ και απόδειξη είναι ότι ακριβώς επιτρέπει επιφυλάξεις και δηλώσεις, βλ. και A. Borrás, Reservations, Declarations and Specifications: Their Function in the Hague Convention on the International Recovery of Child Support and Other Forms of Family Maintenance, in: Liber F. Pocar. Nuovi Strumenti del Diritto Internazionale Privato (a cura di G. Venturini/S. Bariatti), 2009, 125.
[10] M.E. Corrao, Il diritto internazionale privato e processuale europeo in materia di obbligazioni alimentari, Cuadernos de Derecho Transnacional (Marzo 2011), Vol. 3, No 1, 118-143 (120).
[11] F. Pocar/I. Viarengo, ό.π. (σημ. 8), Rivista di diritto internazionale privato e processuale 2009, 809-810.
[12] B. Ancel/H. Muir Watt, Aliments sans frontières. Le règlement CE no 4/2009 du 18 décembre 2008 relatif à la compétence, la loi applicable, la reconnaissance et l’exécution des décisions et la coopération en matière d’obligations alimentaires, Revue Critique de Droit International Privé 2010, 457, 464-465.
[13] C. Kohler, Elliptiques variations sur un thème connu: Compétence judiciaire, conflits de lois et reconnaissance de décisions en matière alimentaire d’après le règlement (CE) no 4/2009 du Conseil, in : Convergence and Divergence in Private International Law. Liber Amicorum Kurt Siehr (ed. by K. Boele-Woelki, T. Einhorn, D. Ginsberger & S. Symeonides), Schulthess 2010, 277, 280-281.
[14] B. Ancel/H. Muir Watt, ό.π. (σημ. 12), Revue Critique de Droit International Privé 2010, 477.
[15] H.-J. Dose, Das deutsche Unterhaltsrecht unter dem Einfluss der Unterhalts-VO und der Haager Unterhaltsübereinkommen – Vollstreckungsbarkeit ausländischer Unterhaltstitel, in: Europäisches Unterhaltsrecht. 8. Göttinger Workshop zum Familienrecht 2009 (Hrsg. D. Coester-Waltjen/V. Lipp/E. Schumann/B. Veit), Göttingen 2010, 81, 87-88.
[16] U.P. Gruber, Die neue EG-Unterhaltsverordnung, IPRax 2010, 128, 139.
[17] F.F. Garau Sobrino, ό.π. (σημ. 4), Cuadernos de Derecho Transnacional (Octubre 2011), Vol. 3, No 2, 142-143.
[18] A. Borrás, The Necessary Flexibility in the Application of the New Instruments on Maintenance, in: Convergence and Divergence in Private International Law. Liber Amicorum Kurt Siehr (ed. by K. Boele-Woelki, T. Einhorn, D. Ginsberger & S. Symeonides), Schulthess 2010, 173, 192.
[19] G.A.L. Droz, Regards sur le droit international privé comparé. Cours général de droit international privé, 22 RCADI 1991-IV, 1, 390.
[20] B. Hess, Europäisches Zivilprozessrecht, 2009, 432.
[21] A. Rodríguez Vásquez, La regulación del Reglamento 4/2009 en materia de obligaciones de alimentos: Competencia judicial internacional, ley aplicable y reconocimiento y ejecución de sentencias, 19 Revista Electrónica de Estudios Internacionales 2010, www.reei.org.




4 σχόλια:

  1. Νομίζω ότι η πρόθεση για την επίτευξη του "favor creditoris" τον έκανε εξαιρετικά δύσχρηστο Κανονισμό. (Ίσως η απλότητα του 650/2012 να πρέπει να αποτέλεσει παράδειγμα) Απόδειξη ότι οι καλές προθέσεις δεν μεταφράζονται σε πετυχημένα νομοθετήματα. Βέβαια είναι λιγάκι νωρίς για να βγάλουμε συμπερασματα, πάντως δεν είμαι και πολύ αισιόδοξη.

    Η διάσπαση δε μεταξύ εκείνων των Κρατών μελών που δεσμεύονται από το Πρωτόκολλο και εκείνων που όχι, περιπλέκει ακόμη περισσότερο τα πράγματα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Είναι όντως ένας άκρως περίπλοκος και με όχι και τόσο ευοίωνες προοπτικές επιτυχούς εφαρμογής Κανονισμός. Ίδωμεν... Κάποιοι νομικοί θεωρούν ότι μπορούν να επιτύχουν τέλεια νομοθετικά κείμενα κάνοντας "ασκήσεις επί χάρτου" και αδιαφορώντας για τα ενδεχόμενα προβλήματα κατά την εφαρμογή τους. Δεν ανήκω σε αυτούς.

      Διαγραφή
  2. http://savigny.ethemis.gr/2013/09/15/06-09-2013-c-40013-proto-prodikastiko-erotima-kanonismos-ek-42009-arthro-3-stichia-a%CE%84-ke-v%CE%84/

    Το πρώρο προδικαστικό ερώτημα για το Κανονισμό 4/2009!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Πολύ χρήσιμο σχόλιο. Ομολογώ ότι, λόγω άλλων εργασιών μου, όλο το καλοκαίρι, δεν το είχα μάθει. Ευχαριστώ Μαρία!

      Διαγραφή