Translate

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2013

Υπερχρέωση κρατών - Odious Debts

Δύσκολο θέμα... επικίνδυνο θέμα... 'Οταν το έγραφα, κάπου το 2006 - αρχές του 2007, ετοιμάζοντάς το για τον Τόμο προς τιμήν του Καθηγητού κ.Κ.Ν. Κεραμέως, ήξερα ότι έμπαινα σε βαθειά νερά, δεν φανταζόμουν όμως ότι θα αφορούσε σύντομα και εμάς...

Πολύ εύκολα εντάχθηκε στην καθημερινή μας κουβέντα ο όρος "πτώχευση κράτους", πολύ ύπουλα και τεχνηέντως έγινε αυτό. Για τα νομικά συστήματα σαν το δικό μας, δεν είναι δυνατή η "πτώχευση" κράτους, το κράτος δεν είναι εταιρία, όσο και αν καταβάλλονται, έξωθεν κυρίως, προσπάθειες να πεισθούμε ότι θα αποτελεί "πρόοδο" το να αλλάξουμε το νομικό πολιτισμό, τις νομικές μας παραδόσεις και να δεχθούμε κάτι τέτοιο. Ο νομικός ηγεμονισμός κάποιων κρατών είναι παγκοίνως γνωστός. Μένει να δούμε τι είδους νομικό οικοδόμημα έχουμε κατασκευάσει εμείς: σταθερό, ισορροπημένο ή σαθρό, έτοιμο να υιοθετήσει ο,τιδήποτε "χρυσίζει"....

Τις φωτογραφίες τις έβγαλα στο Σούνιο, την περασμένη Πέμπτη, με αφορμή διεθνές συνέδριο της ¨Ενωσης Διεθνούς Δικαίου, στα Λεγραινά. Το υπέροχο δειλινό από τον Ναό του Ποσειδώνα κατευνάζει κάπως την αγριάδα των γεγονότων που περιγράφει το κείμενο...


Ένας από τους ΚΑΛΥΤΕΡΟΥΣ μεταπτυχιακούς φοιτητές μου, στη διάρκεια όλων των ετών που διδάσκω (από το 1999, έτος της εκλογής μου, ως επίκουρης μέχρι και σήμερα): Γιώργος Νικολαΐδης-Κρασσάς. Συνέχισε και με δεύτερο μεταπτυχιακό, στην Οξφόρδη. Και ακέραιος άνθρωπος!! Μέγιστο προτέρημα για μένα.
Στο συνέδριο που σας ανέφερα, ετοίμασε αφίσα μεγάλη με όλα τα σχετικά με τα odious debts - έχει γράψει και εκτενές κείμενο στο -σχεδόν-άμεσο παρελθόν, για το θέμα αυτό.

                                    Τον έβαλα να ...ποζάρει μπροστά στη δημιουργία του!!




                                                        Λίγο πριν τη Δύση του ηλίου!



ΥΠΕΡΧΡΕΩΣΗ ΚΡΑΤΩΝ: ΕΙΝΑΙ ΣΚΟΠΙΜΗ Η ΘΕΣΠΙΣΗ

                        ΜΙΑΣ ΙΔΙΑΙΤΕΡΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ;*

                                                Ελίνα Μουσταΐρα
                                   

Α. ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ


α. Κυρίαρχο χρέος (Sovereign debt)


            Οι κυβερνήσεις πολλών κρατών, κυρίως των λεγόμενων «αναπτυσσόμενων» κρατών, και στο παρελθόν και στη σημερινή εποχή, καταφεύγουν σε δάνεια, συχνά υπό τον μανδύα έμμεσων επενδύσεων εκ μέρους των δανειστών, για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τις άμεσες οικονομικές ανάγκες των κρατών τους. Το χρέος, λοιπόν, που δημιουργείται σε βάρος (κυρίαρχων) κρατών έναντι αλλοδαπών δανειστών-επενδυτών μπορεί να ονομασθεί «κυρίαρχο χρέος» (sovereign debt)[1].
            Η συσσώρευση τέτοιων χρεών και η αδυναμία εξόφλησής τους από το κράτος – οφειλέτη, η περίπτωση, δηλαδή, «αφερεγγυότητας» κράτους γεννά προβληματισμούς αναφορικά με το πώς θα πρέπει να αντιμετωπισθεί. Στην περίπτωση αυτή, αφερεγγυότητας κράτους, αντίθετα από ότι συμβαίνει στην περίπτωση αφερεγγυότητας προσώπων, φυσικών ή νομικών, δεν μπορεί να τεθεί το δίλημμα: εκκαθάριση ή αναδιοργάνωση/αναδιάρθρωση. Τα κράτη δεν εκκαθαρίζονται, η μόνη δυνατότητα που θα μπορούσε να συζητηθεί – με όλες φυσικά τις αντιρρήσεις που θα προβάλλονταν σχετικά – είναι η αναδιάρθρωση, και μάλιστα μόνον η εκούσια. Σύμφωνα με μια άποψη, αρκετά τεχνοκρατική, και οπωσδήποτε νοοτροπίας αμερικανικού δικαίου όπως θα αναφερθεί κατωτέρω, η θεμελιώδης διαφορά μεταξύ ενός κυρίαρχου κράτους και μιας εταιρίας είναι το δημόσιο συμφέρον στη διατήρηση ενός κράτους ως ενός καλά λειτουργούντος συνόλου[2]. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, το αν ένα πτωχευτικό σύστημα θα έπρεπε να επιτρέπει εκκαθάριση των κρατών, αποτελεί πολιτικό ζήτημα[3].
            Τέτοιες αναδιαρθρώσεις οικονομικές κρατών εντοπίζονται και αρκετούς αιώνες νωρίτερα, συγκεκριμένα κατά τους 16ο και 17ο αιώνες. Μεταξύ 1557 και 1647 έξι οικονομικές κρίσεις – κρίσεις χρεών – στην Ισπανία (το 1557, το 1575, το 1596, το 1607, το 1627, το 1647) αντιμετωπίσθηκαν με τη χρησιμοποίηση δύο τεχνικών  όμοιων με αυτές που προτείνονται και στις σύγχρονες αναδιαρθρώσεις, εταιρικών κυρίως, χρεών: με τη θέσπιση νέων προθεσμιών για τις εξοφλήσεις αυτών και με τη μείωση των επιτοκίων[4].
            Πρόταση να χρησιμοποιηθούν στοιχεία των εθνικών/τοπικών δικαίων αφερεγγυότητας για την επίλυση του προβλήματος των κυρίαρχων χρεών, φαίνεται πως είχε κάνει ήδη ο Adam Smith, προκαλώντας βεβαίως στην εποχή του πολλές αντιδράσεις και αμφισβητήσεις. Στη σύγχρονη εποχή, προτάσεις για τη θέσπιση μηχανισμών επικουρίας των κυρίαρχων κρατών που αδυνατούσαν να εξοφλήσουν τις οφειλές τους άρχισαν να γίνονται μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Το 1982, δημοσιεύθηκε ένα άρθρο – το πρώτο μετά την ανάδυση της Euromarket - που ανέλυε λεπτομερώς το ζήτημα αυτό[5]. Όταν όμως, αμέσως μετά, προτάθηκε να υπάγονται τα κράτη στις εθνικές δικαιικές ρυθμίσεις αφερεγγυότητας, προκλήθηκε σφοδρή αντίδραση[6].

β. Εξελίξεις από το 1970 μέχρι σήμερα


            Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, αυξήθηκε τρομερά ο δανεισμός των κρατών λόγω, αφενός της χρησιμοποίησης των πετροδολλαρίων[7] αφετέρου της αναπτυσσόμενης αγοράς ευρωδολλαρίων. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, η οικονομική κρίση έπληξε τα λιγότερο ανεπτυγμένα κράτη[8]. Κάθε φορά που τα χρέη υπερέβαιναν κατά πολύ τις δυνατότητες του εκάστοτε κράτους – οφειλέτη να τα εξοφλήσει, ο οφειλέτης και ένα καρτέλ πιστωτών, γνωστό με το όνομα «Λέσχη του Λονδίνου» (London Club)[9], άρχιζαν διαπραγματεύσεις αναδιάρθρωσης των χρεών αυτών. Μετά από μια σειρά χρηματοδοτικών κρίσεων και επαναδανειοδοτήσεων που χειροτέρευσαν την κατάσταση, το 1989 ο Υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Brady πρότεινε το «Σχέδιο Brady» (Brady Plan) με στόχο την αντιμετώπιση της οικονομικής αυτής κρίσης. Συνέπεια του Σχεδίου αυτού ήταν να μετατραπεί η μορφή του ιδιωτικού χρέους των κρατών, από εμπορικά τραπεζικά δάνεια σε ομόλογα. Η αγορά ομολόγων είχε τετραπλάσια αύξηση αυτής των τραπεζικών δανείων.
            Όπως σημειώνεται, από τη σύλληψη του Σχεδίου Brady και εντεύθεν, πολλά κράτη, όπως η Αργεντινή, η Βραζιλία, η Βουλγαρία, η Κόστα Ρίκα, η Δομινικανή Δημοκρατία, ο Ισημερινός, η Ακτή Ελεφαντοστού, η Ιορδανία, το Μεξικό, η Νιγηρία, ο Παναμάς, το Περού, οι Φιλιππίνες, η Πολωνία, η Ουρουγουάη, η Βενεζουέλα, το Βιετνάμ, μείωσαν το χρέος τους σε τραπεζικά δάνεια εκδίδοντας ομόλογα, όμως συνέχισαν να εκδίδουν ομόλογα, είτε για να καλύψουν περαιτέρω χρηματοδοτικές ανάγκες είτε για να αποκτήσουν χρήματα από τις κεφαλαιουχικές αγορές. Αποτέλεσμα σε πολλές περιπτώσεις ήταν η συσσώρευση χρεών τα οποία δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν[10]. Αυτό συνέβη π.χ. στα κράτη Ρωσία, Ουκρανία, Ισημερινό, Πακιστάν, Ουρουγουάη και Αργεντινή[11]. Οδηγήθηκαν λοιπόν κάποια από τα κράτη αυτά σε προσπάθειες αναδιάρθρωσης των κυρίαρχων χρεών τους, η οποία επιτεύχθηκε με βάση διαδικασίες ανάλογες αυτές της αναδιάρθρωσης εταιρικού χρέους[12].
            Μεγαλη ήταν η κρίση που δημιουργήθηκε στο Μεξικό, το 1995 – η πρώτη «μετανεωτερική» κρίση, όπως ονομάσθηκε, η πρώτη μεγάλη κρίση του (σχεδόν) εικοστού πρώτου αιώνα. Ήταν αποτέλεσμα ενός μεταβαλλόμενου διεθνούς χρηματοδοτικού συστήματος, στο πλαίσιο του οποίου υπήρξαν και βραχυπρόθεσμα θετικά αποτελέσματα, λόγω τεχνολογικών νεωτερισμών, της χρήσης υψηλού κινδύνου χρηματοδοτικών εργαλείων, και της διακίνησης βραχυπρόθεσμων κεφαλαίων, υποβλήθηκαν όμως πολλά αναπτυσσόμενα κράτη στον υπαρκτό κίνδυνο αφάνταστα μεγάλης διαφυγής κεφαλαίων. Αυτό συνέβη και στο Μεξικό. Η παγκοσμιοποίηση των χρηματιστηριακών αγορών έχει τη δυνατότητα να «διευκολύνει» τη διάδοση των χρηματοδοτικών διαταραχών, οι οποίες δημιουργούνται από επενδυτές που κατά μεγάλες ομάδες διακινούν τα χρήματά τους ανά τον κόσμο. Έτσι, παρ’ό,τι, όπως σημειώνεται, μετά τον διακανονισμό που επιτεύχθηκε οι οικονομικοί δείκτες ήσαν σε γενικές γραμμές θετικοί, η κρίση αυτή του 1995 αποκάλυψε τα βαθειά προβλήματα του διεθνούς χρηματοδοτικού συστήματος, τα οποία μπορούν να προκαλέσουν μεγάλη αναστάτωση οποτεδήποτε[13].

γ. Η περίπτωση της Αργεντινής


            Στη δεκαετία του 1990, η Αργεντινή αποτελούσε πρότυπο ανοικτής οικονομίας. Το γεγονός αυτό οφειλόταν κατά μια άποψη στο ότι είχε μεγάλη ανάγκη αλλοδαπών κεφαλαίων για να καλύψει χρόνια ελλείμματα προϋπολογισμού και για να πληρώσει τις εισαγωγές που ξεπερνούσαν κατά πολύ τις εξαγωγές, λόγω υπερτιμημένου νομίσματος. Για να καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες, η κυβέρνηση της Αργεντινής δανειζόταν χρήματα από το εξωτερικό, εκδίδοντας ομόλογα τα οποία ήσαν στα χέρια τοπικών χρηματοδοτικών ιδρυμάτων. Τα ομόλογα αυτά ήσαν σε αλλοδαπό νόμισμα και διέπονταν από αλλοδαπό δίκαιο. Η υποτίμηση από τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο και ανταγωνιστή της Αργεντινής, τη Βραζιλία, του εθνικού της νομίσματος το 1998, είχε ως μια ακόμα συνέπεια και ένα μεγάλο πλήγμα για την οικονομία της Αργεντινής. Οι αλλοδαποί άρχισαν να αρνούνται τη δανειοδότηση του κράτους, με αποτέλεσμα, μετά το 1999 η κυβέρνηση να είναι πολύ περισσότερο εξαρτημένη από τα τοπικά χρηματοδοτικά ιδρύματα. Το 2000, όταν η κρίση ήταν ακόμα βαθύτερη, περίπου το μισό από το χρέος του κράτους ήταν στα χέρια τοπικών μεν τραπεζών και συνταξιοδοτικών ταμείων, πολλά όμως από τα οποία ανήκαν σε μεγάλους τραπεζικούς ομίλους των ΗΠΑ και ευρωπαϊκών κρατών[14].
            Τον Ιανουάριο του 2002, η κυβέρνηση της Αργεντινής ανακοίνωσε ότι αδυνατούσε να εξοφλήσει χρέος του δημόσιου τομέα, ύψους 141 $. Επρόκειτο για το μεγαλύτερο χρέος στην ιστορία που ένα κράτος αρνούνταν να εξοφλήσει[15]. Το μέγεθος και η περίπλοκη δομή του χρέους της Αργεντινής προκάλεσε προβληματισμούς σχετικά με το αν ένα αποκεντρωμένο συμβατικό πλαίσιο έχει τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει τα προβλήματα συλλογικών αγωγών και συντονισμού των πιστωτών, προβλήματα που ανακύπτουν όταν ένα κράτος προσπαθεί να επιτύχει μια συμφωνία αναδιάρθρωσης χρεών με μια «κοινότητα» πιστωτών.

δ. «Παράνομα» δάνεια (‘illegitimateloans) – «μισητά χρέη» (odious debts)

            Για πρώτη φορά αναφέρθηκε ο όρος «μισητό χρέος» (odious debt) το 1898. Άρχιζε ο Ισπανοαμερικανικός πόλεμος και οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν τον όρο αυτό για να δικαιολογήσουν το ότι δεν θα εξοφλούσαν τα χρέη της Κούβας προς τους Ισπανούς, όπως λογικά θα όφειλαν να κάνουν αφού κυβερνούσαν εκείνη την εποχή de facto την Κούβα. Υποστήριξαν οι ΗΠΑ ότι τα χρέη αυτά ήσαν «μισητά» (odious) διότι τα χρήματα που οι Ισπανοί είχαν δανείσει στην Κούβα και που «έπρεπε» να εξοφληθούν, είχαν χρησιμεύσει στην ενίσχυση και διαιώνιση της καταπίεσης του Κουβανικού λαού.
            Αργότερα, το 1919, η Κόστα Ρίκα ανέτρεψε τη δικτατορία του Federico Tinoco και θέσπισε ένα νόμο, τον «νόμο των ακυροτήτων», με τον οποίο αποποιούνταν τα χρέη λόγω δανείων παρασχεθέντων από την καναδική Royal Bank στον δικτάτορα για λογαριασμό της Κόστα Ρίκα, υποστηρίζοντας ότι τα τα χρέη αυτά ήσαν «μισητά». Η διαιτητική διαδικασία που ακολούθησε, έληξε το 1923, με την απόφαση του διαιτητή, δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ (U.S. Supreme Court), Taft, η οποία απόφαση δικαίωσε την Κόστα Ρίκα.
            Το δημόσιου διεθνούς δικαίου ζήτημα που γεννάται είναι, τι συμβαίνει με τα εθνικά χρέη σε περίπτωση αλλαγής καθεστώτος. Σύμφωνα με μια άποψη, δεν δεσμεύεται το διάδοχο κράτος όταν, αφενός τα χρήματα των δανείων χρησιμοποιούνται σε βάρος των «καλύτερων συμφερόντων» του κράτους, αφετέρου ο δανειστής το γνωρίζει αυτό. Σύμφωνα με άλλη άποψη, δεν δεσμεύεται το διάδοχο κράτος όταν τα δάνεια έγιναν χωρίς τη συναίνεση του πληθυσμού[16].
            Η θεωρία αυτή των «μισητών χρεών» (odious debts, verhasste Schulden, dettes odieuses) θεωρείται από κάποιους ως ανεπαρκής για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της εξόφλησης «κυρίαρχων» χρεών στο πλαίσιο των σημερινών οικονομικοεμπορικών αγορών[17]. Επίσης προβάλλεται το επιχείρημα ότι το γεγονός πως ένα κράτος παρέχει πίστωση σε ένα άλλο κράτος το οποίο παραβιάζει συστηματικά τα ανθρώπινα δικαιώματα, δεν είναι σίγουρο πως πλήττει την ισχύ της σύμβασης δανείου. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η θεωρία των «μισητών χρεών», αντίθετα από τις ανωτέρω απόψεις, σχετίζεται με τη διαδοχή κρατών: Ένα νέο κράτος προκύψαν κυρίως μέσω αποαποικιοποίησης δεν πρέπει να αναλάβει υποχρεώσεις της αποικιοκρατικής εξουσίας, οι οποίες υποχρεώσεις γεννήθηκαν από τον αγώνα κατά των αυτονομιστικών προσπαθειών και άρα από την άρνηση της αυτοδιάθεσης των υπό την εξουσία της λαών.[18]
            Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1990, μαζί με τις φωνές για τη διαγραφή των ανεξόφλητων χρεών των πτωχότερων χωρών, ακούστηκαν και φωνές που απαιτούσαν τη διαγραφή του «παράνομου χρέους» (illegitimate debt), όπως το ονόμασαν. Η κατηγορία αυτή χρεών είναι ευρύτερη εκείνης των «μισητών χρεών» και αποτελούν αυτά κυρίως ευθύνη του δανειστή και όχι του δανειζόμενου. Ως τέτοια χρέη αναφέρονται, μεταξύ άλλων, εκείνα που οφείλονται σε δάνεια συναφθέντα για την υποστήριξη του απαρτχάιντ ή άλλου είδους δικτατοριών, σε δάνεια που ενισχύουν τη διαφθορά, σε δάνεια για φράγματα και εξορυκτικά έργα που προκαλούν «περιβαλλοντική και κοινωνική ζημία». Η επιβολή, επίσης, υψηλών επιτοκίων σημαίνει ότι πολλά νέα δάνεια συνάπτονται μόνο και μόνο για να εξοφλήσουν παλαιά δάνεια, αυξάνοντας έτσι τη χρέωση των κρατών[19].

Β. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΛΥΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΧΡΕΩΣΗΣ ΚΡΑΤΩΝ

α. «Ικανότητα» αφερεγγυότητας – Ετεροδικία κρατών

            Θα ήταν δυνατή η κήρυξη ενός κράτους σε διαδικασία αφερεγγυότητας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται; Και αν ναι, τι είδους διαδικασία θα ήταν εφικτή, νόμιμη, σκόπιμη; Θα αποτελούσε ζήτημα αγόμενο ενώπιον εθνικών δικαστηρίων; Και αν ναί, ποιών; Θα ήταν προτιμότερη μια διεθνούς ισχύος διαδικασία, ένας διεθνής μηχανισμός αναδιάρθρωσης κυρίαρχου χρέους; Και πώς θα καθοριζόταν μια τέτοια διαδικασία; Μήπως ο «κίνδυνος» θα ήταν η αντιγραφή μιας συγκεκριμένης εθνικής διαδικασίας αφερεγγυότητας, με τη δικαιολογία ότι αυτή θα ήταν η καλύτερη(!) για μια τέτοια περίπτωση;
            Από την πλευρά του δημόσιου διεθνούς δικαίου επισημαίνεται ότι δεν προβλέπεται τίποτε περί «ικανότητας αφερεγγυότητας κρατών» (Insolvenzfähigkeit von Staaten). Αυτό σημαίνει μεταξύ άλλων ότι το δημόσιο διεθνές δίκαιο δεν υποχρεώνει ένα κράτος να δηλώσει αφερέγγυο ούτε να υποβληθεί σε διαδικασία αφερεγγυότητας. Αντίστροφα, δεν απαγορεύει σε ένα κράτος να θεσπίσει μονομερώς στο εθνικό του δίκαιο διατάξεις περί αφερεγγυότητας κρατών ή, με βάση Διεθνή Συνθήκη να υποβληθεί σε διαδικασία αφερεγγυότητας, π.χ. ενώπιον ενός διεθνούς οργανισμού. Δηλαδή, το δημόσιο διεθνές δίκαιο επιτρέπει σε ένα κράτος να παραιτηθεί της κυριαρχίας του και των με αυτήν συνδεόμενων προνομίων ή να τα περιορίσει, με μοναδική προϋπόθεση ότι αυτό θα γίνει εκουσίως. Βεβαίως, δεν είναι δυνατή μια πλήρης αυτοδιάλυση ενός κράτους[20].
            Υποστηρίζεται ότι η υποχώρηση – αν όντως πρόκειται για τέτοια – της αρχής της ετεροδικίας των κρατών ήδη από τη δεκαετία του 1950, εξέθεσε τις κυβερνήσεις σε έναν πραγματικό κίνδυνο αγωγών πιστωτών ενώπιον εθνικών δικαστηρίων. Αποτέλεσμα, σύμφωνα με την άποψη αυτή, ήταν η ανάπτυξη του ιδιωτικού δικαίου σε έναν τομέα που στο παρελθόν αποτελούσε αποκλειστική δικαιοδοσία του δημόσιου διεθνούς δικαίου. Τα κράτη αντιμετώπιζαν τα περιοδικά χρηματικά τους προβλήματα ως πρόκληση για οικονομική αναδιοργάνωση μάλλον, παρά ως διεθνή πολιτικά συμβάντα[21]. Σύμφωνα με την ανωτέρω άποψη, το δημόσιο διεθνές δίκαιο φαινόταν να αποσύρεται στο παρασκήνιο, υποστηρίζοντας και καθοδηγώντας αδιόρατα την ανάπτυξη των ιδιωτικών αγορών κυρίαρχου χρέους[22].
            Ισχύουν άραγε τα ανωτέρω; Και αν ναι, μήπως ισχύουν μόνο στον χώρο των ΗΠΑ και μάλιστα σε ορισμένη/ες πολιτεία/ες το δίκαιο της/ων οποίας/ων ορίζεται συχνά ως εφαρμοστέο σε δάνεια που συνάπτουν κράτη με χρηματοδότες/επενδυτές;
            Αυτό το τελευταίο φαίνεται πως ισχύει. Όπως σημειώνεται, μια «σχολή» νομικών των ΗΠΑ υποστηρίζει ότι η ετεροδικία των κρατών δεν είναι απόλυτη. Η άποψη αυτή φαίνεται πως ενισχύεται από το γεγονός ότι στις ΗΠΑ τα ομοσπονδιακά δικαστήρια συνεχίζουν να υπακούουν στις οδηγίες της εκτελεστικής εξουσίας, αναφορικά με ζητήματα εξωτερικών σχέσεων, ακόμα και μετά τη θέση σε ισχύ, το 1976, του Νόμου περί Ετεροδικίας Αλλοδαπών Κυρίαρχων Κρατών (Foreign Sovereign Immunities Act, FSIA)[23]. Έτσι, δηλώνεται για παράδειγμα ότι η ετεροδικία δεν είναι τίποτε άλλο από προνόμιο που παραχωρεί το forum σε αλλοδαπά κράτη, παραίτηση από την δικαιοδοσία του επί αλλοδαπού κράτους με το σκοπό να επιτύχει ευνοϊκές διεθνείς σχέσεις[24]. Ειδικότερα όσον αφορά στην πτώχευση/αφερεγγυότητα, υποστηρίζεται σε πολλά άρθρα αμερικανών νομικών ότι η ετεροδικία των κρατών απειλεί την ακεραιότητα του αμερικανικού πτωχευτικού συστήματος[25]!
            Η άποψη αυτή περί ετεροδικίας ως «χειρονομίας αβροφροσύνης» (gesture of comity) δεν ισχύει στα ευρωπαϊκά ηπειρωτικά κράτη, τα οποία ομόφωνα θεωρούν ότι πρόκειται για υποχρέωση επιβαλλόμενη από το διεθνές δίκαιο[26]. Αλλά και σε άλλα κράτη του common law, δεν γίνεται δεκτή η άποψη που τελευταία επικρατεί στις ΗΠΑ, παρά θεωρείται πως η ετεροδικία των κρατών έχει τη βάση της στο διεθνές δίκαιο. Έτσι, π.χ. το αγγλικό Ανώτατο Δικαστήριο (House of Lords) αποφάνθηκε στην υπόθεση I Congreso del Partido ότι η ετεροδικία των κρατών βασίζεται στην αρχή «par in parem», η οποία σημαίνει ότι «οι κυρίαρχες ή κυβερνητικές πράξεις ενός κράτους δεν είναι ζητήματα επί των οποίων μπορεί να αποφανθούν τα δικαστήρια άλλου κράτους» [27].
            Η θέση σε ισχύ της FSIA στις ΗΠΑ, το 1976, είχε ως συνέπεια και μια σημαντική μεταφορά στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, των επιχειρηματικών συναλλαγών που αφορούσαν τη σύναψη δανείων προς κυρίαρχα κράτη και γενικά τη σύναψη εμπορικών συμβάσεων με αυτά. Αυτό επίσης σημαίνει ότι ορίζονται, αφενός το δίκαιο της Νέας Υόρκης ως εφαρμοστέο σε ό,τι αφορά τις συναλλαγές αυτές, αφετέρου τα δικαστήρια της πολιτείας ως έχοντα δικαιοδοσία να δικάσουν οποιαδήποτε σχετική διαφορά.
Όπως φαίνεται λοιπόν, το ζήτημα είναι ότι η παραδοσιακή έννοια της απόλυτης ετεροδικίας των κρατών έχει σημαντικά διαβρωθεί με τα χρόνια, σύμφωνα με τα δίκαια εκείνα που κατά κανόνα διέπουν διεθνή χρεώγραφα – όπως το δίκαιο της Νέας Υόρκης.
            Ακόμα όμως και αν ένας πιστωτής επιτύχει την έκδοση απόφασης κατά κυρίαρχου κράτους, είναι αβέβαιη η δυνατότητα εκτέλεσης αυτής[28]. Για πολλούς και διαφόρους λόγους, τα διαθέσιμα [σε έναν τέτοιο πιστωτή] περιουσιακά στοιχεία είναι περιορισμένα. Ιδιαιτέρως σημαντικό είναι το γεγονός ότι τα αποθεματικά της κεντρικής τράπεζας του κράτους οφειλέτη κατά κανόνα δεν θα είναι διαθέσιμα προς κατάσχεση, εκτός αν ευθύνεται η κεντρική τράπεζα σύμφωνα με τους όρους του χρεωγράφου[29].

β. Ρυθμίσεις ιδιωτικού δικαίου


            Ως έχουν τα πράγματα, με την ανάδυση των ομολογιακών δανείων ως πρωταρχικής πηγής χρηματοδότησης, η διαδικασία αναδιάρθρωσης κυρίαρχων χρεών έχει καταστεί πολύ λιγότερο προβλέψιμη. Όπως σημειώνεται, αποτέλεσμα της έλλειψης διαμεσολάβησης (disintermediation) είναι ότι στην ουσία δεν υφίσταται κοινότητα πιστωτών και, κατά συνέπεια, τα προβλήματα συντονισμού αυτών είναι πολύ εντονότερα. Τα κίνητρα εξάλλου των πιστωτών έχουν μετασχηματισθεί λόγω της ρευστότητας αυτών των χρεωγράφων (ομολογιακών δανείων). Έτσι, οι πιστωτές που αγοράζουν αξιώσεις στη δευτερεύουσα αγορά (secondary market)[30] με μεγάλη έκπτωση, μπορεί να επιλέξουν να μη συμμετάσχουν σε αναδιάρθρωση συμφωνηθείσα από τους περισσότερους πιστωτές, με στόχο να αποσπάσουν ευνοϊκότερους όρους από τον δανεισθέντα.

1. Ρήτρες Pari Passu

            Οι ρήτρες αυτές δεν αποτελούν ακριβώς πρόταση για τη διευθέτηση των κυρίαρχων χρεών, αποτελούν όμως μια πραγματικότητα, για τον λόγο αυτό έχει κάποιο ενδιαφέρον η παρουσίασή τους.
            Μια τέτοια ρήτρα σε σύγχρονο διασυνοριακό χρεώγραφο ορίζει ότι η συγκεκριμένη αξίωση κατατάσσεται και θα κατατάσσεται στην ίδια τάξη, αναφορικά με την πληρωμή τους, με όλες τις άλλες, μη ασφαλισμένες, αξιώσεις έναντι του οφειλέτη. Ο βασικός λόγος που συμφωνείται μια τέτοια ρήτρα είναι να εμποδισθεί ο δανειζόμενος – οφειλέτης από το να εξοφλήσει μερικά ή ολικά αξιώσεις άλλων πιστωτών, οι οποίες προηγούνται στη σειρά κατάταξης από εκείνη που περιλαμβάνει τη ρήτρα[31]. Οι πιστωτές, λοιπόν, που έχουν αξίωση εφοδιασμένη με τέτοια ρήτρα, επιδιώκουν την έκδοση ασφαλιστικών μέτρων που θα εμποδίζουν την εξόφληση από το κράτος οφειλέτη, οφειλών του προς άλλους πιστωτές[32].
            Η πιο γνωστή ανάλογη υπόθεση είναι η ακόλουθη: Το 1983, το Περού εγγυήθηκε υπέρ των δανείων που έλαβαν οι τράπεζές του, Banco de la Nación και Banco Popular de Peru από αλλοδαπές τράπεζες. Το 1996, επειδή δεν τα είχαν εξοφλήσει, συμφώνησαν οι περισσότερες τράπεζες δανειστές του Περού σε έναν συμβιβασμό. Σύμφωνα με αυτόν, τα χρεώγραφα του 1983 ανταλλάχθηκαν με ομόλογα Brady, τα οποία όριζαν είτε μειωμένη κύρια οφειλή είτε μειωμένο επιτόκιο.
            Η εταιρία Elliot Associates, ένα «κεφάλαιο όρνεο» (vulture fund) – όπως κυνικά ονομάζονται αυτά που αγοράζουν χρέη επιχειρήσεων και κρατών σε δύσκολη οικονομική κατάσταση[33] -, το οποίο είχε αγοράσει από δύο διεθνείς τράπεζες, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων αναδιάρθρωσης, ένα χρέος του Περού, του 1983, ονομαστικής αξίας 20.7 εκατομμυρίων δολλαρίων στην εκπτωτική αξία των 11.4 εκατομμυρίων δολλαρίων, απέσχε από τον συμβιβασμό, αρνούμενο να συμμετάσχει[34]. Βασίσθηκε στη ρήτρα pari passu που περιείχε η σύμβαση δανείου του 1983.
            Έφερε τη ρήτρα στις Βρυξέλλες, στο γραφείο συμψηφισμού επιταγών (clearing house) Euroclear, μέσω του οποίου κεφάλαια του εξωτερικού εισέρχονται στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα. Το Περού επρόκειτο να προβεί σε πληρωμή ενός μεγάλου τμήματος των μετατραπέντων σε ομόλογα Brady χρεών του, σε ευρωπαίους κατόχους τέτοιων ομολόγων, μέσω της Euroclear. Η Elliot Associates, κατέθεσε αίτηση στα βελγικά δικαστήρια ζητώντας την έκδοση ασφαλιστικών μέτρων με τα οποία θα εμποδιζόταν η ανωτέρω πληρωμή, επικαλούμενη ως λόγο το ότι η ρήτρα pari passu παρείχε στους κατόχους του χρέους του 1983 το δικαίωμα να συμμετάσχουν σύμμετρα (pro rata) στις πληρωμές του Περού προς άλλους αλλοδαπούς πιστωτές.
Το βελγικό πρωτοδικείο απέρριψε το αίτημα της Elliot, η απόφασή του όμως ανατράπηκε από το εφετείο. Το Περού, επειδή δεν ήθελε να δηλώσει αδυναμία πληρωμής των Brady ομολόγων του, εξόφλησε πλήρως την Elliot. Μετά από τότε, αρκετοί «επενδυτές όρνεα» (vulture investors) έχουν επαναλάβει επιτυχώς την τακτική αυτή ενώπιον των βελγικών δικαστηρίων. Τα αποτελέσματα τέτοιων ενεργειών ενώπιον δικαστηρίων άλλων κρατών ήσαν και είναι μικτά, δηλαδή οι δανειστές αυτού του είδους άλλοτε επέτυχαν την έκδοση ανάλογων αποφάσεων άλλοτε όχι. Πάντως, οι με οποιονδήποτε τρόπο συμμετέχοντες στις προσπάθειες επίλυσης του προβλήματος των κυρίαρχων χρεών, πιστεύουν ότι μια τέτοια ενέργεια πιστωτών, η οποία παρεμποδίζει οποιαδήποτε προσπάθεια συμβιβαστικής ομαλής, έστω μερικής εξόφλησης όλων των πιστωτών, αποτελεί μάλλον «πειρατεία», παρά νόμιμη ενέργεια.

2. Ρήτρες Συλλογικής Δράσης (Collective Action Clauses)

            Μια πρόταση που είχε και έχει αρκετούς υποστηρικτές, οπωσδήποτε αμερικανούς, συμπεριλαμβανομένου του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ, είναι, ούτε να θεσπισθεί ειδική διαδικασία αφερεγγυότητας για κυρίαρχα κράτη αλλά ούτε και να παραμείνει – όπως λέγεται – το status quo, δηλαδή μη ενιαία αντιμετώπιση όλων των πιστωτών, παρά να υιοθετηθεί μια ενδιάμεση στρατηγική για την αντιμετώπιση της οικονομικής δυσχέρειας (financial distress) των κρατών. Μια τέτοια θα ήταν οι επονομαζόμενες «Ρήτρες Συλλογικής Δράσης» (Collective Action Clauses, CACs) ή «διατάξεις ψήφου κατά πλειονότητα» (majority voting provisions)[35].
            Οι ρήτρες αυτές εξουσιοδοτούν μια ειδική πλειοψηφία, συνήθως 75%, των κατόχων ομολόγων να συμφωνήσουν σε αναδιάρθρωση της πληρωμής του ομολόγου ή των χρονικών προθεσμιών. Τέτοιες ρήτρες περιέχονται ήδη σε κυρίαρχα χρέη/ομόλογα διεπόμενα από το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου, τα οποία άλλωστε αποτελούν το 40% περίπου του συνόλου των κυρίαρχων χρεών. Τα ομόλογα που διέπονται από το δίκαιο της Νέας Υόρκης, επίσης μεγάλο ποσοστό των κυρίαρχων χρεών, μέχρι πρόσφατα δεν περιελάμβαναν τέτοιες ρήτρες[36]. Αντίθετα, περιελάμβαναν τις λεγόμενες «Ρήτρες Ομόφωνης Δράσης» (Unanimous Action Clauses, UACs) - τις λεγόμενες και «ρήτρες βραστήρες» - Boilerplate Clauses). Αυτές εξαρτούν την τροποποίηση των όρων βασικής πληρωμής της σύμβασης ομολογιακού δανείου (bond contract) από την ομόφωνη συναίνεση των κατόχων ομολόγων.
            Όπως, μάλλον ορθά επισημαίνεται, ενώ οι ρήτρες συλλογικής δράσης (CACs) διευκολύνουν την αναδιάρθρωση των χρεών ενός κράτους όταν αυτό αδυνατεί να τα πληρώσει, οι ρήτρες ομόφωνης δράσης (UACs) αποτελούν πρόσκομμα σε μια ανάλογη αναδιάρθρωση. Πάντα υπάρχει ο κίνδυνος εκούσιας αποχής (holdout) κάποιων από τους πιστωτές/κατόχους ομολόγων. Και το βασικό πρόβλημα είναι ότι μια τέτοια αποχή, άρνηση συναίνεσης στην αναδιάρθρωση των χρεών κυρίαρχου κράτους, άρνηση δηλαδή παραχωρήσεων στον χρόνο και στον τρόπο πληρωμής των χρεών, μπορεί να οφείλεται καθαρά σε μια οπορτουνιστική συμπεριφορά[37], η οποία κατορθώνει στο τέλος να μπλοκάρει μια σκοπούμενη αναδιάρθρωση χρεών.
            Προκειμένου να αντιμετωπισθεί ένα ανάλογο πρόβλημα που είχε δημιουργηθεί στην προσπάθεια αναδιάρθρωσης των χρεών του Ισημερινού, επιχειρήθηκε το 2000 μια «δημιουργική ερμηνεία»(!) των διατάξεων που προβλέπουν τη δυνατότητα άρνησης συναίνεσης (exit consent). Έτσι, παρ’ό,τι τα ομόλογα διέπονταν από το δίκαιο της Νέας Υόρκης και άρα περιελάμβαναν ρήτρα ομόφωνης δράσης (UAC), επιτεύχθηκε μια τροποποίηση των όρων πληρωμής των ομολόγων εκ μέρους του Ισημερινού, χωρίς να υπάρχει ομόφωνη συναίνεση όλων των κατόχων ομολόγων. Σχολιαστές του γεγονότος αυτού σημειώνουν ότι υπήρξαν οργισμένες διαμαρτυρίες εκ μέρους ομάδων κατόχων ομολόγων, οι οποίες υποδηλώνουν ότι η απρόβλεπτη αυτή «τεχνική» υπήρξε ένα «ερμηνευτικό σόκ» των συμβατικών όρων[38].
Τον Φεβρουάριο του 2003 το Μεξικό, εισερχόμενο και αυτό στην αγορά, εξέδωσε ομόλογα τα οποία, παρ’ό,τι διέπονταν από το δίκαιο της Νέας Υόρκης, περιελάμβαναν Ρήτρες Συλλογικής Δράσης (CACs)[39] – πιθανότατα μετά από σχετική παραίνεση του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ. Μετά την υιοθέτηση αυτών των ρητρών από το Μεξικό, σχεδόν όλα τα μεταγενέστερα ομολογιακά δάνεια που συνήπταν και συνάπτουν τα εκάστοτε δανειζόμενα κράτη περιλαμβάνουν τέτοιες ρήτρες, οι οποίες ακολουθούν το γνωστό πλέον ως «πρότυπο του Μεξικού» (Mexico Standard)[40].
Βέβαια, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ούτε και οι ρήτρες συλλογικής δράσης (CACs) στερούνται προβλημάτων, και αυτό είναι σαφές ακόμα και στους υποστηρικτές τους. Μεταξύ των προβλημάτων αυτών είναι η ανεύρεση ενός μηχανισμού εξασφάλισης μιας τέτοιας συλλογικής δράσης και η παρεμπόδιση μιας δόλιας συνεννόησης με μια πλειοψηφία κατόχων ομολόγων, σε βάρος της μειοψηφίας[41].

γ. Ρυθμίσεις δημόσιου διεθνούς δικαίου

            Θεωρώντας ότι οι λύσεις ιδιωτικού δικαίου δεν έχουν την ικανότητα να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που γεννώνται, αφού έχουν αποτελέσματα μόνον μεταξύ των συμβαλλομένων και δεν δεσμεύουν το σύνολο των πιστωτών[42], προτείνουν άλλοι νομικοί τη σύναψη διεθνούς σύμβασης που θα καθιερώνει ένα είδος διαδικασίας αφερεγγυότητας των κρατών.

1. Νομικό καθεστώς ανάλογο της αναδιοργάνωσης εταιριών


            Μια προσέγγιση που έχει αρκετούς υποστηρικτές, στον θεωρητικό αλλά και στον πρακτικό νομικό χώρο, κυρίως των ΗΠΑ, είναι η θέσπιση ενός διεθνούς νομικού καθεστώτος αναδιάρθρωσης κυρίαρχων χρεών, ανάλογου εκείνου του Κεφαλαίου 11 περί αναδιάρθρωσης, αναδιοργάνωσης εταιριών[43]. Θα πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι πρόσφατες σχετικά προσπάθειες θεσμοποίησης σε εθνικό επίπεδο ενός τέτοιου νομικού καθεστώτος συνάντησαν την έντονη αντίδραση των πολιτικών. Οι υποστηρικτές μιας τέτοιας λύσης, πάντως, πιστεύουν ότι με αυτήν μπορούν να αποφευχθούν τα προβλήματα που είναι δυνατόν να ανακύψουν στις περιπτώσεις ομολογιακών δανείων με ρήτρες συλλογικής δράσης (CACs)[44].
            Όμως, οι διαφορές που υφίστανται μεταξύ εταιρικών και κυρίαρχων χρεών δεν φαίνεται να καθιστούν εφικτή μια εξομοίωση αντιμετώπισης των δύο περιπτώσεων. Κατ’αρχάς τίθεται το ζήτημα των ουσιαστικών και δικονομικών προϋποθέσεων αφερεγγυότητας ενός κράτους. Ενώ στην περίπτωση των εταιριών τα περισσότερα δίκαια χρησιμοποιούν ως κριτήριο είτε την αδυναμία πληρωμών ή  έστω την επαπειλούμενη αδυναμία πληρωμών, είτε την υπερχρέωση, δηλαδή έννοιες αόριστες που συγκεκριμενοποιούνται σε κάθε ατομική περίπτωση, κάτι ανάλογο δεν είναι εφικτό στην περίπτωση των κρατών. Η αφερεγγυότητα κράτους δεν μπορεί να προσδιορισθεί μόνον από την κατάσταση – που μπορεί να είναι βραχυπρόθεσμη – έλλειψης ρευστότητας, παρά θα πρέπει να αποδεικνύεται μακροπρόθεσμη έλλειψη επαρκών οικονομικών μέσων για την εκπλήρωση των υφιστάμενων υποχρεώσεών του. Όπως δε ορθά τονίζεται, και από πλευράς δημόσιου διεθνούς δικαίου και από πλευράς εθνικού δικαίου, το πότε ένα κράτος βρίσκεται σε αδυναμία πληρωμών ή σε υπερχρέωση, αποτελεί ζήτημα κρατικού αυτοπροσδιορισμού. Για τον αυτοπροσδιορισμό αυτόν, μέχρι στιγμής υπάρχουν μόνο κάποιες γενικές αρχές. Η έλλειψη συγκεκριμένων ρυθμίσεων, πάντως, δεν θα πρέπει να οδηγεί σε αυθαιρεσίες, σχετικά[45].
            Παρατηρείται επίσης ότι δεν είναι καθόλου εύκολη η απόφαση περί του ποιοι πιστωτές θα μπορούσαν να συμμετέχουν σε μια διαδικασία αφερεγγυότητας κράτους. Είναι ευκολότερη η απάντηση στο ζήτημα αυτό όταν πρόκειται για αλλοδαπά κράτη ή τράπεζες. Δυσκολεύει στην περίπτωση όσων έχουν ομόλογα εκδοθέντα από το κράτος οφειλέτη, είτε πρόκειται για καταναλωτές είτε για τράπεζες, είτε πολίτες του κράτους αυτού είτε αλλοδαπούς.[46];
            Φαίνεται ανεπαρκής, λοιπόν, για την επίτευξη αναδιάρθρωσης κυρίαρχου χρέους η υιοθέτηση ρυθμίσεων δικαίου αναδιοργάνωσης εταιριών. Πέραν των προφανέστερων επιχειρημάτων που χρησιμοποιούνται για την κατάδειξη αυτής της ανεπάρκειας, προβάλλεται και το εξωφρενικό επιχείρημα ότι τα κράτη έχουν σθεναρότερη δικαιολόγηση ύπαρξης από ό,τι οι εταιρίες!. Με αυτό το σκεπτικό, υποστηρίζεται ότι, όπως το πτωχευτικό δίκαιο των εταιριών έχει τη βάση του στη θεωρία της επιχείρησης[47], έτσι και η αναδιάρθρωση κυρίαρχου χρέους θα πρέπει να έχει ως βάση μια θεωρία κράτους. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, όπως οι εταιρίες είναι επενδυτικά οχήματα, με την έννοια ότι οι επενδυτές που δημιουργούν μια εταιρία αναζητούν την αποτελεσματικότερη (most efficient) δυνατή μορφή, το ίδιο αναφισβήτητο είναι ότι και ένα κράτος είναι απλώς ένα επενδυτικό όχημα για τους πολίτες του! Ότι οι περισσότερες θεωρίες περί κράτους βασίζονται και στοχεύουν στο «καλώς είναι» (well being) των πολιτών[48].
            Οι θέσεις αυτές είναι σαφές ότι αντανακλούν τις απόψεις των υποστηρικτών της οικονομικής ανάλυσης του δικαίου (law and economics)[49]. Το θέμα όμως είναι ότι, όσο και αν έχουν εξαπλωθεί οι απόψεις αυτές και πέραν του χώρου των ΗΠΑ όπου γεννήθηκαν, αναπτύχθηκαν και συνεχίζουν να αναπτύσσονται, δεν μπορεί να διεκδικούν αυταρχικά παγκόσμια αναγνώριση και εφαρμογή.

2. Σχέδιο Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (International Monetary Fund)

            Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το 2002 πρότεινε ένα σχέδιο «Μηχανισμού Αναδιάρθρωσης Κυρίαρχου Χρέους» (Sovereign Debt Restructuring Mechanism, SDRM), ένα σχέδιο διαδικασίας ρύθμισης των χρεών υποκειμένων του διεθνούς δικαίου[50]. Όπως επισημαίνεται, μια έρευνα συγκριτικού δικαίου των υφιστάμενων ρυθμίσεων δικαίων αφερεγγυότητας μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι γενικές γραμμές αυτού του προταθέντος μηχανισμού ρύθμισης χρεών παραπέμπουν στο Κεφάλαιο 9 του Πτωχευτικού Κώδικα των ΗΠΑ (US Bankruptcy Code), το οποίο αφορά στην αφερεγγυότητα Δήμων (municipalities)[51].
            Οι ομοιότητες αυτές είναι που γεννούν και τα προβλήματα: Οι διατάξεις για την αφερεγγυότητα δήμων μόνον εν μέρει θα μπορούσαν να εφαρμοσθούν σε αφερεγγυότητα υποκειμένων δημόσιου διεθνούς δικαίου. Οπωσδήποτε, όπως έχει ήδη αναφερθεί, δεν είναι δυνατή η εκκαθάριση ως εναλλακτική λύση. Επίσης είναι πολύ περιορισμένα τα μέτρα που θα μπορούσαν να ληφθούν για την εξασφάλιση της περιουσίας του οφειλέτη, αφού σε μια τέτοια περίπτωση θα περιοριζόταν σε κάποιον βαθμό η κρατική κυριαρχία, κάτι που πρακτικά δεν είναι πραγματοποιήσιμο. Όσον αφορά δε τη δέσμευση της ομάδας των πιστωτών από τις αποφάσεις της πλειοψηφίας, θα προέκυπτε και το ιδιαιτέρως ενδιαφέρον πρόβλημα αν και κατά πόσον θα απολάμβαναν ισότιμης μεταχείρισης τα ημεδαπά και τα αλλοδαπά χρέη[52].
            Η υποδοχή του πρώτου αυτού σχεδίου «Μηχανισμού Αναδιάρθρωσης Κυρίαρχου Χρέους» από την αγορά ήταν εχθρική[53]. Αποτέλεσμα ήταν να το τροποποιήσει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, περιορίζοντας αρκετά τον ρόλο που το ίδιο θα αναλάμβανε σε περίπτωση υιοθέτησης αυτού, και ενισχύοντας περισσότερο τους κατόχους ομολόγων. Και πάλι όμως οι επενδυτές παρέμεναν αντίθετοι, όπως εξάλλου και τα κράτη εκδότες των ομολόγων. Αντίθετα, για τους αξιωματούχους του διεθνούς αυτού οργανισμού, ο Μηχανισμός Αναδιάρθρωσης Κυρίαρχου Χρέους αποτελούσε έναν σώφρονα τρόπο αντιμετώπισης των προβλημάτων συλλογικής αγωγής στις περιπτώσεις αναδιάρθρωσης χρεών.
            Εν τέλει, τον Απρίλιο του 2003 παρουσιάσθηκε το τροποποιημένο σχέδιο στη σύνοδο της Διεθνούς Νομισματικής και Οικονομικής Επιτροπής (International Monetary and Financial Committee, IMFC). Το υποστήριξε μεγάλος αριθμός των μελών, μεγαλύτερος του 70% σύμφωνα με τις σχετικές αναφορές. Όμως, για να αρχίσει η εφαρμογή του απαιτούνταν τροποποίηση του καταστατικού του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, άρα πλειοψηφία του 85%, κάτι που δεν επιτεύχθηκε[54].

Συμπερασματικά σχόλια


            Θέμα τεράστιο αυτό της υπερχρέωσης κρατών, θα πρέπει να προβληματίζει όλους, νομικούς και μη, ακόμα και όσους δεν έχουν άμεση σχέση ούτε με τα υπερχρεωμένα κράτη ούτε με τα κράτη στα οποία «ανήκουν» οι πιστωτές. Ο φαύλος κύκλος της δανειοδότησης – συχνότατα εκμετάλλευσης – φτωχών ή δόλια αποστερημένων από τους οικονομικούς τους πόρους κρατών, προκειμένου να «αναπνεύσουν» οικονομικά και η απελπιστική κατάσταση στην οποία καταλήγουν λόγω μη δυνατότητας αποπληρωμής των χρεών τους λόγω και ενδογενών και εξωγενών παραγόντων, καταδεικνύει το αδυσώπητο της επιδίωξης κέρδους από την πλευρά των επενδυτών και τη σαθρότητα του (διεθνούς) χρηματοδοτικού συστήματος. Οι λύσεις που προτείνονται και τις οποίες επεξεργάζονται νομικοί και οικονομολόγοι είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία, αν όχι απολύτως, θέσεις εμπνεόμενες από αγγλοσαξονικά δίκαια, και κυρίως το δίκαιο των ΗΠΑ. Αυτό οφείλεται, αφενός σε προφανείς αφετέρου σε αφανείς λόγους. Οι προφανείς είναι ότι τα δάνεια που συνάπτουν τα κράτη με τους πιστωτές τους συμφωνείται να διέπονται στην πλειονότητά τους από δίκαιο πολιτείας των ΗΠΑ ή από το αγγλικό δίκαιο. Οι αφανείς ή λιγότερο προφανείς λόγοι είναι ότι επιχειρείται από χρόνια η «μεταφύτευση» δικαιικών ρυθμίσεων (legal transplantation)[55] – κυρίως εμπορικοοικονομικών - των ΗΠΑ σε άλλα κράτη. Επιδιώκεται να πεισθούν, όλα ει δυνατόν τα κράτη, ότι αυτές οι ρυθμίσεις είναι οι βέλτιστες, άρα ότι θα πρέπει να τις υιοθετήσουν και αυτά. Προβάλλονται δε διάφοροι λόγοι σχετικά, συχνά δε και αλτρουιστικού επικαλύμματος: ότι με όμοιες ρυθμίσεις παντού θα διευκολυνθεί η διεθνής κυκλοφορία του χρήματος, ότι θα αποφευχθούν τα προβλήματα λόγω άγνοιας αλλοδαπών ρυθμίσεων (στην ουσία θα αποφευχθούν τα έξοδα των μεγάλων επιχειρήσεων και των δικηγόρων τους..), ότι θα επιτευχθεί ουσιαστικότερη επικοινωνία των ανθρώπων. Βεβαίως, δεν τίθεται ζήτημα αντίστροφης υιοθέτησης από τα αγγλοσαξονικά δικαιικά συστήματα, ρυθμίσεων άλλων δικαίων. Πρόκειται για απροκάλυπτο «νομικό ηγεμονισμό» (legal hegemonism) των ΗΠΑ. Για  νομικούς άλλων δικαιικών συστημάτων μια διαδικασία αφερεγγυότητας κρατών είναι απαράδεκτη, και δικαίως. Οποιεσδήποτε και αν είναι οι προϋποθέσεις της, οσοδήποτε περιορισμένες και να είναι οι συνέπειές της, η προοπτική φαντάζει εξευτελιστική για τα κράτη εκείνα τα οποία στην ουσία «οδηγούνται» στην απέλπιδα κατάσταση εκείνη, στην οποία έρχονται μετά ως «σωτήρες» όσοι συνέβαλαν με τις ενέργειές τους σε αυτήν, δημιούργησαν τον φαύλο αυτό κύκλο. Δεν είναι εύκολο να βρεθούν λύσεις. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να γίνουν δεκτές προτάσεις τόσο επίφοβες.





* Το κείμενο αυτό αποτελεί τη συμβολή μου στον Τιμητικό Τόμο Κεραμέως ΙΙ, Αντ.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2010, 941-957 -  είχε επίσης προδημοσιευθεί στο ΔΕΕ 2007, 141-148.
[1] J. Sedlak, Sovereign Debt Restructuring: Statutory Reform or Contractual Solution?, 152 University of Pennsylvania Law Review 1483, 1485 (2004).
[2] Βλ. όμως και J.E. Fisch/C.M. Gentile, Vultures or Vanguards?: The Role of Litigation in Sovereign Debt Restructuring, 53 Emory Law Journal 1043 (2004), που επισημαίνουν ότι η επίλυση μιας «κυρίαρχης» αφερεγγυότητας διαφέρει από μια εταιρική αφερεγγυότητα σε αρκετά σημεία: Μεταξύ αυτών είναι οι οικονομικές θυσίες που ένα κράτος είναι διατεθειμένο να κάνει ώστε να εκπληρώσει τις εκ δανείου υποχρεώσεις της, η μεγάλη σημασία των πολιτικών πιέσεων, η οποία μπορεί να επηρεάσει την προθυμία των πιστωτών να δανείσουν χρήματα, η προοπτική της αντιμετώπισης των κρίσεων ρευστότητας μέσω κονδυλίων παρεχόμενων από διεθνείς αναπτυξιακούς οργανισμούς, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (International Monetary Fund) και η Παγκόσμια Τράπεζα (World Bank).
[3] S.L. Schwarz, Sovereign Debt Restructuring: A Bankruptcy Reorganization Approach, 85 Cornell Law Review 956, 959 (2000).
[4] A. Brenneman, Sovereign Debt, Personal Bankruptcy, and a Comprehensive Contractual Solution, 154 University of Pennsylvania Law Review 649, 650 (2006).
[5] C.G. Oechsli, Procedural Guidelines for Renegotiating LSC Debts: An Analogy to Chapter 11 of the US Bankruptcy Reform Act, 21 Virginia Journal of International Law 305 (1982).
[6] K. Raffer, Considerations for Designing Sovereign Insolvency Procedures, 2005 Law, Social Justice & Global Development Journal. <http://www.go.warwick.ac.uk/elj/lgd/2005_1/raffer>
[7] Επρόκειτο για την αποκληθείσα «ανακύκλωση πετροδολλαρίων»: Τα κράτη του Περσικού Κόλπου, παραγωγοί πετρελαίου, μην μπορώντας να ξοδέψουν τα έσοδα από το πετρέλαιο όσο γρήγορα τα κέρδιζαν, κατέθεσαν το περίσσευμα στις μεγαλύτερες πολυεθνικές τράπεζες, οι οποίες με τη σειρά τους διοχέτευσαν τα χρήματα αυτά σε άλλα κράτη με τη μορφή δανείων, βλ. R. Euliss, The Feasibility of the IMF’s Sovereign Debt Restructuring Mechanism: An Alternative Statutory Approach to Mollify American Reservations, 19 American University International Law Review 107, 108-109 (2003).
[8] R.J. Silverman/M.W. Deveno, Distressed Sovereign Debt: A Creditor’s Perspective, American Bankruptcy Institute Law Journal 2003.
[9] Μια άτυπη οργάνωση πιστωτριών τραπεζών, που οργανώνεται κάθε φορά που ο οφειλέτης αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, βλ. και P. Williams/J. Harris, State Succession to Debts and Assets: The Modern Law and Policy, 42 Harvard International Law Journal 355, 381 (2001).
[10] Η κατάσταση αυτή οδήγησε, αφενός στη χειροτέρευση των βιοτικών συνθηκών του πληθυσμού και άρα και στη διεύρυνση του χάσματος μεταξύ φτωχών και πλουσίων, αφετέρου στην εκμετάλλευση από πολλά χρεωμένα κράτη των φυσικών τους πόρων κατά τρόπο που κρίνεται αντιοικονομικός και δημιουργεί μη αναστρέψιμα αποτελέσματα, βλ. C. Paulus, Some Thoughts on an Insolvency Procedure for Countries, American Journal of Comparative Law 50 (2002) 531, 532-533.
[11] L.C. Buchheit, How Ecuador Escaped the Brady Bond Trap, 19 International Financial Law Review 17 (2000), L.C. Buchheit/G. Mitu Gulati, Exit  Consents in Sovereign Bond Exchanges, 48 University of California Los Angeles Law Review 59 (2000).
[12] J. García-Hamilton Jr./R. Olivares-Caminal/O.M. Zenarruza, The Required Threshold to Restructure Sovereign Debt, 27 Loyola of Los Angeles International & Comparative Law Review 249, 250 (2005).
[13] J.H. Chun, “Post-Modern” Sovereign Debt Crisis: Did Mexico need an International Bankruptcy Forum?, 64 Fordham Law Review 2647, 2650-2651 (1996).
[14] A. Gelpern/B. Setser, Domestic and External Debt: The Doomed Quest for Equal Treatment, 35 Georgetown Journal of International Law 795, 805 (2004).
[15] C. Boeri, How to Solve Argentina’s Debt Crisis: Will the IMF’s Plan Work?, 4 Chicago Journal of International Law 245 (2003).
[16] C.G. Paulus, Do “Odious Debts” Free Over-indebted States from the Debt Trap?, Uniform Law Review 2005, 469, 470.
[17] A. Gelpern, What Iraq and Argentina Might Learn from Each Other, 6 Chicago Journal of International Law 391, 394 (2005).
[18] J.A. Kämmerer, Der Staatsbankrott aus völkerrechtlicher Sicht, Zeitschrift für ausländisches öffentliches Recht und Völkerrecht 2005, 651, 654-655.
[19] J. Hanlon, ‘Illegitimate’ Loans: lenders, not borrowers, are responsible, Third World Quarterly 27 (2006) 211, 218.
[20] C. Ohler, Der Staatsbankrott, Juristenzeitung 2005, 590, 592.
[21] W. Michael Reisman, International Incidents: Introduction to a New Genre in the Study of International Law, 10 Yale Journal of International Law 1 (1984).
[22] Βλ. και A. Gelpern, ό.π. (σημ. 17) 6 Chicago Journal of International Law 394 (2005), η οποία φέρει ως παράδειγμα το ότι η Λέσχη των Παρισίων, των κυβερνήσεων ως πιστωτών (government-to government creditors) δεν έχει νομική προσωπικότητα. Οι συμφωνίες μεταξύ των μελών της καταχωρούνται με τη μορφή μη δεσμευτικών πρακτικών συναντήσεων.
[23] 28 USC 1330. Δημοσιευμένος στο 1976 International Legal Materials 1388.
[24] L.M. Caplan, State Immunity, Human Rights, and Jus Cogens: A Critique of the Normative Hierarchy Theory, American Journal of International Law 97 (2003) 741, 755.
[25] A. Feibelman, Federal Bankruptcy Law and State Sovereign Immunity, 81 Texas Law Review 1381, 1383 (2003).
[26] H. Fox, In Defense of State Immunity: Why the UN Convention on State Immunity is Important, International and Comparative Law Quarterly 55 (2006) 399, 403.
[27] [1981] 2 All ER 1064, 1070: “It is necessary to start from first principle. The basis on which one State is considered to be immune from the territorial jurisdiction of the courts of another State is ‘par in parem …’ which effectively means that the sovereign or governmental acts of one State are not matters on which the courts of other States will adjudicate”.
[28] Βλ. και E. Denza, The 2005 UN Convention on State Immunity in Perspective, International and Comparative Law Quarterly 55 (2006) 395, 396, η οποία αναφέρει ότι οι διατάξεις για την εκτέλεση αποφάσεων προκάλεσαν κάποια δυσαρέσκεια όταν άρχισαν να εφαρμόζονται για την εκτέλεση αποφάσεων που εκδόθηκαν κατ’ερημοδικία των εναγόμενων κρατών τα οποία δεν έδωσαν καμμία σημασία στην επίδοση των σχετικών δικογράφων εκ μέρους των πιστωτών τους.
[29] S. Hagan, Designing a Legal Framework to Restructure Sovereign Debt, 36 Georgetown Journal of International Law 299, 311-312 (2005).
[30] P.J. Power, Sovereign Debt: The Rise of the Secondary Market and its Implications for Future Restructurings, 64 Fordham Law Review 2701 (1996).
[31] L.C. Buchheit/J.S. Pam, The hunt for pari passu (Part I), International Financial Law Review, Febr. 2004, 20.
[32] S. Hagan, ό.π. (σημ. 29), 36 Georgetown Journal of International Law 313 (2004).
[33] Βεβαίως, κυνικό είναι αυτό που συμβαίνει μάλλον, παρά η ονομασία του..
[34] W.W. Bratton, Pari Passu and a Distressed Sovereign’s Rational Choices, 53 Emory Law Journal 823 (2004).
[35] C. Buchheit/G. Mitu Gulati, Sovereign Bonds and the Collective Will, 51 Emory Law Journal 1317 (2002).
[36] P. Bolton/D.A. Skeel, Jr., Inside the Black Box: How Should a Sovereign Bankruptcy Framework be Restructured?, 53 Emory Law Journal 763, 765 (2004).
[37] W.W. Bratton, ό.π. (σημ. 34), 53 Emory Law Journal  823 (2004).
[38] L.C. Buchheit, How Ecuador Escaped the Brady Bond Trap, International Financial Law Review, Dec. 2000, 17-18.
[39] S. Choi/G. Mitu Gulati, Innovation in Boilerplate Contracts: An Empirical Examination of Sovereign Bonds, 53 Emory Law Journal 929 (2004).
[40] E. Bartholomew/A. Liuzzi/E. Stern, Two-Step Sovereign Debt Restructuring: A Market-Based Approach in a World Without International Bankruptcy Law, 35 Georgetown Journal of International Law 859, 860 (2004).
[41] W.W. Bratton/G. Mitu Gulati, Sovereign Debt Reform and the Best Interest of Creditors, 57 Vanderbilt Law Review 1, 27 (2004).
[42] S.L. Schwarcz, “Idiot’s Guide” to Sovereign Debt Restructuring, 53 Emory Law Journal 1189, 1201 (2004).
[43] D.A. Skeel, Jr. Can Majority Voting Provisions Do It All?, 52 Emory Law Journal 417, 422-425 (2003).
[44] R.K Rasmussen, American Bankruptcy Law and Sovereign Debt Restructuring, Conference on Sovereign Debt: The View from the Legal Academy, Febr. 26-27, 2004.
[45] C. Ohler, ό.π. (σημ. 20), Juristenzeitung 2005, 592-593.
[46] Τι θα ισχύσει όμως στην περίπτωση πολίτη του κράτους ο οποίος έχει π.χ. έναντι της εφορίας αξίωση επιστροφής φόρου; Θα μπορούσε και αυτός να συμμετάσχει στη διαδικασία; Βλ. C.G. Paulus, A Legal Order for Insolvencies of States, International Insolvency Institute 2002.
[47] D.G. Baird/R.K. Rasmussen, The End of Bankruptcy, 55 Stanford Law Review 751, 756-758 (2002).
[48] Βλ. R.K. Rasmussen, ό.π. (σημ. 44), ο οποίος σημειώνει ότι με τη θέση του αυτή δεν εννοεί μόνο την «μεγιστοποίηση της ευημερίας» (maximizing welfare) των πολιτών, όπως την εκφράζουν οι L. Kaplow/S. Shavell, Fairness Versus Welfare, 114 Harvard Law Review 961 (2001), ακραιφνείς εκφραστές της οικονομικής ανάλυσης του δικαίου (law and economics).
[49] Για την οποία βλ. και Ε. Μουσταΐρα, Η εξέλιξη του Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Παράδοση – Επανάσταση – Αντεπανάσταση, Αθήνα 1996, 63-69.
[50] A. Krueger, A New Approach to Sovereign Debt Restructuring, International Monetary Fund 2002.
[51] S. Buhlert, Die Entwicklung eines zukünftigen Staateninsolvenzrechts, Deutsche Zeitschrift für Wirtschaftsrecht 2002, 275, 276.
[52] S. Buhlert, ό.π. (σημ. 50), Deutsche Zeitschrift für Wirtschaftsrecht 2002, 276.
[53] Ακόμα περισσότερες αντιδράσεις προκάλεσε η πρόταση περί εγκαθίδρυσης ενός «διεθνούς πτωχευτικού δικαστηρίου» (international bankruptcy court) το οποίο θα είχε την εξουσία να επιβάλει και να επιβλέπει τις διαπραγματεύσεις μεταξύ ενός κράτους και των πιστωτών του, βλ. και M.T. Hilgers, Debtor-States and an International Bankruptcy Court: The IMF Creditor Problem, 4 Chicago Journal of International Law 257 (2003).
[54] E. Bartholomew/A. Liuzzi/E. Stern, ό.π. (σημ. 40), 35 Georgetown Journal of International Law 860 (2004).
[55] Για το θέμα των «νομικών μεταφυτεύσεων», βλ. και Ε. Μουσταΐρα, Σταθμοί στην πορεία του συγκριτικού δικαίου. Θέσεις και αντιθέσεις, Αθήνα – Κομοτηνή 2003, 96 επ.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου