Translate

Πέμπτη 29 Αυγούστου 2013

Προστασία ενηλίκων - Σύμβαση Χάγης 2000

Ζούμε περισσότερο. Πολύ ευχάριστο!! Με διάφορες συνέπειες, ωστόσο...

Για να γράψω την εισήγησή μου αυτή, χρησιμοποίησα υλικό αρκετό από Ισπανούς νομικούς. Στην Ισπανία αντιμετωπίζουν συχνά τα προβλήματα που προσπαθεί να επιλύσει η Σύμβαση της Χάγης. Ο λόγος είναι ότι εγκαθίστανται μονίμως σε θέρετρα της Ισπανίας πολλοί αλλοδαποί, όταν παίρνουν τη σύνταξή τους (μεταξύ αυτών, πολλοί Γερμανοί).
Οι φωτογραφίες είναι του 1997 - Casa Batlló, στη Βαρκελωνη, ένα από τα αριστουργήματα του Antoni Gaudí!


            Διεθνής προστασία ενηλίκων με μειωμένη νοητική επάρκεια: 

                        Η σύμβαση της Χάγης του 2000*


                                                Ελίνα Ν. Μουσταΐρα
                  


            Η θεαματική αύξηση του προσδόκιμου ζωής, από κοινού με τις εξελίξεις στην ιατρική έρευνα και τη μείωση των γεννήσεων, έχουν συμβάλει στην αλλαγή της σύστασης της κοινωνίας. Ο αριθμός των ενηλίκων προσώπων αυξάνεται. Τα πρόσωπα αυτά φθάνουν ενίοτε σε ηλικία πολύ προχωρημένη στην οποία συχνά εμφανίζουν σημάδια εξασθένισης που μπορεί να επηρεάζουν την ικανότητά τους διαχείρισης των υποθέσεών τους ή και γενικότερα της ζωής τους. Από την άλλη πλευρά, η ιατρική έχει επιτύχει να διατηρεί στη ζωή πρόσωπα μετά από σοβαρούς τραυματισμούς τους, τα οποία, ως εκ του γεγονότος ακριβώς αυτού, δεν μπορούν να εκδηλώσουν τη βούλησή τους. Επίσης ασθένειες ή ανεπάρκειες φυσικού ή ψυχικού χαρακτήρα μπορεί να εμποδίζουν ένα πρόσωπο να φροντίζει τον εαυτό του.
            Όλα αυτά γεννούν πολλαπλά προβλήματα, τα οποία έχουν και μια νέα διάσταση, λόγω των περιγραφεισών ιδιαιτεροτήτων. Γεννιέται η ανάγκη προστασίας των προσώπων αυτών, η οποία συγκεκριμενοποιείται σε δύο διαφορετικά πεδία: προστασία των ίδιων των προσώπων και προστασία των περιουσιακών τους στοιχείων[1].
            Εξάλλου, το πρόβλημα της προστασίας των ενηλίκων έχει αρκετά διεθνοποιηθεί λόγω, αφενός της αύξησης των μετακινήσεων των πληθυσμών, αφετέρου του όλο και συχνότερου γεγονότος της ύπαρξης περιουσιακών στοιχείων ενός προσώπου στην επικράτεια περισσότερων κρατών. Πολλά π.χ. πρόσωπα από τα κράτη του Βορρά – φαινόμενο συχνό στην Ευρώπη, αλλά όχι μόνο -, μόλις συνταξιοδοτούνται, αποφασίζουν να περάσουν το υπόλοιπο της ζωής τους σε κλίμα ηπιότερο. Κατά κανόνα τα πρόσωπα αυτά διαθέτουν μια κάποια περιουσία. Μερικά λοιπόν από τα προβλήματα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που γεννιούνται, είναι αυτά που αντιμετωπίζουν οι συμβολαιογράφοι, όταν πρόκειται για τη διαχείριση ή την εκποίηση περιουσιακών στοιχείων αυτών των προσώπων ή όταν πρόκειται για τη διευθέτηση των κληρονομικών τους υποθέσεων. Επίσης, προβλήματα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου παρουσιάζονται και στις περιπτώσεις ατυχημάτων κάθε είδους, που μπορεί να συμβούν σε κάποιον ενήλικο, προφανώς ακόμα και νέο, όσο βρίσκεται στην αλλοδαπή, περιπτώσεις στις οποίες πρέπει να ληφθούν αποφάσεις σχετικά με το πρόσωπο ή/και την περιουσία του, και τις οποίες αποφάσεις δεν είναι σε θέση για μικρότερο ή μεγαλύτερο διάστημα να πάρει ο ίδιος ο ενήλικος[2].
            Η Συνδιάσκεψη της Χάγης ιδιωτικού διεθνούς δικαίου είχε ασχοληθεί με κάποια από τα ζητήματα αυτά, περισσότερο από 100 χρόνια πριν. Είχε δε καταλήξει στη σύναψη της διεθνούς Σύμβασης της 17ης Ιουλίου 1905 για ζητήματα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που αφορούσαν τη θέση σε απαγόρευση των χρηζόντων προστασίας ενηλίκων και τα μέτρα προστασίας τους[3].
            Προτάσεις για την αντικατάσταση εκείνης της Σύμβασης είχαν ήδη γίνει από το 1928, κατά τη διάρκεια της Έκτης Συνόδου της. Το 1967 δημοσιεύθηκε ένα άρθρο του Bernard Dutoit σχετικά με τα ζητήματα που απασχολούσαν και τη Σύμβαση[4], το οποίο άρθρο έκανε αίσθηση και αποτέλεσε το έναυσμα για να ενδιαφερθεί ξανά η Συνδιάσκεψη με τα ζητήματα αυτά. Το 1979 απέστειλε ένα σχετικό ερωτηματολόγιο στα κράτη μέλη της, το οποίο όμως δεν κίνησε καθόλου το ενδιαφέρον τους, με αποτέλεσμα να μην ασχοληθεί στη συνέχεια.
            Την 19η Οκτωβρίου 1996 υπεγράφη η Σύμβαση της Χάγης για την επιμέλεια των ανηλίκων. Η Σύμβαση αυτή αντικατέστησε τη Σύμβαση της 5ης Οκτωβρίου 1961, η οποία με τη σειρά της είχε αντικαταστήσει τη Σύμβαση της 12ης Ιουνίου 1902. Την 29η Μαΐου 1993, τα κράτη που αντιπροσωπεύθηκαν στη 17η Σύνοδο της Συνδιάσκεψης της Χάγης έλαβαν την απόφαση να εγγράψουν στην ημερήσια διάταξη της 18ης πλέον Συνόδου την αναθεώρηση της Σύμβασης του 1961 για τη δικαιοδοσία και το εφαρμοστέο δίκαιο στην προστασία των ανηλίκων, επεκτείνοντας ενδεχομένως το πεδίο εφαρμογής της νέας Σύμβασης που θα καταρτιζόταν και την προστασία των ανίκανων ενηλίκων. Η 12η Σύνοδος περιορίσθηκε στην επεξεργασία της εν τέλει Σύμβασης του 1996, αποφάσισε όμως με τη σειρά της να συνεχίσει την ενασχόληση που θα την οδηγούσε σε Σύμβαση για την προστασία των ενηλίκων.
            Βασικό ζήτημα που εξ αρχής τέθηκε ήταν αν θα περιορίζονταν να «μεταφέρουν» απλώς τις διατάξεις της Σύμβασης των ανηλίκων στη νέα, υπό επεξεργασία, Σύμβαση ή θα έπρεπε να αναπτυχθεί μια διαφορετική προβληματική. Αυτή η λύση, όπως επισημαίνεται, ήταν τεχνικά δυνατή, όμως ήταν και λίγο «τεμπέλικη», αδιαφορούσε για τις ιδιαιτερότητες της κατάστασης των ενηλίκων[5]. Από την άλλη πλευρά, υπήρχαν εκείνοι που υποστήριζαν ότι οι δύο Συμβάσεις (θα) ήταν συμπληρωματικές, οπότε δεν θα έπρεπε να αποστούν από τις ρυθμίσεις της Σύμβασης για τους ανηλίκους, παρά μόνον κατ’εξαίρεση. Η «διαμάχη» μεταξύ των δύο αυτών θέσεων ήταν πολύ έντονη ιδιαιτέρως στα ζητήματα δικαιοδοσίας των αρχών. Εν τέλει επιτεύχθηκε ένας συμβιβασμός[6].
            Αντίθετα από τη Σύμβαση του 1996, ο τίτλος της Σύμβασης του 2000 για τους ενηλίκους δεν είναι τόσο ειδικός στην περιγραφή του περιεχομένου της Σύμβασης, έχει εν τούτοις την ίδια δομή με εκείνη: αποτελείται από επτά κεφάλαια - πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης, δικαιοδοσία, εφαρμοστέο δίκαιο, αναγνώριση και εκτέλεση, συνεργασία, γενικές διατάξεις, τελικές ρήτρες.

Πεδίο εφαρμογής – το προστατευόμενο πρόσωπο


            Η Σύμβαση εφαρμόζεται, σε περιπτώσεις διεθνούς χαρακτήρα, στην προστασία των ενηλίκων οι οποίοι, λόγω μιας αλλοίωσης ή μιας ανεπάρκειας των προσωπικών τους ικανοτήτων, δεν είναι σε θέση να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους. Αποφεύγει, λοιπόν, η Σύμβαση να χρησιμοποιήσει την έκφραση «ανίκανος προς κρίση ενήλικος» (incapable majeur ou adulte, incapacitated or incapable adult, urteilsunfähiger Erwachsener). Για την εφαρμογή της Σύμβασης αυτής δεν αποτελεί προϋπόθεση να είναι ο ενήλικος ανίκανος προς κρίση ή υπό κάποια μορφή επιμέλειας- περιλαμβάνονται, βέβαια, και αυτές οι περιπτώσεις. Αρκεί όμως το γεγονός ότι λόγω φυσικών ή ψυχικών ανεπαρκειών ο ενήλικος χρήζει βοηθείας[7].
Είναι ενδιαφέρον το ότι η ειδική συντακτική επιτροπή, θέλοντας να προσδιορίσει τους ενηλίκους στους οποίους εφαρμόζεται η Σύμβαση, απέφυγε σκόπιμα να χρησιμοποιήσει νομικούς όρους, οι οποίοι ενδεχομένως θα επιδέχονταν διαφορετική ερμηνεία από τα διάφορα δίκαια. Προτίμησε να περιορισθεί σε μια πραγματική περιγραφή του έχοντος ανάγκη προστασίας ενηλίκου. Έτσι λοιπόν, τα δύο βασικά πραγματικά στοιχεία είναι, αφενός μια «αλλοίωση ή ανεπάρκεια των προσωπικών ιδιοτήτων», αφετέρου η αλλοίωση αυτή ή η ανεπάρκεια να είναι τέτοια ώστε να μην είναι σε θέση ο ενήλικος να φροντίσει τα συμφέροντά του. Το δεύτερο αυτό πραγματικό στοιχείο θα πρέπει, όπως σημειώνει η εισηγητική έκθεση, να εννοηθεί υπό ευρεία έννοια. Δηλαδή, να θεωρηθεί ότι αναφέρεται, όχι μόνο στα περιουσιακά συμφέροντα του ενηλίκου, αλλά γενικότερα στο συμφέρον του προσώπου και της υγείας του[8].
            Δηλαδή, αυτό που απασχόλησε πραγματικά τους συντάκτες της Σύμβασης ήταν ακριβώς ότι υπάρχει ένας πολύ μεγάλος αριθμός ανθρώπων προχωρημένης κυρίως ηλικίας, οι οποίοι χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας. Η ιδέα αυτή της προστασίας χωρίς να χρειάζεται ως προϋπόθεση η ανικανότητα, ιδέα που είναι ήδη γνωστή σε ορισμένες εθνικές έννομες τάξεις, όπως π.χ. η γερμανική, αποτελεί έναν από τους νεωτερισμούς της Σύμβασης[9].
            Ως ενήλικος ορίζεται ένα πρόσωπο που έχει συμπληρώσει τα 18 χρόνια. Η Σύμβαση όμως εφαρμόζεται και αναφορικά με μέτρα που αφορούν πρόσωπα τα οποία δεν είχαν συμπληρώσει τα 18 όταν τα μέτρα εκείνα ελήφθησαν. Ενδεικτικά αναφέρονται στο άρθρο 3 περιπτώσεις οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης. Τέτοιες είναι π.χ. ο προσδιορισμός της ανικανότητας, η επιμέλεια, η διαχείριση της περιουσίας. Από την άλλη πλευρά, το άρθρο 4 αναφέρει αποκλειστικά πλέον, τις περιπτώσεις που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης[10]. Και οι περιπτώσεις αυτές είναι οι εξής: Υποχρεώσεις διατροφής, σύναψημ ακύρωση, λύση γάμου ή ανάλογης σχέσης, περιουσιακές σχέσεις συζύγωνή συντρόφων, εμπιστεύματα ή κληρονομικά ζητήματα, κοινωνική ασφάλεια, δημόσια μέτρα γενικής φύσης για ζητήματα υγείας, μέτρα που λαμβάνονται αναφορικά με ένα πρόσωπο, ως αποτέλεσμα ποινικών αδικημάτων διαπραχθέντων από αυτό, αποφάσεις σχετικά με δικαίωμα ασύλου και με μετανάστευση, μέτρα που αφορούν αποκλειστικά τη δημόσια ασφάλεια.
           

Δικαιοδοσία


            Το Κεφάλαιο ΙΙ, ο «πυρήνας», όπως λέγεται, της Σύμβασης, ορίζει ως κύρια δικαιοδοτική βάση αυτήν της συνήθους διαμονής του ενηλίκου (άρθρο 5 Ι). Προβλέπονται όμως και δύο συντρέχουσες δικαιοδοτικές βάσεις, αφενός του κράτους την ιθαγένεια του οποίου έχει ο ενήλικος (άρθρο 7), αφετέρου του συμβαλλόμενου κράτους στο οποίο υπάρχει περιουσία του ενηλίκου (άρθρο 9). Και οι δύο όμως αυτές συντρέχουσες δικαιοδοσίες υποτάσσονται, κατά κάποιον τρόπο, στη δικαιοδοσία της συνήθους διαμονής, αφού οι αρχές αυτής έχουν πάντα, όπως λέγεται, τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο[11].
            Έτσι λοιπόν, κύρια δικαιοδοσία να επιληφθούν της προστασίας του ενηλίκου έχουν τα δικαστήρια και οι διοικητικές αρχές εκείνου του συμβαλλόμενου κράτους στο οποίο ο ενήλικος έχει τη συνήθη διαμονή του. Σε περίπτωση που μεταφέρει τη συνήθη διαμονή του σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος, έχουν πλέον κύρια δικαιοδοσία οι αρχές αυτού του άλλου κράτους. Ένα ζήτημα το οποίο δεν ρυθμίζεται με σαφήνεια από τη Σύμβαση, είναι τι γίνεται στην περίπτωση που η μεταφορά της συνήθους διαμονής του ενηλίκου από ένα κράτος σε άλλο επέρχεται ενώ έχουν ήδη επιληφθεί οι αρχές της πρώτης συνήθους διαμονής, μιας αίτησης μέτρων προστασίας. Ορθότερο φαίνεται να μην γίνει δεκτή μια perpetuatio fori. Να θεωρηθεί, δηλαδή, ότι η αλλαγή συνήθους διαμονής στερεί αυτοδίκαια τις αρχές του κράτους της προγενέστερης συνήθους διαμονής από τη δικαιοδοσία τους και τις αναγκάζει να την απεκδυθούν υπέρ των αρχών του κράτους της νέας συνήθους διαμονής του ενηλίκου[12].
            Απέφυγε σκοπίμως η Σύμβαση να δώσει ορισμό της συνήθους διαμονής. Ο λόγος ήταν ότι δεν ήθελε να δώσει την εντύπωση ότι περιλαμβάνει μια ειδική έννοια της συνήθους διαμονής, η οποία θα διέφερε από την έννοια της συνήθους διαμονής σε άλλες διεθνείς Συμβάσεις. Θα πρέπει να γίνει δεκτή, λοιπόν, και εδώ η παραδεδεγμένη περιγραφή της συνήθους διαμονής, ως του πραγματικού κέντρου της ζωής (tatsächliches Mittelpunkt der Lebensführung, centre effectif de la vie)  του ενηλίκου.
            Επίσης δεν προβλέπεται ρητά η περίπτωση ένα πρόσωπο να έχει περισσότερες συνήθεις διαμονές. Σε αυτή την περίπτωση, αν δεν μπορεί να εντοπισθεί μια μόνον – ως η κύρια – συνήθης διαμονή, θα θεωρηθεί, για την εφαρμογή των ρυθμίσεων της Σύμβασης αυτής, ότι έχει ο ενήλικος τη συνήθη διαμονή του στο εκάστοτε κράτος στο οποίο διαμένει σύμφωνα με τον βιοτικό ρυθμό του και το οποίο κράτος αντιμετωπίζει ο ίδιος ως κέντρο του βίου του για τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο[13].
           

Εφαρμοστέο δίκαιο


            Όπως σημειώνεται, τα τελευταία χρόνια είναι συχνή η όλο και μεγαλύτερη παρέμβαση των δημόσιων αρχών στα ζητήματα αυτά. Έτσι λοιπόν, ο αυξανόμενος πρωταγωνιστικός ρόλος των διοικητικών και δικαστικών αρχών από τη μια και ο στενός σύνδεσμος του δημόσιου δικαίου και του ιδιωτικού δικαίου από την άλλη, συμβάλλουν στο να εντάσσονται τα ζητήματα αυτά σε μια από τις γκρίζες ζώνες του δικαίου. Η χρησιμοποίηση, εξάλλου, των κανόνων του εν στενή εννοία ιδιωτικού διεθνούς δικαίου εν προκειμένω, περιπλέκεται αρκετά από την ύπαρξη αναγκαστικών κανόνων του forum[14].
            Ο γενικός κανόνας της Σύμβασης είναι ότι η αρμόδια αρχή εφαρμόζει το δικό της δίκαιο (Gleichlaufprinzip) – άρθρο 13. Προβλέπεται όμως ότι, εξαιρετικά, αν το απαιτούν η προστασία του προσώπου ή των περιουσιακών στοιχείων του ενηλίκου, μπορεί να εφαρμοσθεί ή να ληφθεί υπόψη και το δίκαιο άλλου κράτους, εκείνου με το οποίο η υπόθεση παρουσιάζει κάποιο στενό σύνδεσμο. Αυτή η πρόβλεψη ήταν αποτέλεσμα μιας προσπάθειας ελαστικοποίησης της απαρέγκλιτης εφαρμογής ενός και μόνου δικαίου και κατ’αυτόν τον τρόπο προσέγγισης της πραγματικότητας, με όλα τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα που αυτή η ποικιλία εφαρμοστέων δικαίων συνεπάγεται, όπως σημειώνεται[15].
            Λαμβάνοντας υπόψη ότι τα μέτρα που λαμβάνονται με βάση το δίκαιο ενός κράτους, σε πολλές περιπτώσεις θα πρέπει να αναπτύξουν τα αποτελέσματά τους σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος, ορίζεται στη Σύμβαση (άρθρο 14) ότι, σε κάθε περίπτωση, οι όροι εφαρμογής των μέτρων προστασίας θα διέπονται από το δίκαιο του δεύτερου αυτού κράτους.
            Επισημαίνεται εδώ, ότι η Σύμβαση έχει οικουμενική εφαρμογή (άρθρο 18). Αυτό σημαίνει ότι ως εφαρμοστέο δίκαιο μπορεί να ορισθεί και το δίκαιο μη συμβαλλόμενου κράτους.

«Εντολή αντιπροσώπευσης λόγω ανικανότητας»

            Ο πλέον αξιοσημείωτος νεωτερισμός της Σύμβασης είναι η εντολή που μπορεί να παράσχει ο ενήλικος σε κάποιον, να τον αντιπροσωπεύει λόγω ανικανότητάς του (mandat dinaptitude), άρθρα 15 και 16. Τα άρθρα αυτά αποτελούν, όπως λέγεται, έναν μικρό οδηγό του θεσμού αυτού, ο οποίος κάθε άλλο παρά διαδεδομένος είναι.
            Ο λόγος καθιέρωσης αυτού του θεσμού είναι ο εξής: Τα σύνορα μεταξύ της πλήρους ικανότητας και της ανικανότητας ενός προσώπου δεν είναι πάντα απολύτως σαφή, η δε μείωση των πνευματικών ικανοτήτων μπορεί να επέρχεται με πολύ αργό ρυθμό, γεγονός που δημιουργεί καταστάσεις οποίες είναι δύσκολο να προσδιορισθούν επαρκώς. Σχεδόν όλα τα νομικά συστήματα περιλαμβάνουν κανόνες για την επιμέλεια των ανίκανων προσώπων, πολύ λίγα όμως συστήματα προβλέπουν τη δυνατότητα, ένας ανήλικος ο οποίος έχει πλήρεις τις πνευματικές του ικανότητες, να οργανώσει εκ των προτέρων την προστασία του προσώπου ή της περιουσίας του για όταν δεν θα είναι σε θέση να φροντίσει τα συμφέροντά του[16]
            Σε ορισμένα, λοιπόν, κράτη, το ενδεχόμενο να περιέλθει σε κατάσταση διανοητικής ανικανότητας ένας άνθρωπος, αντιμετωπίζεται προληπτικά με τη μορφή μιας «εντολής αντιπροσώπευσης λόγω ανικανότητας». Ο ενήλικος, σε χρονική περίοδο πλήρους διανοητικής ικανότητας οργανώνει εκ των προτέρων την προστασία του με τη μορφή ενός απεριόριστου χρονικά πληρεξουσίου, το οποίο θα αρχίσει να ισχύει την ημέρα που ο ενήλικος θα καταστεί διανοητικά ανίκανος.
Έτσι, ο θεσμός αυτός, με τη μορφή του springing power of attorney, είναι γνωστός σε πολλές πολιτείες των ΗΠΑ, στις επαρχίες του Καναδά, Κεμπέκ, Οντάριο, Βρεταννική Κολομβία, καθώς και στην επαρχία Κουήνσλαντ της Αυστραλίας (guardianship and administration Act 2000). Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η εντολή αυτή ρυθμίζεται  από τους κανόνες “enduring powers of attorney” του 1985 και του 1987, καθώς και τους enduring powers of attorney regulations του 1990. Στην Ιρλανδία, η power of attorney Act, νόμος της 1.8.1996μ ρυθμίζει την εξουσία αυτή, προβλέποντας και την καταχώρηση αυτών των εντολών σε ειδικό μητρώο.
Στην Ισπανία, ο ισπανικός ΑΚ επιτρέπει την οργάνωση της επιμέλειας ενός ενηλίκου, από και για τον ίδιο, ο δε καταλανικός νόμος της 29.7.1996, ο οποίος ενσωματώθηκε στον Καταλανικό Οικογενειακό Κώδικα (άρθρο 172 του νόμου της 15.7.1998), δίνει τη δυνατότητα στους ενηλίκους να οργανώσουν την επιμέλεια του προσώπου και της περιουσίας τους για την περίπτωση που θα καθίσταντο ανίκανοι λόγω αλλοίωσης της υγείας τους.
Στη Γερμανία, ο ενήλικος μπορεί να οργανώσει ένα σύστημα διαχείρισης των περιουσιακών του στοιχείων, με δύο διαφορετικές μορφές, για την περίπτωση που θα καθίστατο ανίκανος.
Στην πρώτη περίπτωση, της Betreuung (νόμος της 12.9.1990), ο ενήλικος μπορεί να προτείνει ο ίδιος το πρόσωπο που θα έχει την επιμέλειά του, ο δε δικαστής να ορίσει το πρόσωπο αυτό, εκτός αν κρίνει ότι θα έβλαπτε τα συμφέροντα του ενηλίκου. Στη δεύτερη περίπτωση, η Betreuung δεν είναι απαραίτητη αν ο ενήλικος έχει παράσχει ήδη σε κάποιο πρόσωπο πληρεξουσιότητα περιουσιακής διαχείρισης για την περίπτωση επερχόμενης ανικανότητας (Vorsorgevollmacht). Αυτή η πληρεξουσιότητα δεν χάνει την ισχύ της αν μεταγενέστερα ο εξουσιοδοτήσας χάσει την ικανότητά του δικαιοπραξίας[17].
Σύμφωνα, λοιπόν, με το άρθρο 15 της Σύμβασης, αυτή η εντολή ανικανότητας αφορά την εξουσία αντιπροσώπευσης που παρέχει ένας ενήλικος είτε με σύμβαση είτε με μονομερή δικαιοπραξία, ώστε να ασκηθεί η εξουσία αυτή σε περίπτωση που ο ενήλικος δεν θα είναι πλέον σε θέση να φροντίζει τα συμφέροντά του. Σημειωτέον ότι, στα περισσότερα από τα δίκαια που γνωρίζουν τον θεσμό αυτόν, η έναρξη ισχύος της εντολής αυτής προϋποθέτει παρέμβαση για τη διαπίστωση της ανικανότητας του ενηλίκου, είτε δικαστικής αρχής (Κεμπέκ, Καταλωνία), είτε ιατρικής πραγματογνωμοσύνης (πολιτεία της Νέας Υόρκης).
Ορίζει, λοιπόν, το άρθρο 15 της Σύμβασης, ότι η εντολή αυτή διέπεται από το δίκαιο του κράτους της συνήθους διαμονής του ενηλίκου κατά τη χρονική στιγμή της συμφωνίας ή της μονομερούς πράξης. Το δίκαιο αυτό ρυθμίζει την ύπαρξη, την έκταση, την τροποποίηση και τη λήξη των εξουσιών αντιπροσώπευσης τις οποίες μεταβιβάζει ο ενήλικος. Οι τρόποι άσκησης των εξουσιών αυτών ρυθμίζονται από το δίκαιο του κράτους στο οποίο ασκούνται (άρθρο 15 παρ. 3).
Προβλέπει εξάλλου το διεθνές κείμενο, ειδικά για την περίπτωση που το δίκαιο της συνήθους διαμονής δεν γνωρίζει τον θεσμό αυτόν, μια κάποια δυνατότητα επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου. Απαριθμεί όμως η Σύμβαση περιοριστικά τα δίκαια μεταξύ των οποίων μπορεί να επιλέξει ο ενήλικος. Τα δίκαια αυτά είναι το δίκαιο του κράτους του οποίου την ιθαγένεια έχει ο ενήλικος, το δίκαιο του κράτους μιας προγενέστερης συνήθους διαμονής του και το δίκαιο του κράτους στο οποίο ευρίσκονται τα περιουσιακά στοιχεία του ενηλίκου, στην τελευταία όμως περίπτωση η επιλογή αυτή εφαρμοστέου δικαίου θα ισχύει μόνον αναφορικά με τα περιουσιακά αυτά στοιχεία. Εφόσον το επιλεγέν από τον ενήλικο ως εφαρμοστέο δίκαιο δεν γνωρίζει τον θεσμό της εντολής αντιπροσώπευσης λόγω ανικανότητας, θα πρέπει να θεωρηθούν οι παρασχεθείσες από τον ενήλικο σε κάποιο πρόσωπο εξουσίες ως ανύπαρκτες και να ζητηθεί από την αρμόδια αρχή να διατάξει κάποιο μέτρο προστασίας.
Η Σύμβαση θέλησε να εξασφαλίσει την προστασία του ενηλίκου, σε περίπτωση κακής άσκησης μιας τέτοιας εντολής, ορίζει λοιπόν το άρθρο 16 ότι σε τέτοια περιπτωση η αρμόδια σύμφωνα με τη Σύμβαση αρχή μπορεί να αφαιρέσει ή να τροποποιήσει τις παρασχεθείσες εξουσίες.
Σημειωτέον ότι, στο πεδίο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου εν στενή εννοία, όπως και στο πεδίο του εσωτερικού δικαίου, η εντολή αυτή είναι ολωσδιόλου διαφορετική από τη συνήθη εντολή, με την οποία ένας ενήλικος, με πλήρη ικανότητα δικαιοπραξίας, αναθέτει σε ένα πρόσωπο να διαχειρίζεται τα συμφέροντά του. Μια τέτοια εντολή, η οποία αρχίζει να ισχύει αμέσως με τη σύναψή της και λήγει, σύμφωνα με τα περισσότερα εθνικά δίκαια, στην περίπτωση που επέλθει ανικανότητα του ενηλίκου ή που διαπιστωθεί η ακαταλληλότητά του να φροντίσει για τα συμφέροντά του, ρυθμίζεται από πλευράς ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, από τη Σύμβαση της Χάγης της 14.3.1978 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβάσεις αντιπροσώπευσης[18]. Δεν μπορεί, βέβαια, να αποκλεισθεί η περίπτωση παροχής μιας συνήθους εντολής σε έναν ενήλικο, προκειμένου να αρχίσει να ισχύει αμέσως, αλλά η οποία ρητά να προβλέπει ότι θα συνεχίσει να ισχύει και μετά την επέλευση της ανικανότητας του εντολέα ενηλίκου. Στην περίπτωση αυτή, όπως σημειώνει ο συντάκτης της Εισηγητικής ‘Εκθεσης, καθηγητής Paul Lagarde, θα μπορούσαμε να δεχθούμε ότι μια τέτοια εντολή είναι διαιρετή χρονικά ως προς την ιδιωτικοδιεθνολογική της ρύθμιση, και άρα θα ρυθμιζόταν από τη Σύμβαση της Χάγης του 1978 μέχρι την ημερομηνία επέλευσης της ανικανότητας και από τη Σύμβαση της Χάγης του 2000, από την ημερομηνεία αυτή και επέκεινα[19].
Η ρύθμιση από τη Σύμβαση της Χάγης του 2000, του θεσμού αυτού, ενός θεσμού άγνωστου στην πλειονότητα των δικαίων, και οπωσδήποτε στα περισσότερα δίκαια της ηπειρωτικής Ευρώπης, δεν πρέπει, σύμφωνα με κάποια γνώμη να ξενίσει. Σύμφωνα με τη γνώμη αυτή, όπως ακριβώς η Σύμβαση της Χάγης της 1.7.1985 για το εφαρμοστέο δίκαιο στο εμπίστευμα (trust) και στην αναγνώρισή του[20] έκανε γνωστό τον θεσμό αυτό των κρατών του common law και σε άλλα κράτη, έτσι και η Σύμβαση των ενηλίκων του 2000 μπορεί να κάνει γνωστό στα ίδια αυτά κράτη και τον θεσμό αυτής της παροχής εξουσιών αντιπροσώπευσης. Κάτι που, κατά τη γνώμη αυτή, ήδη συνέβη στην περίπτωση του Κεμπέκ, που, παρ’ό,τι αποτελεί νομικό σύστημα συγγενές με τα δίκαια των ευρωπαϊκών ηπειρωτικών κρατών, ρυθμίζει πλέον τον θεσμό αυτόν[21].

Επίλογος


            Η Σύμβαση της Χάγης έχει υπογραφεί μέχρι τώρα από τρία κράτη, την Ολλανδία, τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Κανένα όμως από αυτά δεν την έχει επικυρώσει μέχρι στιγμής, άρα δεν έχει αρχίσει ακόμα να ισχύει.
            Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ο πληθυσμός της γης γερνάει, και μάλιστα με ταχύ ρυθμό. Τη σημερινή εποχή ένας στους δέκα είναι εξήντα ετών ή μεγαλύτερος. Υπολογίζεται ότι το 2050 η αναλογία θα γίνει ένας στους πέντε. Από το 1950 έχουν προστεθεί είκοσι χρόνια στον μέσο όρο ζωής και προβλέπεται ότι στις αμέσως επόμενες δεκαετίες η τάση αυτή αύξησης του μέσου όρου ζωής θα συνεχισθεί. Επιπλέον, οι γεροντότεροι αυτών, δηλαδή οι 80 ετών και άνω, αποτελούν το ταχύτερα αυξανόμενο κομμάτι του πληθυσμού[22].
            Η συχνότητα των στην πράξη ζητημάτων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου σαν αυτά που αντιμετωπίζει η Σύμβαση της Χάγης, προβλέπεται να αυξηθεί με ταχύ ρυθμό. Η ανυπαρξία σχετικών ρυθμίσεων στα εθνικά δίκαια δεν συντελεί, προφανώς, στη διευθέτηση των ζητημάτων αυτών, είναι εξαιρετικά δύσκολη έως αδύνατη πολλές φορές η νομολογιακή ρύθμισή τους. Το ελάχιστο, λοιπόν, που οφείλουν να κάνουν οι νομικοί του κάθε κράτους, ιδίως όταν διαφαίνεται η εμφάνιση του προβλήματος, είναι να εξετάσουν το ενδεχόμενο, η υιοθέτηση του διεθνούς αυτού κειμένου να αποτελεί την καλύτερη δυνατή προς το παρόν λύση.




* Δημοσιεύθηκε στον τόμο: Ψυχιατρική και Δίκαιο, ΙΙΙ, Μειωμένη νοητική επάρκεια (επιμ. Α. Κουτσουράδη/Κ. Σολδάτου/Μ. Μαλλιώρη/Ι. Καράκωστα), Αθήνα – Κομοτηνή 2008, σ. 29-42.
[1] P. Diago Diago, Protección internacional de personas mayores en el ámbito privado, IV Reuniao de Antropologia do Mercosul, Nov. 2001, Curitiba, Brasil.
[2] P. Lagarde, La convention de La Haye du 13 janvier 2000 sur la protection internationale des adultes, Rev.Crit. DIP 2000, 159, 162-163.
[3] Για την οποία, αναφέρει ο Lagarde, ob.cit. (σημ.2), 161 n. 4, ότι τον Σεπτέμβριο 1999 η Σύμβαση αυτή θεωρητικά ήταν πάντα σε ισχύ μεταξύ της Ιταλίας, της Πολωνίας, της Πορτογαλίας και της Ρουμανίας αλλά ότι δεν φαίνεται να εφαρμοζόταν.
[4] B. Dutoit, La protection des incapables majeurs en droit international privé, Rev.Crit. DIP 1967, 465, 500-501.
[5] P. Lagarde, ob.cit. (σημ. 2), 163.
[6] P. Lagarde, Εισηγητική Έκθεση, 24.
[7] K. Siehr, Das Haager Übereinkommen über den internationalen Schutz Erwachsener, RabelsZ 64 (2000) 715, 721.
[8] P. Lagarde, Εισηγητική Έκθεση, 27.
[9] A. Borrás, Una nueva etapa en la protección internacional de adultos, Geriatrianet (Revista Electrónica de Geriatría) 2000.
[10] G.F. Dehart, Introductory Note to the Draft Hague Convention on the International Protection of Adults, 39 International Legal Materials 4 (2000).
[11] K. Siehr, ob.cit. (σημ. 7), 728.
[12] P. Lagarde, Εισηγητική Έκθεση, σημείο 51.
[13] K. Siehr, ob.cit. (σημ. 7), 729-730.
[14] P. Diago Diago, ob.cit. (σημ. 1)
[15] A. Borrás, ob.cit. (σημ. 9).
[16] M. Revillard, La Convention de La Haye sur la protection internationale des adultes et la pratique du mandat d’inaptitude, in : Le droit international privé : esprit et méthodes. Mélanges en l’honneur de P. Lagarde, Paris 2005, 725.
[17] M. Revillard, ob.cit. (σημ. 14), 726-727.
[18] Η οποία έχει επικυρωθεί από τις Αργεντινή, Γαλλία, Ολλανδία και Πορτογαλία και άρχισε να ισχύει την 1.5.1992.
[19] P. Lagarde, ob.cit. (σημ. 2), 175-176.
[20] Η οποία ισχύει από την 1.1.1992 μεταξύ 12 κρατών που την έχουν μέχρι σήμερα επικυρώσει.
[21] P. Lortie, La Convention de La Haye du 2 octobre 1999 sur la protection internationale des adultes, International Law FORUM du droit international 2000, No 2, 14, 17.

[22] A.R. Fagan, An Analysis of the Convention on the International Protection of Adults, The Elder Law Journal 2003, 329, 331-332.   




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου