Translate

Δευτέρα 5 Αυγούστου 2013

Προστασία και επιστροφή πολιτιστικών αγαθών

Προστασία και επιστροφή πολιτιστικών αγαθών: Μια φράση που εμπεριέχει τεράστια ζητήματα, για όλους τους ανθρώπους, για όλα τα δίκαια. Για τις πάμπολλες πτυχές του θέματος αυτού, έχουν γραφεί, γράφονται και θα γράφονται αμέτρητα άρθρα και βιβλία. Εθνικά και διεθνή συνέδρια διοργανώνονται, ατομικές ομιλίες επίσης γίνονται, σεμινάρια παρακολουθούνται από πάρα πολλούς νομικούς αλλά και γενικότερα από ανθρώπους που ενδιαφέρονται να μάθουν την αντιμετώπιση των ανακυψάντων και ανακυπτόντων σχετικών προβλημάτων από τα διάφορα δίκαια.

Καυτό, πάντα, ζήτημα για την Ελλάδα, η επιστροφή πολιτιστικών αγαθών κλαπέντων ή παρανόμως εξαχθέντων από τη χώρα, ιδιαιτέρως δε κάποιων πολιτιστικών αγαθών - συμβόλων της ταυτότητάς μας. Τα ευρισκόμενα στο Βρετανικό Μουσείο (British Museum) Γλυπτά του Παρθενώνα, είναι στην κορυφή των διεκδικήσεών μας. Αμφίβολη η έκβαση, φοβάμαι... Δεν παύει όμως το ζήτημα αυτό να απασχολεί τη διεθνή νομική - και όχι μόνο - κοινότητα.

10 Δεκεμβρίου 2010 έλαβε χώρα στο Αμφιθέατρο του Νέου Μουσείου Ακρόπολης, μια Διεθνής Ημερίδα, με θέμα "Προστασία και Επιστροφή των Πολιτιστικών Αγαθών", οργανωθείσα εξαιρετικά από το ΕΚΠΑ, το Νέο Μουσείο Ακρόπολης, το Ίδρυμα Διεθνών Νομικών Μελετών Η. Κρίσπη & Α. Σαμαρά Κρίσπη και το Συμβούλιο Αποδήμου Ελληνισμού. Οι ομιλητές πολλοί και με πολύ ενδιαφέροντα θέματα ομιλιών.

Οι φωτογραφίες είναι από το δείπνο της ίδιας ημέρας, για τη λήξη των εργασιών.

Στην πρώτη φωτογραφία διακρίνονται ο Γιώργος Μπίζος, η εκπληκτική αυτή προσωπικότητα, αγαπημένος φίλος του Νέλσον Μαντέλα, δικηγόρος στη Νότια Αφρική, ο Στέφανος Ταμβάκης, Πρόεδρος του Συμβουλίου Αποδήμου Ελληνισμού (ΣΑΕ), εξαιρετικά ευγενής άνθρωπος, εκτός των άλλων, παγκοσμίως γνωστών χαρακτηριστικών του, ο Victor Bizannes, ομογενής δικηγόρος από την Αυστραλία (και οι τρεις τους αγωνίζονται εντόνως υπέρ της επανάκτησης από την Ελλάδα, των Γλυπτών του Παρθενώνα) και εγώ.

Στη δεύτερη φωτογραφία έχω την τιμή να συζητώ με τον κ. Μπίζο, ομολογουμένως γλαφυρότατο συνομιλητή και γλυκύτατο άνθρωπο!



Ακολουθεί η εισήγησή μου, από την ημερίδα εκείνη.

Η σημασία της επιστροφής των πολιτιστικών αγαθών*
                                    Ελίνα Ν. Μουσταΐρα
           


Α. Πολιτιστικά αγαθά και ταυτότητα – πολιτισμική βιογραφία αγαθών

Πολιτισμός, επισημαίνουν οι ανθρωπολόγοι, οι αρχαιολόγοι, οι λαογράφοι, είναι οι δραστηριότητες, οι πεποιθήσεις, τα αγαθά που δημιουργούνται στο πλαίσιο μιας κοινωνίας ανθρώπων. Είναι αποτέλεσμα, ακριβώς, του εν κοινωνία βίου και όχι εκδήλωση ατομική[1]. Τα πολιτιστικά αγαθά, υλικά ή άυλα, έχουν την προέλευσή τους, τον λόγο ύπαρξής τους, στις βιοτικές συνθήκες μιας κοινωνίας, ακόμα και στις περιπτώσεις που προέρχονται από συγκεκριμένα άτομα, ακόμα και όταν δημιουργούνται ως αντίδραση στις συνθήκες αυτές.
Έχουν τα πολιτιστικά αγαθά βιογραφία; Όσο παράδοξο και αν ακούγεται κάτι τέτοιο, φαίνεται πως όντως έχουν. Δημιουργούνται από κάποιους – ακόμα και στην περίπτωση των άυλων αγαθών πρόκειται για δημιουργία αυτών, κάτι που είναι σαφέστερο σε ορισμένα από αυτά, π.χ. γλώσσα, χορούς, ενώ σε άλλα κάπως υπόρρητο, όπως π.χ. στην περίπτωση της «παραδοσιακής γνώσης», η οποία και αυτή δημιουργείται και μάλιστα αποδεικνύει το αποτύπωμα του χρόνου -, σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή ή περίοδο και σε συγκεκριμένη περιοχή του κόσμου, «καταγράφοντας» με τη δημιουργία τους όλες τις επιρροές που συνετέλεσαν σε αυτήν, εμφανείς και αφανείς. Στη διάρκεια του βίου τους συσσωρεύουν νοήματα, εξαγόμενα κυρίως από τις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ αυτών και των ανθρώπων, από τους οποίους ή/και για τους οποίους δημιουργήθηκαν[2]. Και είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το γεγονός ότι, σκεπτόμενοι συγκριτικά, βλέπουμε πως τα νοήματα ποικίλουν, αφού ποικίλουν και οι σχέσεις μεταξύ ανθρώπων και αγαθών, αναλόγως του πολιτισμικού πλαισίου. Η βιογραφία, λοιπόν, των πολιτιστικών αγαθών μπορεί να συμβάλει στην αποκάλυψη αυτής της ποικιλίας[3].
Αντίστροφα, πάλι, το πώς αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι τα πολιτιστικά αγαθά, τα οποία συμβολίζουν τις παραδόσεις τους, τα ιδεώδη τους, τις σκέψεις τους, αποτελεί στοιχείο σημαντικό της πολιτισμικής ταυτότητας των ανθρώπων αυτών[4].

Β. Πολιτιστική ιδιοκτησία – πολιτιστική κληρονομιά

Θα πρέπει να μιλάμε για πολιτιστική ιδιοκτησία ή για πολιτιστική κληρονομιά; Ποιός είναι ο ορθότερος όρος, ποιός είναι δηλαδή ο όρος που έχει τη δυνατότητα να επιτύχει το άριστο αποτέλεσμα, την προστασία των «καλυπτόμενων» από αυτόν αγαθών;
Ορισμοί της πολιτιστικής ιδιοκτησίας υπάρχουν πολλοί, κατά βάση περιγραφικοί, συχνά ιδιαιτέρως αναλυτικοί, και κατά κάποιες απόψεις ανεπαρκείς. Βασικό πρόβλημα παραμένει το ότι πρόκειται κατά κανόνα για ορισμούς έμπνευσης δυτικής, άρα μη δυνάμενης να ανταποκριθεί στη νοοτροπία δικαίων άλλων περιοχών του κόσμου, άλλων ανθρώπινων κοινοτήτων. Παρ’όλ’αυτά, βέβαια, παρατηρείται ότι το δίκαιο και η θεωρία της πολιτιστικής ιδιοκτησίας χρησιμοποιούνται όλο και συχνότερα και από κοινότητες ιθαγενών προκειμένου να διεκδικήσουν αυτοί, είτε την προστασία ιερών τους χώρων είτε την αποκλειστικότητα των ιερών τους συμβόλων είτε αποζημίωση για την αρπαγή των εδαφών τους ή της παραδοσιακής τους γνώσης.
Από κάποιους βέβαια, υποστηρίζεται πως δεν είναι δυνατόν να ορισθεί η πολιτιστική ιδιοκτησία περιγραφικά. Κάποιο αγαθό που θεωρείται «πολιτιστική ιδιοκτησία» μπορεί να είναι απολύτως όμοιο ως προς τα στοιχεία κατασκευής, υλικών, προέλευσης, με κάποιο άλλο αγαθό το οποίο όμως δεν θεωρείται τέτοια[5].
Κληρονομιά είναι τα φυσικά και άυλα στοιχεία που σχετίζονται με μια κοινότητα ανθρώπων και που δημιουργούνται και περνάνε από γενιά σε γενιά. Όπως και για την πολιτιστική ιδιοκτησία, έτσι και για την πολιτιστική κληρονομιά είναι εξαιρετικά δύσκολο να δοθεί ένας κοινά αποδεκτός και συγκεκριμένος δικαιικός ορισμός. Η κληρονομιά δεν είναι ένα αντικειμενικό γεγονός, παρά μια κοινωνική κατασκευή, ένας ιστός διασυνδεδεμένων υποκειμενικών συμφερόντων, εκδήλωση πολιτισμού, υπενθύμιση παλαιών πολιτισμών καθώς και των μεταβολών τους στο πέρασμα του χρόνου.
 Φαίνεται πως δεν υπάρχει ομοφωνία στη θεωρία, αναφορικά με τα ακριβή όρια των δύο ανωτέρω όρων, της πολιτιστικής ιδιοκτησίας και της πολιτιστικής κληρονομιάς. Συχνά, εξάλλου, χρησιμοποιούνται οι όροι αυτοί εναλλακτικά. Σε ορισμένα διεθνή κείμενα χρησιμοποιείται ο πρώτος όρος, ενώ σε άλλα ο δεύτερος[6].
Τις τελευταίες δεκαετίες, φαίνεται πως οι φωνές των αυτοχθόνων και τα συμφέροντά τους έχουν συμβάλει στο να γίνει δεκτός ένας ευρύτερος ορισμός της έννοιας της κληρονομιάς και της σημασίας της για τη διατήρηση της πολιτισμικής ταυτότητας[7]. Πρακτικά δε, ίσως ο όρος «πολιτιστική κληρονομιά» (όχι παγκόσμια) να έχει τη δυνατότητα να αποφύγει τα προβλήματα που δημιουργούνται όταν χρησιμοποιείται ο όρος «πολιτιστική ιδιοκτησία» και επιχειρείται να εφαρμοσθούν ρυθμίσεις ιδιοκτησιακού καθεστώτος σε αγαθά συληθέντα ή γενικώς απωλεσθέντα από πολλές δεκαετίες ή και εκατονταετίες, για τα οποία ούτε τα διεθνή κείμενα ούτε τα εθνικά δίκαια προβλέπουν υποχρέωση επαναπατρισμού τους.

Γ. «Επιστροφή» - «Απόδοση» - «Επαναπατρισμός»: Όροι τεχνικοί, αθώοι ή έμπλεοι νοήματος;

«Επιστροφή», «απόδοση», «επαναπατρισμός» των πολιτιστικών αγαθών: όροι που χρησιμοποιούνται είτε εναλλακτικά, χωρίς να γίνεται διάκριση μεταξύ τους, είτε για να υποδηλώσουν οι όροι αυτοί τις διαφορετικές περιστάσεις υπό τις οποίες απομακρύνθηκαν αυτά από τον αρχικό τους χώρο, στον οποίο και ζητείται να ξαναενταχθούν. Ύστατο μέσον επίλυσης διαμαχών που αφορούν σε διεκδικούμενα πολιτιστικά αγαθά και σε ορισμένες περιπτώσεις υπέρτατος σκοπός.
Μετά από σχετική μελέτη και ταξινόμηση των διαφόρων περιπτώσεων, θα μπορούσαν να λεχθούν τα εξής[8]: Ο όρος «απόδοση» (restitution) χρησιμοποιείται κατά βάση για πολιτιστικά αγαθά που λεηλατήθηκαν κατά τη διάρκεια πολέμων ή για πολιτιστικά αγαθά κλαπέντα. Δίνεται έμφαση κυρίως στον επανορθωτικό χαρακτήρα αυτής της απόδοσης, για τη ζημία που είχε αρχικά γίνει, για την αδικία του παρελθόντος. Ο όρος «επαναπατρισμός» (repatriation) αναφέρεται συχνότερα στις περιπτώσεις πολιτιστικών αγαθών διεκδικούμενων από ιθαγενείς πληθυσμούς, και τα οποία θα πρέπει να ανακτήσουν αυτοί είτε απευθείας είτε με την απόδοση των αγαθών αυτών στο κράτος στο οποίο ευρίσκονται οι ιθαγενείς αυτοί πληθυσμοί. Ο όρος «επιστροφή» (return) χρησιμοποιείται κυρίως για πολιτιστικά αγαθά που απομακρύνθηκαν από τον τόπο τους σε περίοδο υποτέλειας αυτού και που επανέρχονται στη χώρα καταγωγής τους, αλλά και για πολιτιστικά αγαθά που είχαν εξαχθεί από τη χώρα παράνομα. Βασικό επιχείρημα για την επιστροφή τους είναι πως πρόκειται για αναντικατάστατη πολιτιστική κληρονομιά που πρέπει να επιστρέψει σε εκείνους που τη δημιούργησαν. Επιχείρημα που, κατά την άποψή μου, θα πρέπει να προβάλλεται σε όλες τις περιπτώσεις – επιστροφής, απόδοσης, επαναπατρισμού.
Όλα τα πολιτιστικά αγαθά και ιδίως οι αρχαιότητες, εκτός του ενσώματου ίχνους πολιτισμού, έχουν και ένα εξίσου σημαντικό, αν όχι σημαντικότερο, άυλο αρχαιολογικό, ιστορικό, πολιτισμικό ίχνος, συστατικό[9]. Ειδικότερα στην περίπτωση των αρχαιολογικών αντικειμένων, είναι γνωστό σε όλους πια, και στους αρχαιολόγους ακόμα περισσότερο, πως καθένα από αυτά που αποσπάται από τον αρχαιολογικό του περίγυρο αποτελεί αναντικατάστατη απώλεια ιστορικών, πολιτισμικών και επιστημονικών πληροφοριών. Η οποιαδήποτε ανασκαφή σημαίνει καταστροφή. Η παράνομη ανασκαφή, λόγω ακριβώς των προφανών συνθηκών υπό τις οποίες γίνεται, είναι πολλαπλάσια χειρότερη. Προκειμένου π.χ. να αποκτήσουν ένα αγγείο, οι συλούντες την περιοχή καταστρέφουν αρχαίους τάφους, άλλα μη εμπορεύσιμα αντικείμενα και μας αποκλείουν από τη γνώση που θα μας προσέφεραν οι συγκεκριμένες αυτές τοποθεσίες[10]. Το εμπόριο των αρχαιοτήτων επιτείνει τη σύληση[11]. Η «ευγενής πατίνα που καλύπτει τον κόσμο των αρχαιοτήτων κάθεται επάνω σε μια γερή βάση εγκληματικής δραστηριότητας[12].
Η επιστροφή, η απόδοση, ο επαναπατρισμός συληθέντων ή ύποπτα ή υπό περίεργες συνθήκες απομακρυνθέντων από τον αρχικό τους χώρο πολιτιστικών αγαθών είναι πάντα μια νίκη, ιδιαιτέρως όταν συμβάλει, όταν οδηγεί στην πρόληψη μελλοντικών συλήσεων και καταστροφών.

Δ. Διεκδίκηση πολιτιστικών αγαθών: Νομικό ή/και ηθικό δικαίωμα – νομική ή/και ηθική υποχρέωση

Τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα και στις αρχές του 21ου, οι διεκδικήσεις πολιτιστικών αγαθών, είτε από κράτη είτε από αυτόχθονες πληθυσμούς, πολλαπλασιάσθηκαν. Πολλές από αυτές παρουσιάσθηκαν στα διεθνή μέσα ενημέρωσης, με αποτέλεσμα να γίνουν ευρύτερα γνωστές. Στην αρχή, τα μεγάλα μουσεία – όπου κατά κανόνα βρίσκονται τα διεκδικούμενα αγαθά – αρνούνταν να συζητήσουν τα αιτήματα αυτά[13]. Υποστήριζαν και συνεχίζουν συχνά να υποστηρίζουν πως, κρατώντας τα πολιτιστικά αυτά αγαθά, προσπαθούν να δημιουργήσουν «ένα νέο είδος πολίτη του κόσμου» [14]. Συχνά επίσης προβάλλουν το επιχείρημα πως πολλά από αυτά τα πολιτιστικά αγαθά έχουν παραμείνει στις συλλογές τους τόσο πολύ καιρό ώστε να έχουν καταστεί τμήμα του μουσείου που τα «φρόντισε» και κατ’επέκταση τμήμα της πολιτιστικής κληρονομιάς των κρατών στα οποία ανήκουν τα μουσεία αυτά[15].
Όμως, το γεγονός ότι «περιέργως» απομακρυνθέντα από τον αρχικό τους χώρο πολιτιστικά αγαθά παραμένουν για δεκαετίες ή εκατονταετίες σε κάποια, κατά κανόνα ισχυρά, μουσεία δεν είναι δυνατόν να αποτελεί επιχείρημα υπέρ του ότι αποτελούν τα αγαθά αυτά τμήμα της πολιτιστικής τους κληρονομιάς[16]. Αντίθετα, το να κατακρατούν τα μεγάλα μουσεία – και κατ’επέκταση τα κράτη στα οποία εδρεύουν – πολιτιστική κληρονομιά άλλων χωρών αποτελεί χτύπημα στην αυτοεκτίμηση των χωρών αυτών και, σωστά τονίζεται, ισοδυναμεί με επίδειξη δύναμης από την πλευρά των χωρών που «εισάγουν» την κληρονομιά αυτή – άρα και των μουσείων τους[17].
Τα τελευταία χρόνια παρατηρούνται κάποιες θεαματικές κινήσεις από την πλευρά ορισμένων από αυτά τα μουσεία, τα οποία είτε διότι είναι πολύ πιθανή η θετική εξέλιξη δικαστικών διεκδικήσεων παράνομα εξαχθέντων πολιτιστικών αγαθών, είτε για να φανούν γενναιόδωρα σε περιπτώσεις αμφίβολης δικαστικής έκβασης, αφού οι υφιστάμενοι νόμοι δεν μπορούν να καλύψουν όλες τις περιπτώσεις, πχ. αγαθών εξαχθέντων από τον αρχικό τους χώρο πριν από αιώνες, συμφωνούν να «επιστρέψουν» κάποια από αυτά στις χώρες προέλευσής τους. Έτσι, π.χ., το μουσείο Getty στην Καλιφόρνια και το μουσείο Metropolitan στη Νέα Υόρκη συμφώνησαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα και στην Ιταλία αντίστοιχα, σημαντικά κομμάτια της πολιτιστικής τους κληρονομιάς, τα οποία είχαν κλαπεί και καταλήξει στις συλλογές των ανωτέρω μουσείων.
Το εκάστοτε οριζόμενο ως εφαρμοστέο δίκαιο μας λέει ότι ένα πολιτιστικό αγαθό κλεμμένο τα τελευταία χρόνια από κάποιο μουσείο και εντοπιζόμενο στα χέρια π.χ. εμπόρου έργων τέχνης θα πρέπει να επιστραφεί στην αρχική του θέση. Όμως δεν υπάρχει σαφής απάντηση στο θετικό δίκαιο για το ιδιαιτέρως σημαντικό ζήτημα του τί πρέπει να γίνει με τόσες χιλιάδες αρχαιολογικά αντικείμενα που είχαν αφαιρεθεί τους προηγούμενους αιώνες και που διεκδικούνται από ανθρώπινες κοινότητες που ήσαν στο παρελθόν ή και παραμένουν υποτελείς[18]. Η παρέμβαση του διεθνούς δικαίου, με τη μορφή διμερών ή πολυμερών συμβάσεων ή ειδικών συμφωνιών επιστροφής τέτοιων πολιτιστικών αγαθών, εν μέρει έχει διευκολύνει τη δίωξη των αυτουργών κλοπής ή λεηλασίας πολιτιστικών αγαθών και έχει παρεμποδίσει την εξαγωγή παρανόμως αποκτηθείσας πολιτιστικής ιδιοκτησίας. Όμως, οι συμβάσεις αυτές κατά κανόνα αναφέρονται στο μέλλον και δεν εφαρμόζονται αναδρομικά στα αγαθά που είχαν αποκτηθεί στο απώτερο παρελθόν και ευρίσκονται τώρα σε αλλοδαπά, ως προς την προέλευσή τους, μουσεία.  
Υποστηρίζεται, λοιπόν, πως η ίδια η πράξη της επιστροφής πολιτιστικής ιδιοκτησίας/κληρονομιάς είναι αφ’εαυτής μια πράξη αντίστασης σε συνεχιζόμενες μορφές αδικίας, μια δυναμική συμβολική πράξη που θα παραδέχεται ότι έγιναν στο παρελθόν αδικίες και που συγχρόνως θα απαξιώνει προσπάθειες επαναβίωσης τέτοιων αδικιών, οι οποίες θα μπορούσαν να επανεμφανισθούν στο μέλλον με διαφοροποιημένη μορφή[19]. Είναι ήδη διαπιστωμένο, εξάλλου, πως σε κάποιες περιπτώσεις διεκδίκησης πολιτιστικών αγαθών, η πολιτική πίεση και η ηθική πειθώ υπήρξαν περισσότερο αποτελεσματικές, αφού τελικά δικαιώθηκαν οι διεκδικούντες που προέβαλαν τα ανώτερα πολιτισμικά επιχειρήματα[20].

Ε. Σε ποιόν «ανήκουν» τελικά τα πολιτιστικά αγαθά;

Μίλησαν για πολιτιστικό διεθνισμό, παρουσιάζοντάς τον σαν κάτι υψηλό, υπεράνω επαρχιωτικών νοοτροπιών, οι οποίες, κατά την άποψη αυτή, ενισχύουν τον πολιτιστικό εθνικισμό. Μίλησαν για πολιτιστικό κοσμοπολιτισμό, παρουσιάζοντάς τον ως το απαύγασμα της εξέλιξης στον χώρο της προστασίας των πολιτιστικών αγαθών. Όχημα αυτού του υποτιθέμενου πολιτιστικού κοσμοπολιτισμού αποτέλεσαν και αποτελούν μουσεία τεραστίων διαστάσεων και τεράστιου προϋπολογισμού, κατά κανόνα βασισμένα σε αρχικές συλλογές πολεμικής λείας και παράνομων ανασκαφών σε «απολίτιστες»  - απροστάτευτες μάλλον... – χώρες, στα οποία μουσεία δίνουν τον μεγαλεπήβολο επιθετικό προσδιορισμό «παγκόσμια» ή «εγκυκλοπαιδικά».
Όμως, όπως πάρα πολύ σωστά τονίζεται, για να λειτουργήσει ένας τέτοιος κοσμοπολιτισμός, θα έπρεπε τα παγκόσμια μουσεία να καταστούν παγκόσμιο φαινόμενο. Η συνεχής και αδιάσπαστη πρόσβαση σε μια «παγκόσμια ροή τέχνης», θα έπρεπε να εξασφαλίζεται για όλους τους ανθρώπους. Πώς όμως είναι δυνατόν αυτό στην πράξη, για τους ανθρώπους χωρών φτωχών και απομακρυσμένων από αυτά τα «εγκυκλοπαιδικά» μουσεία, τα οποία εν τέλει εντοπίζονται μόνον στο έδαφος των ισχυρών σήμερα οικονομικά κρατών, άρα απολύτως μη προσβάσιμα από τους ανθρώπους εκείνους; Πώς είναι δυνατόν να απαιτείται από αυτούς, διεκδικητές ίσως πολιτιστικών τους αγαθών ευρισκόμενων όμως σε μουσεία δήθεν παγκόσμια, προς τέρψη και εκπαίδευση μόνο των προνομιούχων που έχουν πρόσβαση σε αυτά, να παραιτηθούν των «αξιώσεών» τους; Πώς είναι δυνατόν να απαιτείται από αρχαιολογικά πλούσιες – και πολλαπλώς και επανειλημμένως συλημένες – χώρες να είναι γενναιόδωρες με την πολιτιστική τους περιουσία, όταν οι απαιτούντες δεν είναι καθόλου γενναιόδωροι με τη δική τους – δηλ. τα πλούσια μουσεία -, ή με αυτά που «αυτοσερβιρίστηκαν» σε περασμένες δεκαετίες ή σε περασμένους αιώνες; Μια τέτοια υπεροπτική αντιμετώπιση όχι μόνον δεν είναι κοσμοπολιτισμός, αλλά φαίνεται σαν «κοσμοτσαρλατανισμός», όπως αιχμηρά τονίσθηκε[21].
Τα πολιτιστικά αγαθά, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, είναι στοιχείο συστατικό της ταυτότητας των ανθρώπων, και της ατομικής και της συλλογικής. Καθορίζουν την ιστορία των ανθρωπίνων κοινοτήτων και καθορίζονται από αυτήν. Δεν είναι «τυχαία» δημιουργήματα μιας εποχής, δεν θα μπορούσαν να δημιουργηθούν πανομοιότυπα αυτών σε οποιαδήποτε ιστορική περίοδο από οποιουσδήποτε ανθρώπους. Λιθαράκια, λοιπόν, της ιστορικής διαδρομής των διαφόρων πολιτισμών, των διαφόρων εθνών, καταλαμβάνουν μοναδική θέση στην ιστορία και, ακριβώς λόγω της μοναδικότητάς τους αυτής και της σημασίας τους, συχνά καθίστανται αντικείμενο εκμετάλλευσης [από κάποιους] με σκοπό την αλλοίωση αυτής ακριβώς της ιστορικής διαδρομής. Σωστά επισημαίνεται πως οι ατομικές ασυμμετρίες και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των διαφόρων πολιτισμών είναι στοιχεία απαραίτητα της συνέχισης του «βίου» τους[22]. Με το να μην αναγνωρίζει, λοιπόν, ο πολιτιστικός διεθνισμός τα στοιχεία αυτά, με το να προσπαθεί να υποτάξει ατομικούς πολιτισμούς σε μια υποθετικά παγκόσμια ροή τέχνης, αποτελεί έννοια ελαττωματική και επικίνδυνη για τη μελλοντική ιστορία των πολιτισμών αυτών.
Επιστροφή πολιτιστικών αγαθών σημαίνει επιστροφή του κύρους του πολιτισμού στο πλαίσιο του οποίου δημιουργήθηκαν, σημαίνει επανόρθωση αδικίας και παλινόρθωση αξιοπρέπειας.





* Εισήγηση στη Διεθνή Ημερίδα που έλαβε χώρα την 10.12.2010, στο Αμφιθέατρο του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης, με θέμα «Προστασία και Επιστροφή των Πολιτιστικών Αγαθών», οργανωθείσα από το ΕΚΠΑ, απο το Νέο Μουσείο Ακροπόλεως, από το Ίδρυμα Διεθνών Νομικών Μελετών Η. Κρίσπη & Α. Σαμαρά-Κρίσπη και από το Συμβούλιο Αποδήμου Ελληνισμού. Δημοσιεύθηκε στον Τόμο με τις εισηγήσεις της ημερίδας, «Προστασία και Επιστροφή των Πολιτιστικών Αγαθών», Εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε., Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2011, σ.131-140.
[1] P. Gerstenblith, Identity and Cultural Property: The Protection of Cultural Property in the United States, 75 Boston University Law Review 559, 561-562 (1995).
[2] Βλ. και I. Kopytoff, The cultural biography of things: commoditization as process, in: The Social Life of Things: Commodities in Cultural Perspective (ed. A. Appadurai), Cambridge University Press, Cambridge 1986, 64 ο οποίος ήταν ο πρώτος που μίλησε για «πολιτισμική βιογραφία» πραγμάτων.
[3] C. Gosden&Y. Marshall, The cultural biography of objects, World Archaeology 31 (1999) 169, 170.
[4] Ε. Μουσταΐρα, Η διεκδίκηση των Γλυπτών του Παρθενώνα. Ζητήματα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (Εισήγηση σε διεθνές συνέδριο για την προστασία των πολιτιστικών αγαθών, Αθήνα 2000), στο: Νόμος και Φύση 2000, 481 & στο: Ο Παρθενώνας. Η Επιστροφή των Γλυπτών. Ιστορική, Πολιτιστική, Νομική Προσέγγιση, Αθήνα 2004, 282.
[5] T. Flessas, Cultural Property Defined, and Redefined as Nietzschean Aphorism, 24 Cardozo Law Review 1067, 1070 (2003).
[6] D. Fincham, The Distinctiveness of Property and Heritage (Sept. 7, 2010), available at SSRN: http://ssrn.com/abstract=1673574,  31, 39-43.
[7] M. Simpson, Museums and restorative justice: heritage, repatriation and cultural education, Museum International 2009, 121.
[8] M. Cornu & M.-A. Renold, New Developments in the Restitution of Cultural Property: Alternative Means of Dispute Resolution, International Journal of Cultural Property 17 (2010) 1, 2.
[9] P.T. Wendel, Protecting Newly Discovered Antiquities: Thinking Outside the “Fee Simple” Box, 76 Fordham Law Review 1015, 1019 (2007).
[10] R.J. Elia, Preventing looting through the return of looted archaeological objects, Museum International 2009, 130, 131.
[11] A. Bauer, New Ways of Thinking about Cultural Property: A Critical Appraisal of the Antiquities Trade Debates, 31 Fordham International Law Journal 690, 698 (2008).
[12] M. Bogdanos, Thieves of Bagdad: Combating Global Traffic in Stolen Iraqui Antiquities, 31 Fordham International Law Journal 725, 726 (2008).
[13] L.J. Weiss, The Role of Museums in Sustaining the Illicit Trade in Cultural Property, 25 Cardozo Arts & Entertainment 837, 839 (2007).
[14] J.P. Fishman, Locating the International Interest in Intranational Cultural Property Disputes, 35 Yale Journal of International Law 347, 400-401 και σημ. 335 (2010).
[15] D. Rudenstine, Lord Elgin and the Ottomans: The Question of Permission, 23 Cardozo Law Review  449, 450 (2002).
[16] Επιχείρημα που χρησιμοποιεί η T.E. George, Using Customary International Law to Identify “Fetishistic” Claims to Cultural Property, 80 New York University Law Review 1207, 1211 (2005).
[17] M.J. McIntosh, Exploring Machu Picchu: An Analysis of the Legal and Ethical Issues Surrounding the Repatriation of Cultural Property, 17 Duke Journal of Comparative & International Law 199, 220 (2006).
[18] A. Audi, Rejoinder, International Journal of Cultural Property 14 (2007) 164, 166.
[19] A. Audi, A Semiotics of Cultural Property Argument, International Journal of Cultural Property 14 (2007) 131, 149.
[20] S. Scafidi, Introduction: New Dimensions of Cultural Property, 31 Fordham International Law Journal 684-685 (2008).
[21] A. McClellan, Cosmocharlatanism, Oxford Art Journal 2009, 167, 170.
[22] S. Ghoshray, Repatriation of the Kohinoor Diamond: Expanding the Legal Paradigm for Cultural Heritage, 31 Fordham International Law Journal 741, 768-9 (2008).








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου