Και επειδή το θέμα του κειμένου ανήκει στα οικονομικά - και όχι μόνο - επώδυνα θέματα, σας ...χρυσώνω το χάπι με δύο φωτογραφίες που έχουν σχέση με το νερό, με αντίστροφο τρόπο: στην πρώτη το νερό έχει υποχωρήσει (προσωρινά) και στη δεύτερη έχει πλημμυρίσει τον τόπο (και πάλι προσωρινά!)
Και τις δύο φωτογραφίες τις είχα βγάλει το 1981 - προ αμνημονεύτων ετών, δηλαδή! Η πρώτη δείχνει ένα κομμάτι της Honfleur, μιας πόλης-κουκλίτσας της πανέμορφης Νορμανδίας. Η παλίρροια κάποιες ώρες της ημέρας τραβάει τα νερά σε μεγάλη απόσταση και ένα από τα αποτελέσματα είναι αυτό: οι βάρκες και τα καΐκια να είναι "καθισμένα" στη λάσπη. Συναρπαστικό θέαμα, ομολογώ!
Η δεύτερη φωτογραφία είναι από τις Βερσαλλίες, όπου κάποια Κυριακή (δεν νομίζω ότι συμβαίνει όλες τις Κυριακές) ανοίγουν όλα τα συντριβάνια που υπάρχουν στο απέραντο χώρο εκείνο. Είχα την τύχη να βρεθώ εκεί μια τέτοια μέρα. Είναι όντως υπερθέαμα!
α. Γενικά σχόλια
β. Διαφορές εθνικών δικαίων
β. Διαφορετικές έννομες τάξεις - ίδιο
δίκαιο ή διαφορετικά δίκαια
7.
Πρόσφατο νομολογιακό παράδειγμα της περιπλοκότητας διεθνών υποθέσεων
αφερεγγυότηταςYukos
8. Διεθνή κείμενα:
Μπορούν να λύσουν τα προβλήματα;
Και τις δύο φωτογραφίες τις είχα βγάλει το 1981 - προ αμνημονεύτων ετών, δηλαδή! Η πρώτη δείχνει ένα κομμάτι της Honfleur, μιας πόλης-κουκλίτσας της πανέμορφης Νορμανδίας. Η παλίρροια κάποιες ώρες της ημέρας τραβάει τα νερά σε μεγάλη απόσταση και ένα από τα αποτελέσματα είναι αυτό: οι βάρκες και τα καΐκια να είναι "καθισμένα" στη λάσπη. Συναρπαστικό θέαμα, ομολογώ!
Η δεύτερη φωτογραφία είναι από τις Βερσαλλίες, όπου κάποια Κυριακή (δεν νομίζω ότι συμβαίνει όλες τις Κυριακές) ανοίγουν όλα τα συντριβάνια που υπάρχουν στο απέραντο χώρο εκείνο. Είχα την τύχη να βρεθώ εκεί μια τέτοια μέρα. Είναι όντως υπερθέαμα!
Ελίνα
Ν. Μουσταΐρα
1. Εισαγωγικά σχόλια
Κλάδος – ή, παρακλάδι – του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου,
για όσους νομικούς δεν έχουν ασχοληθεί μαζί του κλάδος δύσκολος, χαοτικός,
παρουσιάζει εν τούτοις τεράστιο ενδιαφέρον το πτωχευτικό διεθνές δίκαιο, λόγω
ακριβώς των προβλημάτων που δημιουργούνται στην πράξη και των διαξιφισμών
μεταξύ των θεωρητικών που ασχολούνται με αυτό.
Ένα πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, με περιουσιακά στοιχεία και
πιστωτές σε περισσότερα του ενός κράτη, παύει να πληρώνει τις οφειλές του – ή,
τουλάχιστον, είναι σε ιδιαιτέρως κρίσιμη οικονομική κατάσταση. Οι πιστωτές του,
λοιπόν, ή/και το ίδιο το πρόσωπο, επιθυμούν την έναρξη μιας διαδικασίας
αφερεγγυότητας: πτωχευτικής διαδικασίας ή διαδικασίας αναδιοργάνωσης.
Τα
αρχικά, βασικά ερωτήματα είναι δύο: 1) Ενώπιον των δικαστηρίων ή των
διοικητικών αρχών ποιού κράτους μπορεί/πρέπει να κατατεθεί η σχετική αίτηση; 2)
Ποιό δίκαιο θα είναι εφαρμοστέο στην όλη διαδικασία; Και θα είναι το δίκαιο
αυτό αποκλειστικά και ανεξαίρετα αρμόδιο για την επίλυση όλων των ζητημάτων που
θα αναφυούν ή μήπως θα διεκδικούν εφαρμογή και άλλα δίκαια σε επιμέρους
εκφάνσεις της πτωχευτικής διαδικασίας;
2. Η σημασία της ύπαρξης συγκεκριμένου εθνικού νομικού
καθεστώτος αφερεγγυότητας
α. Γενικά σχόλια
Το
πτωχευτικό δίκαιο, όπως είναι γνωστό, είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό της
οικονομίας της αγοράς[1]. Αν δεν υπάρχουν
συγκεκριμένοι κανόνες για την αντιμετώπιση της αφερεγγυότητας οφειλέτη, υπάρχει
μεγάλος κίνδυνος εκμετάλλευσης αυτού του κενού από όσους επηρεάζονται από την
αφερεγγυότητα αυτή[2], δηλαδή τον ίδιο
τον οφειλέτη, τους πιστωτές του αλλά και τρίτους, προς ίδιον όφελος και άρα εις
βάρος των υπολοίπων.
Σύμφωνα με κάποια άποψη, αποτελεί
αξίωμα το ότι το δίκαιο αφερεγγυότητας είναι εστιακό σημείο για το εμπορικό
δίκαιο κάθε νομικού συστήματος. Έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει την οικονομία,
όχι μόνο σε μικροεπίπεδο αλλά και σε μακροεπίπεδο. Βαρύνεται με πολιτικές
προσδοκίες, με δεδομένη δε την αύξηση των μεγάλων επιχειρηματικών καταρρεύσεων,
η αποτελεσματικότητά του δοκιμάζεται πολύ αυστηρότερα από ό,τι η
αποτελεσματικότητα οποιουδήποτε άλλου κλάδου δικαίου. Σύμφωνα με την ίδια
γνώμη, ένα τακτοποιημένο και αποτελεσματικό δίκαιο αφερεγγυότητας ασκεί μια
πειθαρχική λειτουργία σε όλους τους επί σκηνής ηθοποιούς, και στον οφειλέτη και
στους πιστωτές[3]. Και το ποιο θα
θεωρηθεί ως τέτοιο, εξαρτάται από πολλούς και διαφορετικούς παράγοντες,
πολιτικούς, οικονομικούς, ιστορικούς, κλπ., άρα δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι
υπάρχει μία και μόνη άριστη αντικειμενικά λύση.
β. Διαφορές εθνικών δικαίων
Οι
διαφορές μεταξύ των εθνικών δικαίων είναι συχνά πολύ μεγάλες. Συχνά επίσης,
κυρίως τα τελευταία χρόνια, επιδιώκεται η νομική μεταφύτευση διατάξεων[4], κυρίως του
πτωχευτικού δικαίου των ΗΠΑ, σε άλλα κράτη, τα οποία είτε έχουν διαφορετικές
ρυθμίσεις είτε μέχρι πρότινος δεν είχαν καθόλου – όπως συνέβαινε στην περίπτωση
των πρώην σοβιετικών κρατών. Όμως, οι διαφορές μεταξύ του πτωχευτικού δικαίου
των ΗΠΑ και του πτωχευτικού δικαίου άλλων κρατών είναι θεμελιώδεις, όπως
επισημαίνεται, και αποτελούν θέμα συνεχούς συζήτησης μεταξύ των οικονομικών
σχολιαστών[5]. Και ενώ
συμβαίνει αυτό, δεν προσπαθούν να εξηγήσουν το γιατί συμβαίνει αυτό, δηλαδή να
εξετάσουν τις βαθειές δομές των διαφόρων νομικών συστημάτων, παρά
αντιμετωπίζουν μεμονωμένα τις συγκεκριμένες διατάξεις και τα αποτελέσματά τους
στον χώρο του νομικού συστήματος που τις περιέχει, και, κρίνοντας με τρόπο
αρκετά επιφανειακό ότι π.χ. οι διατάξεις του αμερικανικού δικαίου είναι
επιτυχέστερες, σπεύδουν στην αντιγραφή τους, θεωρώντας ότι θα έχουν το ίδιο
επιτυχή αποτελέσματα καθώς και ότι η ομοιομορφία των ρυθμίσεων θα αποκλείει τις
τριβές σε περιπτώσεις πτωχεύσεων με διεθνείς συνέπειες. Όμως, συχνά η
πραγματικότητα τους διαψεύδει και το δικαιικό κλίμα του κάθε κράτους
διαμορφώνει στην πράξη διαφορετικά τους φαινομενικά ίδιους κανόνες και τα
αποτελέσματά τους.
Στα
αγγλοσαξονικά νομικά συστήματα ο δικαστής έχει πολύ μεγάλη διακριτική ευχέρεια
(discretion)[6]. Αυτός είναι και
ο λόγος, βασικά, της διαφοράς αποτελεσμάτων και μεταξύ των πολιτειών των ΗΠΑ,
όπου, στα ζητήματα δικαίου αφερεγγυότητας εφαρμόζεται το ίδιο δίκαιο, το
ομοσπονδιακό.
Αντίθετα,
στα ηπειρωτικά ευρωπαϊκά νομικά συστήματα – και φυσικά και στο ελληνικό -, ο
δικαστής ασκεί τη διακριτική του ευχέρεια μόνον στις περιπτώσεις που ο
νομοθέτης, είτε παρέβλεψε κάποιο πρόβλημα είτε άφησε «σκοπίμως» κενό για να το
συμπληρώσει ο δικαστής[7].
Από την άλλη
πλευρά, ή και σε συνδυασμό με αυτή τη διακριτική ευχέρεια του δικαστή στα
αγγλοσαξονικά νομικά συστήματα, αναδεικνύεται μια επιπλέον διαφορά μεταξύ των
συστημάτων αυτών από τη μια και των ευρωπαϊκών ηπειρωτικών συστημάτων από την
άλλη, καθώς και όσων έχουν επηρεασθεί από αυτά, αντίστοιχα. Ειδικά στα ζητήματα
αφερεγγυότητας, παρατηρείται ένας έντονος δικαστικός παρεμβατισμός στα
ευρωπαϊκά ηπειρωτικά δίκαια, ενώ αντίθετα στα αγγλοσαξονικά και κυρίως στο
δίκαιο των ΗΠΑ παρατηρείται μια στάση πραγματιστική, στάση επηρεασμένη από τις
αρχές της οικονομικής θεώρησης του δικαίου (law and economics), και στοχεύουσα
κυρίως στην οικονομική αποτελεσματικότητα και το «νέο ξεκίνημα» της
επιχείρησης, εφόσον είναι δυνατόν, ακόμα και σε βάρος της ισότητας των συνολικά
διακυβευόμενων συμφερόντων. Αυτός είναι και ο λόγος βασικά που διατηρείται η
εξουσία διαχείρισης των ιδιοκτητών μιας αφερέγγυας επιχείρησης αλλά και ο λόγος
που επιχειρείται η εισροή «νέου χρήματος» για την αναδιοργάνωση αυτής.
Το
αγγλικό δίκαιο, από την πλευρά του, παρουσιάζει την ιδιαιτερότητα ότι παρέχει
πολύ μεγάλη εξουσία στους πιστωτές, ιδιαιτέρως στους προνομιούχους και στους
εμπράγματα εξασφαλισμένους. Θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι αυτό ισχύει
και στην πλειοψηφία των άλλων ευρωπαϊκών δικαίων, όμως η τεράστια διαφορά
έγκειται στο ότι η δικαστική ανόρθωση μιας επιχείρησης στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν
προβλέπει αυτόματη αναστολή των ατομικών διώξεων. Δηλαδή, ιδιαιτέρως στο
παρελθόν, κατά ένα μεγάλο μέρος το αγγλικό δίκαιο της αφερεγγυότητας δεν
αφορούσε συλλογική διαδικασία. Μόλις το 1986, άλλωστε, θεσπίσθηκε με νόμο ο
δικαστικός διορισμός διοικητή, στην περίπτωση αφερεγγυότητας οφειλέτη[8].
Παρατηρείται επίσης, μεγαλύτερο
ποσοστό αναδιοργανώσεων στις ΗΠΑ, από ό,τι στα ευρωπαϊκά κράτη που προβλέπουν
σχετικό θεσμό[9]. Οφείλεται η
διαφορά αυτή άραγε μόνο σε ενδεχόμενες διαφορές στη νομοθεσία; Ή, μήπως, η
διαφορετική νοοτροπία των νομικών παίζει σημαντικό ρόλο στη δικαιική ρύθμιση
των σχετικών ζητημάτων;
3. Διεθνής δικαιοδοσία και εφαρμοστέο δίκαιο σε
διαδικασία αφερεγγυότητας
Ανεξαίρετα,
είτε με βάση ρητή νομοθετκή διάταξη, είτε με βάση διεθνώς ισχύον δικονομικό
έθιμο, εφαρμοστέο στη διαδικασία αφερεγγυότητας δίκαιο είναι η lex fori concursus, δηλαδή το
δίκαιο του κράτους στο οποίο αρχίζει μια δικαστική ή και διοικητική ανάλογη
διαδικασία. Είναι η εφαρμογή του δικαίου αυτού απαρέγκλιτη; Όσον αφορά στην
ίδια τη διαδικασία, ναι. Όσον αφορά, όμως, ορισμένες βασικές επιμέρους πτυχές,
όπως είναι π.χ. αυτές των εμπραγμάτως εξασφαλισμένων απαιτήσεων, διεκδικούν με
αξιώσεις εφαρμογή και άλλα δίκαια, όπως π.χ. η lex rei sitae.
Τα προβλήματα εμφανίζονται κυρίως
από τη στιγμή που μια διαδικασία αφερεγγυότητας εμφανίσει φιλοδοξίες καθολικής
ισχύος, δηλαδή από τη στιγμή που θα επιδιώξει να επηρεάσει σχέσεις και
καταστάσεις στην αλλοδαπή* κυρίως να συμπεριλάβει στην περιουσία του αφερέγγυου
και τα κείμενα στην αλλοδαπή περιουσιακά του στοιχεία, με όσα αυτό συνεπάγεται,
π.χ. τα προβλήματα των ενεργειών στην αλλοδαπή του ημεδαπού συνδίκου.
Από την
άλλη πλευρά, η καθολική αυτή ισχύς μιας διαδικασίας αφερεγγυότητας σημαίνει ότι
θα πρέπει να συμμετάσχουν σε αυτήν όλοι οι πιστωτές του αφερέγγυου προσώπου,
ημεδαποί και αλλοδαποί, επί ίσης βάσης[10]. Με δεδομένη,
λοιπόν, την εφαρμογή της lex fori concursus στη διαδικασία
αφερεγγυότητας, είναι σαφές ότι έχει πολύ μεγάλη σημασία για την εξέλιξη της διαδικασίας
και γενικά την τύχη του αφερέγγυου προσώπου, το ποιο θα είναι αυτό το forum. Σε ποιο κράτος,
δηλαδή, θα είναι δυνατή η έναρξη και εξέλιξη αυτής της διαδικασίας.
Και αν τα κράτη
στα οποία ευρίσκονται περιουσιακά στοιχεία του αφερέγγυου προσώπου δεν
αναγνωρίζουν αλλοδαπή διαδικασία αφερεγγυότητας, θεωρώντας ότι πρέπει αυτή να
περιορίζεται εδαφικά, θεωρώντας, δηλαδή, ότι ισχύει στα ζητήματα αυτά η αρχή
της εδαφικότητας; Τότε, αφενός θα επιτρέπονται στο έδαφός τους οι ατομικές
διώξεις πιστωτών – οι οποίες κατά κανόνα, αν και όχι πάντα, αναστέλλονται στο
κράτος κήρυξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας -, με αποτέλεσμα να μειώνεται η
θεωρητικά περιλαμβάνουσα και εκείνα τα στοιχεία περιουσία του αφερέγγυου
προσώπου, η οποία περιουσία θα ήταν προορισμένη για τη σύμμετρη ικανοποίηση
όλων των πιστωτών του* ή, τουλάχιστον, για την ικανοποίηση των πιστωτών του με
βάση τους κανόνες ενός και μόνον δικαίου, της lex fori concursus.
Επίσης, μπορεί σε
κράτος που δεν αναγνωρίζει αλλοδαπή διαδικασία αφερεγγυότητας και στο οποίο
ευρίσκονται περιουσιακά στοιχεία του αφερέγγυου προσώπου να προβλέπεται
δικαιοδοτική βάση για την κήρυξη άλλης διαδικασίας. Μιας διαδικασίας που, στη
χειρότερη περίπτωση θα έχει και αυτή φιλοδοξίες καθολικότητας και στην καλύτερη
περίπτωση θα είναι περιορισμένη τοπικά, θα περιλαμβάνει, δηλαδή, μόνον εκείνα
τα περιουσιακά στοιχεία και θα επιτρέπει τη συμμετοχή σε αυτή μόνο των τοπικών
πιστωτών.
Μεταξύ, τώρα, των
ακραίων αυτών μορφών καθολικότητας (universality) και
εδαφικότητας (territoriality) μιας διαδικασίας αφερεγγυότητας,
εμφανίζονται και άλλες μορφές, όπως αυτή της λεγόμενης «περιορισμένης»
καθολικότητας (limited universality). Βασική έκφανση
αυτής είναι ότι μπορεί να επιτρέπεται η έναρξη και άλλων διαδικασιών
αφερεγγυότητας πλην της κύριας, σε άλλα κράτη, οι οποίες όμως διαδικασίες θα
είναι δευτερεύουσες ως προς την αρχική, κύρια διαδικασία και επικουρικές αυτής.
Θα προβλέπεται, δηλαδή, συνεργασία μεταξύ των οργάνων των διαδικασιών, συνδίκων
ή/και δικαστηρίων.
Όταν τα κράτη
έχουν σχετικές εθνικές νομοθετικές ρυθμίσες ή λειτουργούν νομολογιακά κατ’αυτόν
τον τρόπο, τα αναφυόμενα προβλήματα είναι ευκολότερο να λυθούν. Όταν όμως δεν
προβλέπουν τίποτε σχετικά ή είναι γενικώς αρνητικά όσον αφορά στην αναγνώριση
αλλοδαπών διαδικασιών αφερεγγυότητας και των συνεπειών τους, τότε η κατάσταση
που μπορεί να δημιουργηθεί είναι άκρως περίπλοκη. Αντιμετώπιση αυτών των
ζητημάτων επιδιώκουν και κάποια διεθνή κείμενα, λύση που θα ήταν ίσως
ιδανική, αν υιοθετούνταν από όλα τα κράτη, λύση που συχνά αποδεικνύεται προβληματική,
επειδή ακριβώς είναι αδύνατον να υιοθετηθούν από όλα τα κράτη. Θα μπορούσε
κανείς να υποστηρίξει και ότι δημιουργούν μια προνομιακή κατάσταση για τα
συμβαλλόμενα μέρη, σε σχέση με τα κράτη εκτός του διεθνούς αυτού συμβατικού
πεδίου, και πάλι όμως η κατάσταση δεν είναι και τόσο ιδανική όπως φαίνεται,
αφού συχνά οι διαφορές ερμηνείας των διατάξεων από την πλευρά των κρατών, είτε
λόγω διαφορετικής νομικής νοοτροπίας είτε, κυνικά, λόγω εμπορικοοικονομικών
συμφερόντων των μερών μιας διαδικασίας αφερεγγυότητας, συνεπάγονται ένα ασαφές
νομικό καθεστώς. Κάτι που θα δούμε ότι ισχύει και στην περίπτωση του Ευρωπαϊκού
Κανονισμού 1346/2000 για τις διαδικασίες αφερεγγυότητας.
4. Περιπλοκότητα ζητημάτων – διαπλοκή διεθνούς
δικαιοδοσίας και εφαρμοστέου δικαίου
Μετά την
παρουσίαση των κλασσικών αυτών ζητημάτων του πτωχευτικού διεθνούς δικαίου,
φαίνεται πολύ ενδιαφέρον να εξετάσουμε περιπτώσεις που τα ήδη δύσκολα ζητήματα
του κλάδου αυτού, γίνονται ακόμη περιπλοκότερα και η λύση τους – ή, οι λύσεις
τους – ακόμα πιο δύσκολο να βρεθεί.
Μπορούμε,
λοιπόν, να εξετάσουμε αν είναι δυνατή η επιλογή από την ίδια την επιχείρηση
ή/και τους πιστωτές της, του forum, της έννομης τάξης, στην οποία θα ξεκινήσει μια
διαδικασία αφερεγγυότητας. Και μια τέτοια επιλογή θα μπορούσε να είναι, είτε
ρητή, εφόσον θα υπάρχουν περισσότερες δικαιοδοτικές βάσεις, σε περισσότερα του
ενός κράτη, είτε σιωπηρή, που κατά το μάλλον ή ήττον θα βασίζεται σε
καταστρατήγηση κάποιων διατάξεων ή σε νομικό κενό, το οποίο θα ερμηνεύεται κατά
το δοκούν. Στην πρώτη περίπτωση θα πρόκειται για ένα είδος «νόμιμου» forum shopping, αφού ακριβώς
νόμιμα παρέχεται στα μέρη μια τέτοια δυνατότητα.
Επίσης
μπορούμε να εξετάσουμε αν είναι δυνατή η επιλογή από την ίδια την επιχείρηση
ή/και από τους πιστωτές της του εφαρμοστέου δικαίου στη διαδικασία
αφερεγγυότητας. Και μια τέτοια επιλογή θα μπορούσε να γίνει είτε εμμέσως,
επιλέγοντας, δηλαδή, ήδη το forum στο οποίο θα ξεκινήσει η διαδικασία αφερεγγυότητας, είτε
όμως και ανεξαρτήτως αυτού. Και αυτό το τελευταίο θα συνέβαινε – διότι δεν
συμβαίνει προς το παρόν πουθενά – εφόσον ο ίδιος ο νόμος παρείχε το δικαίωμα
στην αφερέγγυα επιχείρηση να επιλέξει, μόνη της ή σε συνεργασία με τους
πιστωτές της, όλους ή τους μεγαλύτερους αυτών, το δίκαιο που θα ρυθμίσει τις
συνέπειες μιας αναδιοργάνωσης ή πτωχευτικής εκκαθάρισής της. Και αυτή η
τελευταία περίπτωση έχει ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον – και πρόκειται, προς το
παρόν, για κρίση απολύτως ουδέτερη, όχι θετική ή αρνητική -, διότι αυτή η
επιλογή εφαρμοστέου δικαίου οδηγεί, μέσω αυτού και σε επιλογή διαδικασίας,
τουλάχιστον ως προς ορισμένα ζητήματα. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα είδος φαύλου
κύκλου.
Είναι –
σχεδόν! – σαφές, ότι είναι δυνατή και διασταύρωση των ανωτέρω δυνατοτήτων, και
άρα πολλαπλασιασμός των προβλημάτων και των προτεινόμενων λύσεων. Αρκούμαστε
εδώ σε μια σκιαγράφηση κάποιων από τις περιπτώσεις αυτές.
Στο
ευρωπαϊκό χώρο, φαίνεται πως, από τη μια οι αποφάσεις του ΔΕΚ στις υποθέσεις Centros, Überseering και Inspire Art και από την άλλη
ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός για της διαδικασίες αφερεγγυότητας 1346/2000, έχουν
παράσχει στα μέρη – δηλαδή, στο δυνητικά αφερέγγυο πρόσωπο και στους πιστωτές
του – αυξημένη ελευθερία επιλογής του εφαρμοστέου εταιρικού δικαίου αλλά και
του δικαίου αφερεγγυότητας[11].
Διαρκής
προβληματισμός των ιδιωτικοδιεθνολόγων είναι αν θα πρέπει να συνδέεται η
επιλογή forum με την επιλογή εφαρμοστέου δικαίου. Η κλασσική απάντηση
είναι ότι τα «συμφέροντα» στη μία και στην άλλη περίπτωση δεν ταυτίζονται
αναγκαστικά, άρα ότι δεν θα πρέπει η μια επιλογή να συνεπάγεται αναγκαστικά και
την άλλη. Ότι η επιθυμία για μια αντιστοιχία δικονομικού διεθνούς δικαίου και
ιδιωτικού διεθνούς δικαίου εν στενή εννοία δεν αρκεί ώστε να δικαιολογήσει την
εφαρμογή από το αρμόδιο δικαστήριο της οικείας σε αυτό lex fori ούτε γενικά μια
σωβινιστική στάση. Ούτε, βέβαια, αντίθετα θα πρέπει ο καθορισμός ενός αλλοδαπού
δικαίου ως εφαρμοστέου να οδηγεί τα δικαστήρια ενός κράτους να αποποιούνται την
υφιστάμενη δικαιοδοσία τους[12].
Στην
πρόταση να επιτρέπεται η ελευθερία επιλογής εφαρμοστέου στη διαδικασία
αφερεγγυότητας δικαίου, αντιτάσσεται κατ’αρχάς το επιχείρημα ότι, επιβάλλοντας
σε έναν πτωχευτικό δικαστή να εφαρμόσει κάποιο αλλοδαπό για εκείνον πτωχευτικό
δίκαιο, προκαλείται αναπόφευκτα μεγάλο κόστος[13]. Όπως
σημειώνεται, είναι ένα θέμα να εφαρμόζεις αλλοδαπό ουσιαστικό δίκαιο σε ένα
ζήτημα που γεννήθηκε στο παρελθόν και που πρέπει να επιλυθεί τώρα, είναι όμως
πολύ διαφορετικό να ενεργείς στο παρόν σύμφωνα με αλλοδαπούς δικονομικούς
κανόνες με τους οποίους δεν είσαι εξοικειωμένος.
Παρ’όλ’αυτά,
λέγεται, δεν θεωρείται το επιχείρημα αυτό καθοριστικό για την απόρριψη της
ανωτέρω πρότασης. Προς υπεράσπισή της, εξετάζεται το όλο θέμα με όρους
οικονομικής ανάλυσης του δικαίου – και αυτό είναι ένα ζήτημα το οποίο χρήζει
μεγαλύτερης έρευνας και ανάλυσης, γιατί, δηλαδή, θα πρέπει να εξετάζονται τα
ζητήματα του δικαίου αφερεγγυότητας από μια σκοπιά [όπως αυτή της οικονομικής
ανάλυσης του δικαίου] που αντιστοιχεί σε μια συγκεκριμένη νομική νοοτροπία,
αυτή του αμερικανικού κυρίως δικαίου. Αμερικανοί, άλλωστε, θεωρητικοί του
δικαίου είναι αυτοί που πρωτοπροέβαλαν το ζήτημα της επιλογής από τα μέρη του
εφαρμοστέου δικαίου στο πεδίο του οικονομικού, γενικότερα, δικαίου, με το
επιχείρημα ότι ο ρυθμιστικός ανταγωνισμός μπορεί να είναι σε θέση να ενισχύσει
τις επενδύσεις[14].
Ερωτάται,
λοιπόν, σύμφωνα με την ανωτέρω ανάλυση, γιατί να προχωρήσουν οι επιχειρήσεις,
εκούσια, σε μια τέτοια δαπανηρή διευθέτηση. Επιπλέον κίνδυνος είναι το ότι τα
προβλεπόμενα έξοδα μιας διαδικασίας αφερεγγυότητας μειώνουν την αξία της
επιχείρησης. Δεδομένου δε ότι τελικά τα έξοδα αυτά θα τα υποστούν οι πιστωτές,
αφού θα μειωθεί η από αυτούς προσδοκώμενη πληρωμή των απαιτήσεών τους, η
επιχείρηση θα βρεθεί αντιμέτωπη με λιγότερο ευνοϊκούς όρους πίστωσης, όπως π.χ.
μεγαλύτερα συμβατικά επιτόκια. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη λογική αυτή, το κόστος
αυτό θα πρέπει να το καλύψουν/υποστούν οι μέτοχοι και οι διοικητές της
επιχείρησης.
Όμως,
αντικρούεται, προσεκτική μελέτη δείχνει ότι τα ανωτέρω δεν ισχύουν. Δεν είναι
όλοι οι πιστωτές ικανοί να προσαρμοσθούν χωρίς προβλήματα σε έναν αυξανόμενο
κίνδυνο κατάρρευσης της οφειλέτριάς τους εταιρίας.
5. Καθολικότητα – Εδαφικότητα των διαδικασιών αφερεγγυότητας
Πάλι και
πάντα θα γίνεται συζήτηση για το ποια από τις δύο αυτές αρχές θα πρέπει να
υιοθετηθεί από τα κράτη. Στο παρελθόν τα περισσότερα κράτη ακολουθούσαν την
αρχή της εδαφικότητας – η Ελλάδα δεν ήταν ένα από αυτά[15]. Αρκετά ήταν και
τα κράτη τα οποία κρατούσαν – αλλά και κρατούν - μια στάση απολύτως εγωιστική,
που συνδύαζε κατά το δοκούν τις δύο αυτές αρχές. Απαιτούσαν δηλαδή καθολικότητα
της διαδικασίας αφερεγγυότητας που ξεκινούσε στην επικράτειά τους, έτσι ώστε να
επιληφθούν και των περιουσιακών στοιχείων του αφερέγγυου προσώπου τα οποία
ευρίσκονταν στην αλλοδαπή, αντίστροφα όμως, αντιμετώπιζαν ως εδαφικά ισχύουσα
μια αλλοδαπή διαδικασία αφερεγγυότητας και δεν της αναγνώριζαν ισχύ στο έδαφός
τους, με αποτέλεσμα να επιτρέπουν και τις ατομικές διώξεις πιστωτών και την
κήρυξη νέας διαδικασίας αφερεγγυότητας, εφόσον το δικονομικό διεθνές δίκαιό
τους προέβλεπε δικαιοδοτική βάση.
Έχουν
ήδη αναπτυχθεί πολλές φορές τα προτεινόμενα επιχειρήματα υπέρ της μιας ή της
άλλης αρχής. Στοιχειωδώς, όμως, ας αναφέρουμε κάποια από αυτά, τα οποία με
ένταση υποστηρίζονται από τους υπέρμαχους της κάθε πλευράς.
«Τα καλά
σύνορα κάνουν και καλούς γείτονες» (Good borders make good neighbors), υποστηρίζουν
οι υπέρμαχοι της εδαφικότητας των πτωχεύσεων. Κατ’αυτόν τον τρόπο η διεθνής
ένταση ελαχιστοποιείται και οι ασχολούμενοι με εμπορικές πράξεις γνωρίζουν με
σαφήνεια εκ των προτέρων ποιο δίκαιο θα καθορίσει την τύχη του κάθε
περιουσιακού στοιχείου του αφερέγγυου προσώπου. Δηλαδή, τα ευρισκόμενα στο
κράτος στο οποίο κηρύσσεται η πτώχευση ενός προσώπου θα υπαχθούν στην
πτωχευτική περιουσία, ενώ τα ευρισκόμενα σε άλλο ή άλλα κράτη θα υπαχθούν στο
νομικό καθεστώς εκείνων των άλλων κρατών. Αυτή, βέβαια, η σαφήνεια δεν
αποκλείει άλλου είδους περιπλοκές, και όχι κατ’ανάγκη δόλιες, αφού π.χ. το
περιουσιακό στοιχείο που χρησιμοποιείται για την εξασφάλιση πιστώσεων μπορεί να
«μετακινηθεί» σε άλλο κράτος μετά τη συγκεκριμένη συναλλαγή[16].
Βασικό
επίσης πρόβλημα είναι το ότι ο πιστωτής που επιθυμεί να προσδιορίσει τον
οικονομικό κίνδυνο και να κοστολογήσει την πίστωση που θα παράσχει σε
πολυεθνικό οφειλέτη, θα πρέπει να προσπαθήσει να προβλέψει πόσα από τα περιουσιακά
στοιχεία του οφειλέτη του θα ευρίσκονται σε διαφορετικά κράτη – διαφορετικές
δικαιοδοσίες και για τι χρονικό διάστημα, άρα και ποιοι θα είναι οι κανόνες
αφερεγγυότητας του κάθε κράτους από αυτά στην περίπτωση οικονομικής κατάρρευσης
του οφειλέτη του[17].
Προσάπτουν
επίσης στην αρχή της εδαφικότητας οι θιασώτες της οικονομικής θεώρησης του
δικαίου ότι οι επενδύσεις γίνονται με κατώτερες των αρίστων αποφάσεις (suboptimal decisions), αφού ωθείται ο
οφειλέτης να αναζητήσει πίστωση βασιζόμενος, όχι μόνο στην προσδοκώμενη
οικονομική απολαβή, αλλά και στη συγκριτικά ευνοϊκή μεταχείριση που μπορεί να
προβλέπει ένα πτωχευτικό δίκαιο για τους επόμενους πιστωτές. Κατ’αυτόν τον
τρόπο μοιράζεται κατά κάποιον τρόπο το κέρδος με τους επόμενους πιστωτές και
μεταφέρει το κόστος στους προϋφιστάμενους [πιστωτές] [18].
Στον
ακαδημαϊκό χώρο, οι προτιμήσεις στρέφονται προς την αρχή της καθολικότητας –
κάτι που πολύ συχνά δεν ισχύει στον χώρο της πράξης. Θεωρείται ανώτερο
επιστημονικά διεθνές νομικό καθεστώς. Όμως κανένα κράτος δεν έχει υιοθετήσει
την αρχή αυτή στην αμιγέστερη μορφή της.
Γιατί, λοιπόν,
ένα τέτοιο, θεωρητικά ανώτερο σύστημα δεν ισχύει; Η απάντηση που δίνει ένας από
τους ενθερμότερους υποστηρικτές της είναι διττή: 1) Υπάρχει ένα λειτουργικό
εμπόδιο. Και είναι αυτό, το ότι απαιτείται ένας βιώσιμος κανόνας επιλογής
εφαρμοστέου δικαίου. Είναι σαφές, άλλωστε, ότι καθολικότητα της διαδικασίας
αφερεγγυότητας δεν θα είχε νόημα – ή, μάλλον, δεν θα ήταν σκόπιμη – αν δεν
συνεπαγόταν και επιλογή εφαρμοστέου δικαίου. Η θεωρία, δηλαδή, της
καθολικότητας υπονοεί και προϋποθέτει ότι η επιλογή forum συμπεριλαμβάνει
και την επιλογή του δικαίου του κράτους εκείνου, ως των κανόνων που θα
ρυθμίζουν την αφερεγγυότητα του οφειλέτη[19]. 2) Το δεύτερο
πρόβλημα είναι η λεγόμενη «αποδοχή των διαφορών αποτελέσματος» (acceptance of outcome differences[20]).
Βασική μομφή
επίσης που εκτοξεύεται κατά της αρχής της καθολικότητας είναι ότι αδιαφορεί για
τις συχνά σημαντικές διαφορές των εθνικών πτωχευτικών δικαίων[21]. Κάποιοι άλλοι,
εξάλλου, εκφράζουν έναν σκεπτικισμό ως προς την ικανότητα της καθολικότητας να
αντιμετωπίσει συνολικά τους εταιρικούς ομίλους[22].
Επίσης, με όρους
αφενός οικονομικής θεώρησης του δικαίου, και συγκεκριμένα με τη θεωρία των
παιγνίων, αφετέρου διεθνών σχέσεων, υποστηρίζεται ότι καθολικότητα μιας
διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι ανέφικτη, αν θεωρηθεί ότι επαναλαμβανόμενα
πτωχευτικά «γεγονότα» (events) προκαλούν διάδραση μεταξύ ορθολογικά ενεργούντων
κρατών. Σύμφωνα με τη γνώμη αυτή, ακόμα και τα κράτη που είναι ευμενώς
διακείμενα προς την καθολικότητα των διαδικασιών αφερεγγυότητας, θα βρεθούν σε
δύσκολη θέση, αντιμετωπίζοντας το εγγενές στις υποθέσεις αυτές «δίλημμα του
φυλακισμένου». Για να αρνηθεί, δηλαδή, ένα κράτος, να κηρυχθεί στην επικράτειά
του μια διαδικασία ανάλογη, επειδή έχει ήδη ξεκινήσει άλλη σε άλλο κράτος, θα
πρέπει να είναι σίγουρο ότι και το άλλο κράτος θα κάνει το ίδιο, εφόσον στο
μέλλον παρουσιασθεί η ίδια κατάσταση, αντίστροφα όμως.
Μέσα στο πλαίσιο,
ακριβώς, της οικονομικής θεώρησης του δικαίου, υποστηρίζεται και από ορισμένους
ότι ο έλεγχος της πτωχευτικής διαδικασίας από τους πιστωτές μπορεί να οδηγήσει
σε μια «λύση αγοράς» (market solution), όσον αφορά
στον συντονισμό διεθνών πτωχεύσεων, ότι, δηλαδή, δεν τίθεται καν ζήτημα
πολλαπλών διαδικασιών σε διαφορετικά κράτη, οι οποίες διαδικασίες να απαιτούν
συντονισμό[23]. Όμως, το
γεγονός ότι κάποιες φορές όντως επιτεύχθηκε τέτοια λύση, δεν μας απαλλάσσει από
τους προβληματισμούς. Δεν σημαίνει ότι αυτό θα επιτυγχάνεται πάντα, ούτε ότι
μια τέτοια λύση που είναι ανεκτή σε νομικά συστήματα σαν αυτό των ΗΠΑ, θα είναι
ανεκτή παντού. Είναι συνήθης, περιέργως, μια τέτοια άποψη από την πλευρά
αρκετών αλλοδαπών νομικών, κυρίως Αμερικανών (αλλά και ημεδαπών, οι οποίοι
υιοθετούν συχνά άκριτα απόψεις αλλοδαπων δικαίων, χωρίς να ενδιαφέρονται για το
πλαίσιο εντός του οποίου γεννήθηκαν και εξελίχθηκαν αυτές). Είναι σαν να
κοιτούν με έκπληξη, απορία, συχνά και με υπεροψία, γύρω τους τα άλλα νομικά
συστήματα και να αναρωτιούνται γιατί δεν έχουν αυτά αντιγράψει ακόμα τις δικές
τους ρυθμίσεις, ως πρότυπο.
6. Forum shopping – Είναι
απαραίτητα αρνητικό;
α. Σχέση του forum shopping με τις αρχές της
καθολικότητας και της εδαφικότητας
Είναι
πολύ ενδιαφέρον το ότι και οι δύο ανωτέρω αρχές θεωρούνται από τους
υποστηρικτές εκάστης και αντίστοιχα πολέμιους της άλλης, ότι ενισχύουν τη
συμφέρουσα επιλογή forum από τα ενδιαφερόμενα μέρη, οφειλέτη ή/και πιστωτές.
Κυρίως
«κατηγορείται» για αυτό, η αρχή της καθολικότητας της διαδικασίας
αφερεγγυότητας, σύμφωνα με την οποία όλα θα κριθούν σε μια ενιαία διαδικασία
και από ένα μόνον εφαρμοστέο δίκαιο. Και συμβαίνει αυυτό διότι, όπως
επισημαίνεται, θεωρητικό προαπαιτούμενο του forum shopping είναι η
προβλεψιμότητα της επιλογής εφαρμοστέου δικαίου[24].
Από την
άλλη, βέβαια, έχει διαλάθει της προσοχής και η δυνατότητα που παρέχει η αρχή
της εδαφικότητας για συμφέρουσα επιλογή forum, ενώ μπορεί να
έχει πολύ χειρότερα αποτελέσματα, αφού μπορεί να «αποκλείσει» σημαντικά
περιουσιακά στοιχεία του αφερέγγυου προσώπου, ευρισκόμενα σε ένα κράτος στο
οποίο κηρύσσεται τοπική πτωχευτική διαδικασία, προς όφελος κάποιου ή κάποιων
ισχυρών πιστωτών. Παράδειγμα τέτοιο θα ήταν η περίπτωση μεταβίβασης των
απαιτήσεων ενός ισχυρού πιστωτή – συνήθως τράπεζας ή εταιρίας – σε θυγατρική
εταιρία του κράτους εκείνου, ώστε να είναι δυνατή η αναγγελία των απαιτήσεων
αυτών σε εκείνη την τοπική διαδικασία.
Σύμφωνα
με άλλη γνώμη όμως, για τα προβλήματα που δημιουργούνται δεν ευθύνονται ούτε η
αρχή της καθολικότητας ούτε η αρχή της εδαφικότητας, παρά το γεγονός ότι άλλα
κράτη ακολουθούν τη μία και άλλα κράτη ακολουθούν την άλλη αρχή, όσον αφορά στη
ρύθμιση των διαδικασιών αφερεγγυότητας με διεθνείς συνέπειες[25].
Έτσι,
παρατηρείται ότι ορισμένες νομοθεσίες προβλέπουν ρητά ότι, στην περίπτωση που
τα δικαστήριά τους είναι αρμόδια για την κήρυξη μιας πτωχευτικής διαδικασίας,
θα μπορούν να επιληφθούν των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, «οπουδήποτε
κειμένων». Αυτό π.χ. προβλέπεται στον Πτωχευτικό Κώδικα των ΗΠΑ (“wherever located”, 11 U.S.C. #541(a)), αλλά και στις
πτωχευτικές διατάξεις του Καναδά (“wherever situated”) και της
Αυστραλίας (“whether situated in Australia or elsewhere”). Αλλά και ο
νέος Ελληνικός Πτωχευτικός Κώδικας (ν. 3588/2007), που άρχισε να ισχύει την 16
Σεπτεμβρίου 2007, ορίζει στο άρθρο 16 παρ. 1 ότι: «Η πτωχευτική περιουσία
περιλαμβάνει το σύνολο της περιουσίας που ανήκει στον οφειλέτη κατά την κήρυξη
της πτώχευσης, οπουδήποτε και αν βρίσκεται».
Το
πρόβλημα καθίσταται σαφέστερο όταν, αντίθετα, οι τυχόν υφιστάμενες εθνικής ή
διεθνούς προέλευσης ρυθμίσεις διεθνούς δικονομικού δικαίου διατυπώνονται κατά
τρόπο που αφήνει περιθώριο για περισσότερες ερμηνείες.
β. Διαφορετικές έννομες τάξεις - ίδιο
δίκαιο ή διαφορετικά δίκαια
Το γεγονός ότι
μπορεί να υπάρχουν περισσότερες έννομες τάξεις που μπορεί να εφαρμόζουν το ίδιο
δίκαιο σε διαδικασία αφερεγγυότητας, δεν αποκλείει καθόλου το ενδεχόμενο της
συμφέρουσας επιλογής forum. Απόδειξη αυτού, είναι αυτό που συμβαίνει στις ΗΠΑ. Οι
πολιτείες εκεί, έχοντας ξεχωριστή δικαστική και νομοθετική δικαιοδοσία σε πολλά
ζητήματα, αντιμετωπίζονται ως ξεχωριστές οντότητες, έννομες τάξεις και το
ιδιωτικό διαπολιτειακό δίκαιο είναι αντίστοιχο/όμοιο με το ιδιωτικό διεθνές
δίκαιό τους[26]. Το πτωχευτικό
δίκαιο, όμως, είναι ομοσπονδιακό, άρα το ίδιο, σε οποιοδήποτε δικαστήριο
ξεκινήσει μια πτωχευτική διαδικασία.
Οι διαφορές σε
τέτοιες υποθέσεις έγκεινται, μεταξύ άλλων, αφενός στο ότι κάποια θέματα που
μπορεί να αφορούν την πτωχευτική διαδικασία είναι αρμοδιότητας των Πολιτειών,
όπως π.χ. τα εμπράγματα δικαιώματα και οι εμπράγματες ασφάλειες, αφετέρου στο
ότι οι εναλλακτικές δυνατότητες που προσφέρει σε κάποια ζητήματα ο Πτωχευτικός
Κώδικας, ασκούνται διαφορετικά από τα επιλαμβανόμενα πολιτειακά δικαστήρια.
Όσοι υποστηρίζουν
ότι το forum shopping δεν είναι
απαραιτήτως κάτι κακό, αλλά ότι μπορεί να έχει και πλεονεκτήματα, προβάλλουν ως
επιχείρημα το ότι έχει δώσει τη δυνατότητα σε αφερέγγυες [τεχνικά] επιχειρήσεις
να επιλέξουν το πού θα ξεκινήσει μια ανάλογη διαδικασία – κυρίως, διαδικασία
αναδιοργάνωσης. Και επιλέγουν πολιτείες όπου οι δικαστές είναι προβλέψιμοι,
ενεργούν με ταχύτητα και χειρίζονται αποτελεσματικά τη αναδιοργάνωση μεγάλων
επιχειρήσεων. Έτσι, κατά κανόνα οι διοικητές της επιδιώκουσας την αναδιοργάνωσή
της επιχείρησης επιλέγουν forum στο οποίο
μεγιστοποιείται η συνολική αξία της επιχείρησης. Και τέτοιο forum στις ΗΠΑ είναι
τα δικαστήρια, είτε της Νέας Υόρκης είτε του Ντελαγουέρ[27].
Οι αντίθετοι στη
σκοπιμότητα τέτοιων κινήσεων, υποστηρίζουν ότι το forum shopping καταστρέφει το
πτωχευτικό σύστημα, προς βλάβη των πιστωτών και προς όφελος των διοικητών οι οποίοι και οδήγησαν στην ουσία τις
επιχειρήσεις στο να καταστούν αφερέγγυες[28].
Τη
δεκαετία του ’90 πολλές από τις μεγαλύτερες εταιρικές αναδιοργανώσεις
εκτυλίχθηκαν υπό την εποπτεία των πτωχευτικών δικαστών της Πολιτείας
Ντελαγουέρ. Σε βιβλίο του που προκάλεσε πολύ έντονες συζητήσεις, ένας από τους
σημαντικότερους αμερικανούς θεωρητικούς του δικαίου αφερεγγυότητας[29] – και υπέρμαχος
της εδαφικότητας των σχετικών διαδικασιών -, αναφέρθηκε με λεπτομέρειες στις
αναδιοργανώσεις αυτές, λέγοντας ότι οι δικαστές αυτοί προσέλκυσαν τέτοιες
υποθέσεις με το να επιτρέπουν σε αποτυχημένους διοικητές να παραμένουν στη θέση
τους και με το να ζητούν από τους δικηγόρους της Πολιτείας που ασχολούνται με
πτωχευτικές υποθέσεις να δελεάζουν οικονομικά τους διοικητές και τους
δικηγόρους των μεγάλων εταιριών να φέρνουν τις υποθέσεις τους ενώπιόν τους.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που αναφέρονται στο βιβλίο, οι διαδικασίες που
ακολούθησαν ήταν σάπιες μέχρι το κόκκαλο.
Από τότε,
υποστηρίζει ο αμερικανός θεωρητικός, και άλλα πτωχευτικά δικαστήρια υιοθέτησαν
την ίδια διαβρωμένη τακτική, ελπίζοντας να προσελκύσουν και αυτά κάποιες από
τις μεγάλες πτωχευτικές υποθέσεις. Πιστεύει ο ίδιος, ότι η διάβρωση αυτή έχει
περάσει τώρα τον Ατλαντικό ωκεανό και μολύνει και την Ευρώπη. Η μόνη, δε,
απάντηση, κατά τη γνώμη του, είναι: καραντίνα, η οποία απαιτεί ξεχωριστές
κύριες διαδικασίες αφερεγγυότητας σε κάθε κράτος όπου εντοπίζονται περιουσία ή
δραστηριότητες του αφερέγγυου προσώπου.
Η
αναφερθείσα ανωτέρω διαφορά μεταξύ των νομικών συστημάτων των ΗΠΑ και των
ευρωπαϊκών, ηπειρωτικών κυρίως κρατών, αλλά και της Αγγλίας, ως ένα βαθμό,
δηλαδή η μεγάλη διακριτική ευχέρεια του αμερικανού δικαστή – που, κάθε άλλο
παρά αυτονόητη είναι σε άλλα νομικά συστήματα - θα εμπόδιζε ίσως στον ευρωπαϊκό
χώρο ανάλογα φαινόμενα με εκείνο που καταλογίζουν στους δικαστές του Ντελαγουέρ
– θα πρέπει, βέβαια, να λεχθεί εδώ, ότι δεν συμφωνούν όλοι οι αμερικανοί
θεωρητικοί του δικαίου αφερεγγυότητας με τις ανωτέρω «καταγγελίες»[30]. Από την άλλη
πλευρά, θα πρέπει να περιμένουμε – ήδη έχει φανεί αυτό στην πράξη – πολύ
μεγαλύτερη επιδίωξη συμφέρουσας στα μέρη επιλογής forum στην Ευρώπη,
αφού τα κράτη έχουν διαφορετικές νομικές ρυθμίσεις αφερεγγυότητας[31].
7.
Πρόσφατο νομολογιακό παράδειγμα της περιπλοκότητας διεθνών υποθέσεων
αφερεγγυότηταςYukos
Η
εταιρία Yukos ήταν η μεγαλύτερη παραγωγός προϊόντων πετρελαίου στη
Ρωσία και υπεύθυνη για το 20% περίπου της παραγωγής πετρελαίου και φυσικού
αερίου εκεί. Ασκήθηκε δίωξη κατ’αυτής αναδρομικά για φόρους περασμένων ετών,
που είχαν ήδη προσδιορισθεί και εγκριθεί από τις ρωσικές φορολογικές αρχές και
που ανέρχονταν σε 27.5 δις. δολλάρια. Κατασχέθηκαν όλα τα περιουσιακά της
στοιχεία εντός της ρωσικής επικράτειας, καθώς επίσης και το ποσοστό συμμετοχής
της στη Yuganskneftgas (YNG), τη μεγαλύτερη
θυγατρική της Yukos, Το ποσοστό αυτό αντιπροσώπευε το 60% της αξίας της Yukos. Αργότερα, η
ρωσική κυβέρνηση αγόρασε σε δημόσιο πλειστηριασμό την YNG, πληρώνοντας
λιγότερο από το μισό της αξίας της.
Ο
οικονομικός διευθυντής της Yukos, Bruce Misamore, έφυγε από τη Ρωσία και πήγε στο Χιούστον των ΗΠΑ την 4η
Δεκεμβρίου του 2004, όπου, την 14η του ίδιου μήνα κατέθεσε ενώπιον
του Πτωχευτικού Δικαστηρίου εκεί, αίτηση έναρξης της διαδικασίας του Κεφ. 11
του Πτωχευτικού Κώδικα των ΗΠΑ για τη Yukos. Επισύναψε μια
απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της Yukos, την οποία είχαν
υπογράψει πέντε από τα έξι μη φυλακισμένα μέλη, και ζήτησε την έκδοση μιας
προσωρινής περιοριστικής διαταγής καθώς και μιας διαταγής που θα απαγόρευε τη
συνέχιση της διαδικασίας πλειστηριασμού της YNG. Ένας μόνον
πιστωτής, η Deutsche Bank AG, ζήτησε να απορριφθεί η υπόθεση, προβάλλοντας διάφορα
επιχειρήματα.
Παρά το
ότι η Yukos είχε ονομαστικά περιουσιακά αγαθά στο Τέξας, το
Πτωχευτικό Δικαστήριο για τη Νότια Περιφέρεια του Τέξας, με την ολοκλήρωση της
ακροαματικής διαδικασίας απέρριψε την αίτηση, επί τη βάσει ότι η Yukos δεν θα μπορούσε
να επιτύχει την αναδιοργάνωση [του Κεφ.11] χωρίς τη συνεργασία της ρωσικής
κυβέρνησης, έστω και σε περιορισμένο βαθμό[32]. Λόγω, δηλαδή,
του ότι επρόκειτο για πολύ μεγάλη εταιρία και κατά συνέπεια η οποιαδήποτε τύχη
της θα είχε επιπτώσεις στη ρωσική οικονομία, θα έπρεπε [έκρινε το αμερικανικό
δικαστήριο] να αναδιοργανωθεί σε ένα forum στο οποίο θα
ήταν εξασφαλισμένη η συμμετοχή της ρωσικής κυβέρνησης. Ενδιαφέρον είναι το ότι
το αμερικανικό δικαστήριο εξέτασε όλα τα επιχειρήματα της πιστώτριας Deutsche Bank AG, αλλά εν τέλει
απέρριψε την υπόθεση με βάση «το σύνολο των περιστάσεων» (totality of the circumstances)[33].
Ο
οικονομικός όμιλος Baikal, ο οποίος και συστάθηκε βιαστικά για τον σκοπό αυτόν,
ήταν ο μόνος που υπέβαλε προσφορά για τα περιουσιακά στοιχεία της Yukos όταν έλαβε χώρα
ο πλειστηριασμός, πάραυτα δε, μεταβίβασε την YNG στη Rosneft, μια κρατική
εταιρία του Ρωσικού Δημοσίου.
Η
Ολλανδική Yukos Finance ήταν θυγατρική της Yukos International U.K.B.V., θυγατρικής της
Yukos. Η Yukos Finance κατείχε το 54%
της Mazeiku Nafta, η οποία είχε στην κυριότητά της ένα διυλιστήριο, ένα
λιμάνι και αγωγούς πετρελαίου στη Λιθουανία και ήταν ο δεύτερος μεγαλύτερος
εργοδότης και φορολογούμενος στο κράτος εκείνο. Ένας ηγετικός όμιλος υπό την
ηγεσία της Société Générale και υπό την επιρροή της Moravel Investments, εταιρίας
χαρτοφυλακίου του πρώην διευθύνοντος συμβούλου της Yukos, Khorodovsky, και άλλων,
κατάσχεσε τις μετοχές της Yukos που είχε η ολλανδική Yukos Finance, προκειμένου να
καταστεί αρμόδιο το Πρωτοδικείο του Άμεστερνταμ για την αναγκαστική πώληση του
Λιθουανικού διυλιστηρίου.
Τον
Μάρτιο 2006, δικαστήριο της Μόσχας κήρυξε την έναρξη πτωχευτικής διαδικασίας
της Yukos, ορίζοντας προσωρινό σύνδικο. Λόγω του ότι στο Ρωσικό πτωχευτικό δίκαιο
ίσχυε αυστηρά η αρχή της εδαφικότητας, ο σύνδικος της Ρωσικής πτωχευτικής
διαδικασίας δεν μπορούσε να απαιτήσει να συμπεριληφθούν στην πτωχευτική
περιουσία τα περιουσιακά στοχεία που βρίσκονταν εκτός της Ρωσικής επικράτειας.
Δεν μπόρεσε, λοιπόν, ο Ρώσος σύνδικοςνα παρέμβει στην αναγκαστική πώληση που
διενεργούνταν από το Πρωτοδικείο του Άμστερνταμ. Τον Απρίλιο του 2006, όμως,
κατέθεσε αίτηση ενώπιον του Πτωχευτικού Δικαστηρίου για τη Νότια Περιφέρεια της
Νέας Υόρκης, ζητώντας την υπαγωγή της Yukos στη διαδικασία
του Κεφαλαίου 15 του Πτωχευτικού Κώδικα των ΗΠΑ[34].
Ο
αμερικανός δικαστής εξέδωσε μια προσωρινή περιοριστική διαταγή, με την οποία
απαγόρευε στη διοίκηση της Yukos να προχωρήσει στην πώληση του διυλιστηρίου αλλά της
επέτρεπε να συνεχίσει τη διαπραγμάτευση της πώλησης. Από τα πρακτικά της
ακροαματικής διαδικασίας προέκυπτε ότι η πώληση του 54% της Mazeiku Nafta που είχε στην
κυριότητά της η ολλανδική θυγατρική της Yukos ήταν υπό
διαπραγμάτευση από τη διοίκηση της Yukos με την κυβέρνηση
της Λιθουανίας ως έτερο μέτοχο και με μια Πολωνική εταιρία της PKN Orlen η οποία
ενδιαφερόταν να προβεί στην αγορά. Όλα τα μέρη της συναλλαγής,
συμπεριλαμβανομένης του Ρώσου συνδίκου, θεωρούσαν ότι η προτεινόμενη συμφωνία
κατέληγε σε δίκαιο τίμημα. Εξάλλου, δεν υπήρχαν άλλοι υποψήφιοι αγοραστές οι
οποίοι να ήσαν διατεθειμένοι να κλείσουν τη συμφωνία αγοραπωλησίας στο άμεσο
μέλλον, η δε Λιθουανική κυβέρνηση απειλούσε να εθνικοποιήσει τα περιουσιακά
στοιχεία.
Των
συνθηκών ούτως εχουσών, ο αμερικανός πτωχευτικός δικαστής εξέδωσε την 27.5.2006
μια διαταγή (Consented Order), με την οποία
όριζε ότι, με την ολοκλήρωση της σύμβασης αγοραπωλησίας των μετοχών, η μεν
ολλανδική εταιρία θα παρέδιδε το εισπραττόμενο τίμημα στον δικαστικό επιμελητή
του Πρωτοδικείου του Άμστερνταμ, οποιοδήποτε δε πρόσωπο επεδίωκε την αναγγελία
απαίτησής του ή την ικανοποίησή του από το εισπραχθέν τίμημα, θα έπρεπε να
αναγγείλει την απαίτηση αυτή στο ολλανδικό δικαστήριο. Τα μέρη, εξάλλου, θα
έπρεπε να κάνουν παν το δυνατόν ώστε να εξασφαλίσουν ότι όλοι οι πιστωτές της
εταιρίας θα είχαν την κατάλληλη ευκαιρία να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις τους[35].
8. Διεθνή κείμενα:
Μπορούν να λύσουν τα προβλήματα;
Όπως
είναι σαφές, το ποια είναι η καλύτερη λύση εξαρτάται σχεδόν πάντα από την
οπτική γωνία. Από τη στιγμή που υπάρχουν διαφορετικοί κανόνες ΙΔΔ, διαφορετικές
δηλαδή νομικές αντιλήψεις, η λύση που θα υιοθετηθεί σε κάποια διεθνή σύμβαση θα
είναι αυτή των διαπραγματευτικά ισχυρότερων κρατών – νομικών συστημάτων. Αυτό
σημαίνει ότι αναπόφευκτα θα ασκείται αρνητική κριτική, είτε από τα κράτη που
δεν είναι συμβαλλόμενα είτε όμως και από συμβαλλόμενα μεν κράτη, που
«αναγκάσθηκαν» όμως να υποχωρήσουν και να δεχθούν λύση διαφορετική από αυτήν
που ισχύει στα δικά τους νομικά συστήματα.
Αλλά και διεθνή κείμενα ισχύοντα μεταξύ κρατών με αρκετά
συγγενή μεταξύ τους δίκαια δεν αποκλείουν τα προβλήματα κατά την ερμηνεία τους
στην πράξη. Παράδειγμα τρανταχτό είναι αυτό του Ευρωπαϊκού Κανονισμού για τις
διαδικασίες αφερεγγυότητας 1346/2000. Υιοθέτησε αυτός μια «περιορισμένη»
καθολικότητα[36], προβλέποντας την
δυνατότητα κήρυξης μιας κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας αλλά και τη
δυνατότητα κήρυξης δευτερεύουσας διαδικασίας, η οποία μπορεί να είναι μόνον
διαδικασία εκκαθάρισης και επικουρική της κύριας διαδικασίας, και μπορεί να
κηρυχθεί μόνον όπου υφίσταται «εγκατάσταση» του οφειλέτη. Ο Κανονισμός ήδη από
την αρχή της ισχύος του προκάλεσε πάρα πολλά προβλήματα, οφειλόμενα στην
ερμηνευτική προσέγγιση από πλευράς των ενδιαφερόμενων μερών της δικαιοδοτικής
βάσης για κήρυξη κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας, η οποία βάση κείται στο
κράτος στο οποίο έχει ο οφειλέτης το κέντρο των κύριων συμφερόντων του (“Center Of Main Interests [COMI], άρθρο 3) και που κατά τεκμήριο είναι αυτό, το
κράτος όπου ευρίσκεται η καταστατική του έδρα, αλλά το τεκμήριο αυτό είναι
μαχητό.
Όπως επισημαίνεται, ο προσδιορισμός της δικαιοδοτικής
αυτής βάσης (COMI) είναι παρόμοιος με εκείνον που χρησιμοποιείται
και σε άλλα νομοθετικά κείμενα, εθνικά ή διεθνή, π.χ. «κύριος επιχειρηματικός
τόπος» (principal place of business) ή «πραγματική έδρα»[37].
Δεν είναι, λένε –και έχουν δίκιο! -, όρος απελπιστικά αόριστος, είναι όμως
σαφώς όρος που υπόκειται σε διάφορες ερμηνείες[38].
Απόλυτα
υιοθετεί την αρχή της καθολικότητας των διαδικασιών εξυγίανσης και εκκαθάρισης
πιστωτικών ιδρυμάτων, και δεν προβλέπει δυνατότητα δευτερευουσών διαδικασιών σε
κράτος άλλο από εκείνο της αρχικής διαδικασίας, η Οδηγία 2001/24/ΕΚ[39] η οποία
ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το ν. 3458/2006[40]. Μένει να δούμε
πώς θα εφαρμοσθεί στην πράξη και αν θα προκύψουν προβλήματα.
Από την
άλλη πλευρά, στη διαμάχη μεταξύ καθολικότητας και εδαφικότητας των πτωχεύσεων,
φαίνεται πως ο Πρότυπος Νόμος της UNCITRAL του 1997, για
τις διασυνοριακές διαδικασίες αφερεγγυότητας, τάσσεται με την πρώτη, όχι όμως
άμεσα ούτε ανοιχτά[41].
«Πρωτο-καθολικότητα», ονομάζει κάποιος σχολιαστής την αρχή που διαπνέει τον
Πρότυπο Νόμο, σημειώνοντας, επιτηδευμένα, ότι λειτουργεί κάτω από ό,τι πιάνει
το ραντάρ. Σωστά, βέβαια, επισημαίνει ότι η επιτυχία του[42] έγκειται και στο
ότι αποτελεί ένα συνεκτικό πρότυπο νομοθέτημα για τις διασυνοριακές υποθέσεις
αφερεγγυότητας και στο ότι υιοθετήθηκαν οι ρυθμίσεις του από αρκετές εθνικές
νομοθεσίες[43]. Και ο Πρότυπος
Νόμος προβλέπει δικαιοδοτική βάση για την κύρια διαδικασία, στο κράτος όπου ο
οφειλέτης έχει το κέντρο των κύριων συμφερόντων του, άρα και αυτός «προσφέρει»
τη δυνατότητα ποικίλων ερμηνειών του όρου.
Εξήγηση
της επιτυχίας του αυτής, θα μπορούσε να θεωρηθεί, όπως λέγεται, ο ίδιος ο
μηχανισμός ενός Πρότυπου Νόμου. Σε σχέση με την υιοθέτηση μιας διεθνούς
Σύμβασης, φαίνεται πως είναι αρκετά ευχερέστερη η υιοθέτηση ενός Πρότυπου
Νόμου. Στην πρώτη περίπτωση, οι όροι της Σύμβασης διαπραγματεύονται κατά τη
διάρκεια της δημιουργίας της. Οι διαφορές νοοτροπίας και εθνικών νομικών
παραδόσεων καθιστούν πολύ δύσκολη την επίτευξη συμφωνίας σε πολλές επιμέρους
περιπτώσεις. Αποτελέσματα είναι, αφενός η συχνά μεγάλη βραδύτητα στην εξέλιξη
των σχετικών εργασιών αλλά και το ότι, στην περίπτωση που συμφωνηθεί και
ολοκληρωθεί το διεθνές κείμενο της Σύμβασης, συμπεριλαμβάνονται άρθρα που
δίνουν στα κράτη που θα θελήσουν να την υπογράψουν και επικυρώσουν, τη
δυνατότητα να επιφυλαχθούν ως προς κάποιες ρυθμίσεις. Οι επιφυλάξεις αυτές,
συχνά είναι τόσο πολλές ώστε υπονομεύουν τον συντονισμό των ενεργειών μεταξύ
των κρατών μερών της Σύμβασης. Από την άλλη, στην περίπτωση ενός Πρότυπου
Νόμου, οι διαφορές απόψεων μεταφέρονται στο χρονικό στάδιο της υιοθέτησής του,
ενώ η ίδια η κατάρτισή του αποδεικνύεται εργασία αρκετά ευχερέστερη εκείνης που
απαιτείται για την κατάρτιση Διεθνούς Σύμβασης. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι
και η διαδικασία που ακολουθείται για την κατάρτιση ενός Πρότυπου Νόμου είναι
πιο αντικειμενική, πιο «αθώα». Σχεδόν πάντα επιδιώκεται από τους νομικούς
κάποιων εννόμων τάξεων η υιοθέτηση λύσεων που αντιστοιχούν στις γνώριμες σε
αυτούς εθνικές τους ρυθμίσεις. Στη συνέχεια δε, εφόσον υιοθετηθεί ένας τέτοιος
Πρότυπος Νόμος, γίνεται μια τέτοια διαφήμιση της καταλληλότητας των ρυθμίσεών
του, ώστε «πείθονται» πολλά κράτη, με μικρότερη ή μεγαλύτερη έξωθεν πίεση, να
αλλάξουν τη νομοθεσία τους και να την προσαρμόσουν στις ρυθμίσεις αυτές του
Πρότυπου Νόμου.
9. Συμπερασματικά σχόλια
Υπάρχουν
λύσεις στα προβλήματα που δημιουργούνται σε περιπτώσεις διαδικασιών
αφερεγγυότητας με διεθνείς συνέπειες;
Είναι η
ομοιομορφία των διδόμενων από εθνικά ή διεθνή νομοθετικά κείμενα ο μόνος δρόμος
για την «ανώδυνη» εξέλιξη αυτών; Και τι εγγυάται ότι ομοιόμορφα κείμενα θα
οδηγήσουν σε όμοια αποτελέσματα, τη στιγμή που βλέπουμε ότι π.χ. ισχυροί
οικονομικά πιστωτές ή επιχειρηματικά ανελέητοι διοικητές εταιριών σε οικονομική
κρίση μπορούν σχεδόν να «χειραγωγήσουν» υφιστάμενες νομοθετικές διατάξεις ή να
εκμεταλλευθούν την ύπαρξη νομοθετικών και νομολογιακών κενών προς όφελός τους –
και συχνότατα σε βάρος της κοινότητας των υπόλοιπων συμμετεχόντων σε μια τέτοια
διαδικασία;
Μήπως, απλώς η
διάθεση συνεργασίας μεταξύ κρατών που σε δεδομένη υπόθεση θα «εμπλέκονται» με
κάποιον τρόπο, θα αρκούσε;
Τα ερωτήματα
είναι πάρα πολλά, οι δυσκολίες ακόμα περισσότερες. Αυτό που χρειαζόμαστε, όμως,
είναι δημιουργικές ιδέες – προτάσεις, όχι μια ατέρμονη συζήτηση περί των δυσκολιών[44].
* Εισήγησή μου στο 17ο Πανελλήνιο Συνέδριο Εμπορικού
Δικαίου, Χανιά 2-4 Νοεμβρίου 2007, δημοσιεύθηκε στον τόμο: Το Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο του Εμπορίου Αθήνα 2008, σ. 161-179.
[1] B.G.
Carruthers/T.C. Halliday, Negotiating Globalization: Global Scripts and
Intermediation in the Construction of Asian Insolvency Regimes, Law &
Social Inquiry 31 (2006) 521.
[2] Βλ. και E.J. Janger, Universal Proceduralism, 32
Brooklyn Journal of International Law 819, 834-835 (2007).
[3] C.G.
Paulus, Global Insolvency Law and the Role of Multinational
Institutions, 32 Brooklyn Journal of International Law 755, 758 (2007).
[4] Για τις νομικές μεταφυτεύσεις, βλ. και Ε. Μουσταΐρα,
Σταθμοί στην πορεία του Συγκριτικού Δικαίου, Αθήνα – Κομοτηνή 2003, 95
επ.
[6] Ε. Μουσταΐρα, Forum Non Conveniens. Η επιείκεια στο πλαίσιο της νομιμότητας, Αθήνα – Κομοτηνή 1995, 49-52.
[7] M. Bütter,
Cross Border Insolvency under German and English Law, Oxford University
Comparative Law Forum 2002, www.ouclf.iuscom.org.
[8] L.- M.
Augagneur/M. Kappenschif, Eurotunnel et la question de la validité des clauses de
substitution: Step-in right versus droit des faillites, La Semaine
Juridique 2006, 135, 138.
[9] M.
Brouwer, Reorganization in US and European Bankruptcy law, European
Journal of Law & Economics 2006, 5.
[10] Βλ. γενικά και Ε. Μουσταΐρα, Η ισότητα των
πιστωτών στο πτωχευτικό διεθνές δίκαιο, Αθήνα – Κομοτηνή 1992.
[11] Αυτό υποστηρίζουν οι L. Enriques/M. Gelter, Regulatory
Competition in European Company Law and Creditor Protection, European
Business Organization Law Review 2006, 417. Δεν είναι πολύ σαφές το αν συμφωνεί, ο J.A. McCahery, Creditor Protection in a
Cross-Border Context, European Business Organization Law Review 2006,
455, 456.
[12] W.
Hau, Masseanreichung und Gläubigerschutz im Europäischen
Insolvenzrecht: Anfechtung, Eigenkapitalersatz und Durchgriffshaftung, Εισήγηση στο Συνέδριο της
Wissenschaftlicher Vereinigung für Internationales Verfahrensrecht, στο Regensburg,
12-13 Απριλίου 2007 (υπό δημοσίευση), 11-12.
[13] Βλ. Και H. Eidenmüller, Free Choice in
International Company Insolvency Law in Europe, European Business
Organization Law Review 2005, 423, 441, ο οποίος αναφέρει σε υποσημείωση (αρ.
30) ότι αυτό είναι και το σταθερό(!) επιχείρημα που προβάλλεται προς υπεράσπιση της αρχής της εφαρμογής της lex fori στον χώρο του διεθνούς δικονομικού δικαίου. Μπορεί αυτό να είναι το επιχείρημα για τους νομικούς των
ΗΠΑ, όχι όμως για τους νομικούς, π.χ. του ευρωπαϊκού ηπειρωτικού χώρου, όπου
κυριαρχεί η άποψη ότι αυτά τα θέματα αφορούν άμεσα την εθνική κυριαρχία, και
για τον λόγο αυτό εφαρμοστέα είναι η lex fori.
[14]H. Muir Watt, Choice of Law in
Integrated and Interconnected Markets: A Matter of Political Economy, Electronic
Journal of Comparative Law Vol. 7.3, Sept. 2003.
[15] Βλ. γενικά και Ε. Περάκη, Η πτώχευση του
αλλοδαπού εμπόρου και η αναγνώριση των αλλοδαπων πτωχεύσεων στην Ελλάδα. Προβληματισμοί
διεθνούς πτωχευτικού δικαίου, Αθήνα 1990. Βλ. επίσης του ιδίου, International Insolvency Law: From Recognition to
Cooperation. The Point of View of Greek Law, στο: Θέματα θεωρίας και πράξης του εμπορικού
δικαίου, Αθήνα 2004, 720, 724, για το ότι δεν υπάρχουν μεν στο ελληνικό
δίκαιο ειδικές νομοθετικές διατάξεις σχετικά με τα ζητήματα διεθνούς
αφερεγγυότητας αλλά και για το ότι η σημασία του θέματος αναγνωρίσθηκε από το
νομοθέτη, με την αναφορά που κάνει ο ν. 2479/1997 στις «διεθνείς πτωχεύσεις» (άρθρο
6 παρ. 18).
[16] J.A.E. Pottow,
Greed and Pride in International Bankruptcy: The Problems and Proposed
Solutions to “Local Interests”,
http://www.law.umich.edu/cebtersandprograms/olin/papers.htm, 2006, 4.
[17] J.A.E. Pottow,
Procedural Incrementalism: A Model for International Bankruptcy, 45 Virginia
Journal of International Law 935, 946 (2005).
[18] L.A. Bebchuk/A.T.
Guzman, An Economic Analysis of Transnational Bankruptcies, 42 Journal
of Law & Economics 775, 779 (1999).
[19] Βλ. και H.L. Buxbaum, Rethinking International
Insolvency: The Neglected Role of Choice-of-Law Rules and Theory, 36 Stanford
Journal of International Law 23, 30-31 (2000).
[20] J.L. Westbrook,
Theory and Pragmatism in Global Insolvencies: Choice of Law and Choice of
Forum, 65 American Bankruptcy Law Journal 457, 458 (1991).
[21] F.
Tung, Passports, Private Choice, and Private Interests:
Regulatory Competition and Cooperation in Corporate, Securities, and Bankruptcy
Law, 3 Chicago Journal of International Law 369, 375-376 (2002), J.J.
Chung, The New Chapter 15 of the Bankruptcy Code: A Step Toward Erosion of
National Sovereignty, 27 Northwestern Journal of International Law &
Business 89, 90 (2006).
[22] L.M. LoPucki,
Cooperation in International Bankruptcy: A Post-Universalist Approach, 84 Cornell
Law Review 696, 716-717 (1999), I. Mevorach, The Road to a Suitable
and Comprehensive Global Approach to Insolvencies Within Multinational
Corporate Groups, 15 Norton Journal of Bankruptcy Law and Practice 455
(2006).
[23] R.K.
Rasmussen, Where are all the Transnational Bankruptcies? The
Puzzling Case for Universalism, 32 Brooklyn Journal of International Law
983 (2007).
[24] J.A.
Pottow, The Myth (and Realities) of Forum Shopping in
Transnational Insolvency, 32 Brooklyn Journal of International Law 785,
787 (2007).
[26] Βλ. Ε. Μουσταΐρα, Η εξέλιξη του ιδιωτικού διεθνούς
δικαίου στις ΗΠΑ. Παράδοση – επνάσταση – αντεπανάσταση, Αθήνα 1996.
[27] M.
Cole, “Delaware is not a State”: Are we Witnessing
Jurisdictional Competition in Bankruptcy?, 55 Vanderbilt Law Review
1845, 1859-1876 (2002), D.A. Skeel, Jr. What’s so Bad about Delaware?,
54 Vanderbilt Law Review 309, 328 (2001).
[28] L.M. LoPucki/S.D. Kalin,
The Failure of Public Company Bankruptcies in Delaware and New York: Empirical
Evidence of a “Race to the Bottom”, 54 Vanderbilt Law Review 231, 270
(2001).
[29] L.M. LoPucki, Courting
Failure: How Competition for Big Cases is Corrupting the Bankruptcy Courts,
Ann Arbor 2005.
[30] Βλ.μεταξύ άλλων M.St. James, Why Bad Things Happen in
Large Chapter 11 Cases: Some Thoughts About Courting Failure, 7 Transactions:
The Tennessee Journal of Business Law 169, 176-178 (2005), ο οποίος εκθειάζει μεν την εμπεριστατωμένη έρευνα που έχει κάνει ο Lopucki σχετικά με το πρόβλημα του forum shopping, θεωρεί όμως απαράδεκτη την επίθεση που κάνει στους δικαστές.
[31] D.A. Skeel, Jr,
European Implications of Bankruptcy Venue Shopping in the U.S., 54 Buffalo
Law Review 439, 443 (2006).
[32] Στην πραγματικότητα, οι δεσμοί της Yukos με τις ΗΠΑ ήσαν
εξαιρετικά ισχνοί. Εκτός από το 17% του κεφαλαίου της που κατείχαν αμερικανοί
και ευρωπαίοι επενδυτές, είχε και αρκετούς τραπεζικούς λογαριασμούς τους
οποίους άνοιξε μια ημέρα πριν την κατάθεση της αίτησης στο αμερικανικό
πτωχευτικό δικαστήριο!
[33] M. Hoogland, Recent
Trends in International Chapter 11 Cases: Pragmatic Reorganizations, 41 Texas
International Law Journal 145, 160 (2006).
[34] Το Κεφάλαιο 15 του Πτωχευτικού Κώδικα των ΗΠΑ ενσωμάτωσε
στην ομοσπονδιακή νομοθεσία τις ρυθμίσεις του Πρότυπου Νόμου της UNCITRAL για τις
διασυνοριακές πτωχεύσεις, βλ. για τον Νόμο αυτόν και κατωτέρω.
[35] S.
Takagi, Japanese Comments on the Extraterritorial Effects of
U.S. Chapter 15, International Insolvency Review 16 (2007) 95, 97-99.
[36] Βλ. και Λ. Κοτσίρη, Ο Κανονισμός για τις διαδικασίες
αφερεγγυότητας, Δίκαιο Επιχειρήσεων και Εταιριών 2003, 1016, 1019, Ε.
Μουσταΐρα, Ο Κανονισμός 1346/2000 για τις διαδικασίες αφερεγγυότητας.
Προβλήματα κατά την εφαρμογή του, Ελληνική Δικαιοσύνη 45 (2004) 327.
[37] G. Moss, Group
Insolvency – Choice of Forum & Law: The European Experience Under the
Influence of English Pragmatism, 32 Brooklyn Journal of International Law
1005, 1008 (2007).
[38] J.L. Westbrook,
Locating the Eye of the Financial Storm, 32 Brooklyn Journal of International
Law 1019, 1020 (2007).
[39] Για την οποία
βλ. και Ε. Μουσταΐρα, Οδηγία 2001/24/ΕΚ για την εξυγίανση και την
εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων, Τιμητικός Τόμος Π. Γέσιου Φαλτσή,
Θεσσαλονίκη 2007, 887 & Αρμενόπουλος
2005, 321.
[40] Αναλυτικά για το νόμο αυτόν, βλ. Ε. Περάκη, Ο ν. 3458/2006 για την
εξυγίανση και εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων, Χρηματοπιστωτικό Δίκαιο
2007, 13.
[41] Για τον Πρότυπο
Νόμο της UNCITRAL, βλ. και Ε. Περάκη, Μερικές σκέψεις για το
διεθνές πτωχευτικό δίκαιο μετά τον Κανονισμό 1346/2000 και τον Πρότυπο Νόμο της
UNCITRAL, στο: Θέματα θεωρίας και πράξης του εμπορικού δικαίου, Αθήνα
2994, 753, Ε. Μουσταΐρα, Οι εργασίες της UNCITRAL σχετικά με τις
διαδικασίες αφερεγγυότητας, στο: Τιμητικός Τόμος Λάμπρου Κοτσίρη,
Θεσσαλονίκη 2004, 719.
[44] J.L.
Westbrook, Multinational Financial Distress: The Last Hurrah of
Territorialism, 41 Texas International Law Journal 321, 322, 337 (2006).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου